26 Φεβ 2011

Ταμαουλίπας –Μεξικό
Η σφαίρα στον λαιμό που σκότωσε το όνειρο.


Ο δεκαοκτάχρονος Luis Freddy Lala Pomavilla δεν επεδίωξε να κάνει κάτι το ιδιαίτερα πρωτότυπο. Όπως και χιλιάδες άλλοι συνομήλικοι του, ξεκίνησε από ένα φτωχικό