19 Απρ 2008

Limpopo - Νότια Αφρική Λευκόχρυσος εναντίον ανθρώπων

 

Η Rose Thlotse είναι σαράντα πέντε χρόνων και μητέρα έξι παιδιών. Αγρότισσα από μικρή ηλικία ζει τώρα δίχως νερό, με κομμένο ηλεκτρικό και χωρίς άλλες υποδομές μαζί με λιγοστές ακόμη οικογένειες στο εγκαταλειμμένο χωριό της, αρνούμενη να υποκύψει στις πιέσεις και τους εκβιασμούς των κυβερνητικών υπηρεσιών και της αστυνομίας. Εμπορεύεται τα λιγοστά προϊόντα που παράγει ενώ ο άντρας της, εργάτης ορυχείου, παραμένει άνεργος. Οι συγχωριανοί της Rose μετακινήθηκαν αναγκαστικά και ύστερα από συγκρούσεις με τις κυβερνητικές δυνάμεις και συνεχείς διώξεις, σε ένα πρόσφατα χτισμένο οικισμό, στο Sterkwater, δέκα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό GΑ-Pila. Από την αρχή σχεδόν αντιμετωπίζουν ψηλά ποσοστά ανεργίας και μεγάλης φτώχειας, ελλείψεις στις υποδομές και μεγάλα προβλήματα στον τομέα της κοινωνικής προστασίας και της εκπαίδευσης. Η επαρχία Limpopo, στην οποία ανήκει το χωριό, είναι από τις φτωχότερες της χώρας, με μέσο ετήσιο κατά κεφαλή εισόδημα το μισό περίπου το εθνικού μέσου όρου που προέρχεται κυρίως από την αγροτική παραγωγή.
Το GΑ-Pila -που τώρα είναι ένα φάντασμα- ήταν μια όμορφη αγροτική κωμόπολη χτισμένη πάνω σε ένα εύφορο έδαφος με πετυχημένες συγκομιδές φασολιών, φιστικιών, κολοκυθιών και ζαχαροκάλαμου, στην οποία κατοικούσαν μέχρι τον Αύγουστο του 2001, έξι χιλιάδες άνθρωποι κυρίως της φυλής Langa. Στην περιοχή που οι λευκοί άποικοι ονόμασαν Βόρειο Τράνσβαλ, και μόλις το 2003, η αντίστοιχη επαρχία πήρε το αφρικάνικο όνομα Limpopo, από το ομώνυμο ποτάμι στην βόρεια άκρη της Νότιας Αφρικής, στα σύνορα με την Ζιμπάμπουε και την Μοζαμβίκη, το GΑ-Pila, είναι ένα από τα πολλά χωριά, που η πολυεθνική Anglo Platinum και η κυβέρνηση της χώρας επέβαλλαν να μεταφερθούν για να σκαφθεί το έδαφος τους. Το ορυχείο λευκόχρυσου PPL, επεκτείνεται συνεχώς, σε μια περίοδο που η τιμή του ανεβαίνει φέρνοντας κέρδος στους μετόχους της εταιρίας και απόγνωση στους ντόπιους ανθρώπους που αντί για ευλογία, το πλούσιο υπέδαφος μετατράπηκε σε κατάρα γι’ αυτούς. Η ασταμάτητη εξόρυξη και η επεξεργασία έχει μολύνει ανεπανόρθωτα τα γύρω ποτάμια και τα υπόγεια νερά αναγκάζοντας τους ντόπιους να αγοράζουν ακριβά το πόσιμο νερό μεταφέροντάς το από μακριά για να αποφύγουν τα σημαντικά προβλήματα υγείας, τις στομαχικές ασθένειες και τους καρκίνους που δημιουργεί η μόλυνση. Τα νιτρικά άλατα και οι χημικές ουσίες που βοηθάνε στην κατεργασία του ορυκτού έχουν επιδράσει αρνητικά στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και μαζί με την έλλειψη νερού έχουν απομειώσει την αγροτική παραγωγή. Υπολογίζεται πως πάνω από δεκαεπτά χιλιάδες άνθρωποι στην γύρω περιοχή, αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα με την ποιότητα και την ποσότητα του πόσιμου νερού.
Η πολυεθνική διατείνεται, σε πείσμα της αλήθειας, πως το πρόγραμμα μετεγκατάστασης βοήθησε τους αγρότες και καλυτέρεψε την ζωή τους. Στην πραγματικότητα όμως οι παλιοί ελεύθεροι αγρότες, μετατράπηκαν σε μικρούς καλλιεργητές μερικών λαχανόκηπων στις καινούριες εκτάσεις, και η ανεργία των περισσότερων, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος ζωής, εξανέμισε τα οικονομικά επιδόματα που πήραν στην αρχή.
Με το 90% των παγκόσμιων αποθεμάτων λευκόχρυσου να βρίσκονται στα σπλάχνα της Νότιας Αφρικής, η Anglo Platinum κατέχει ηγετική θέση στον τομέα, με τεράστια κέρδη και αποφασιστική δύναμη επιρροής στην κυβέρνηση της χώρας. Έχοντας έναν μέσο ετήσιο όρο είκοσι θανάτους εργατών στα ορυχεία της έδειξε το τελευταίο διάστημα να ενοχλείται από τα απανωτά δημοσιεύματα των δυτικών ΜΜΕ για την συμπεριφορά της στην περιοχή του Limpopo. Φρόντισε να απαντήσει με μια ανακοίνωση που προσπαθεί να συγκαλύψει την πραγματικότητα και να διασκεδάσει τις εντυπώσεις. Οι άνθρωποι όμως στα χωριά και κυρίως αυτοί που ακόμα αντιστέκονται στο GΑ-Pila έχουν εντελώς διαφορετική γνώμη.

* Η κατάσταση στα χωριά του Limpopo ήρθε ξανά στο προσκήνιο ύστερα από τη δημοσίευση μιας έκθεσης της ΜΚΟ Actionaid. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.actionaid.gr/ActionAid.AngloPlats.MiningReport.pdf, είναι διαθέσιμη για περισσότερες πληροφορίες.

5 Απρ 2008

Makoko –Λάγκος. Οι ξυλοπόδαρες καλύβες που καπνίζουν

Ακόμα και από τις δορυφορικές φωτογραφίες, η Makoko, αποπνέει μια -δύσκολα να κρυφτεί από την μεγάλη απόσταση- μιζέρια και βρωμιά. Στις όχθες της λιμνοθάλασσας του Λάγκος, ακριβώς απέναντι από την γιγαντιαία γέφυρα Third Mainland (την μεγαλύτερη της Αφρικής) που ενώνει με τα δώδεκα περίπου χιλιόμετρα της, την περιοχή Oworonshoki με το νησί Adeniji Adele, οι ξύλινες και μεταλλικές καλύβες της Makoko, που στέκονται με ξυλοπόδαρα μέσα στο βρώμικο νερό, στεγάζουν πάνω από εικοσιπέντε χιλιάδες ψυχές, δημιουργώντας μια από τις πιο άθλιες παραγκουπόλεις της παλιάς πρωτεύουσας της Νιγηρίας.

Παλιό ψαροχώρι, η περιοχή άρχισε να συγκεντρώνει από την δεκαετία του Εβδομήντα, εσωτερικούς μετανάστες αλλά και άλλους από τις γειτονικές χώρες όπως το Μπενίν και το Τόγκο, με σκοπό την αναζήτηση εργασίας. Ακόμη και σήμερα οι περισσότεροι στην Makoko καταγίνονται με το ψάρεμα. Οι μεγάλοι βγαίνουν στα ανοιχτά, στα νερά του Ατλαντικού, με τις ξύλινες βάρκες για να ψαρέψουν και τα παιδιά με τις γυναίκες ανάβουν φωτιές για να καπνίσουν τα ψάρια, μια πατροπαράδοτη μέθοδος συντήρησης που επιτρέπει για μεγάλο χρονικό διάστημα την πώλησή τους, στις αγορές του Λάγκος. Όπως και στις άλλες εκατοντάδες (πάνω από διακόσιες) παραγκουπόλεις του Λάγκος, που συνεχίζει να είναι η οικονομική πρωτεύουσα της χώρας, το ηλεκτρικό είναι μεγάλη πολυτέλεια, το πόσιμο νερό αγοράζεται σε ψηλές τιμές από τους φτωχούς Νιγηριανούς και το αποχετευτικό δίκτυο είναι ανύπαρκτο. Αποτέλεσμα, μια συνεχής ανακύκλωση των επιδημιών που μαζί με το Aids, διατηρούν σε ψηλά ποσοστά τη θνησιμότητα ειδικά στις μικρές ηλικίες. Παράλληλα η εγκληματικότητα είναι μια καθημερινή κατάσταση, απότοκος της μεγάλης φτώχειας σε μια χώρα που οι πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές της και ειδικά το πετρέλαιο, λαφυραγωγούνται από τις ξένες πολυεθνικές και μια ελάχιστη μειοψηφία Νιγηριανών που ελέγχουν ένα διεφθαρμένο καθεστώς. Στους λαβύρινθους που σχηματίζουν οι καλύβες στην Makoko οι νεανικές συμμορίες ελέγχουν την καθημερινή ζωή και οι κρατικές αρχές σπάνια εμφανίζονται. Όταν κάνουν την εμφάνισή τους, όπως τον Απρίλη του 2005, συνοδεύονται από μπουλντόζες με σκοπό να κατεδαφίσουν τις καλύβες και να αποδώσουν την περιοχή σε ορισμένους πλούσιους Νιγηριανούς γαιοκτήμονες που διατείνονται πως κατέχουν τίτλους ιδιοκτησίας. Αυτά, με την οικονομική υποστήριξη προγραμμάτων της Παγκόσμιας Τράπεζας που δίνει λεφτά στην κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει δήθεν το στεγαστικό πρόβλημα των φτωχών Νιγηριανών. Εκείνες τις ημέρες πάνω από τρεις χιλιάδες κάτοικοι της Makoko, διώχτηκαν και οι καλύβες τους γκρεμίστηκαν.




Με οκτώμισι εκατομμύρια κατοίκους, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του 2006, από τις τριακόσιες χιλιάδες του 1950, το Λάγκος ακολουθεί την Ντάκα στις πιο ταχύτατα επεκτεινόμενες μεγαπόλεις του Τρίτου Κόσμου. Εάν οι ρυθμοί αυτοί διατηρηθούν αμείωτοι, έως το 2015, μελέτες υπολογίζουν πως η πόλη θα ξεπεράσει τα δεκαπέντε εκατομμύρια. Το πετρελαϊκό μπουμ σε συνδυασμό κυρίως με τα λεγόμενα Προγράμματα Δομικής Αναπροσαρμογής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δημιούργησαν μια τεράστια ροή φτωχού, ξεκληρισμένου αγροτικού πληθυσμού, στα αστικά κέντρα, πραγματικότητα που δεν είναι μόνο νιγηριανό φαινόμενο. Στη Νιγηρία πάντως, τα προγράμματα αυτά ευθύνονται για την έκρηξη της ακραίας φτώχειας από το 28% του συνολικού πληθυσμού το 1980, στο 66% το 1996. Το Λάγκος σύμφωνα με μια εκτίμηση αποτελεί τον μεγαλύτερο κόμβο, σε ένα διάδρομο αλλεπάλληλων παραγκουπόλεων που εκτείνεται από το Αμπιτζάν έως το Ιμπαντάν, αποτελώντας το μεγαλύτερο αποτύπωμα αστεακής φτώχειας στην Γη.


* Η στήλη συστήνει ανεπιφύλακτα το άρθρο του Mike Davis, «Ο πλανήτης των παραγκουπόλεων» στην ελληνική έκδοση του New Left Review (εκδόσεις Αγρα, 2006) με πολλές αναφορές στην περίπτωση του Λάγκος. Επίσης τη συλλογή διηγημάτων στα αγγλικά, του νιγηριανού Fidelis Balogun, με τίτλο «Αναπροσαρμοσμένες ζωές» που κυκλοφόρησε το 1995, και περιγράφει γλαφυρά την σύγχρονη καταστροφή της νιγηριανής κοινωνίας.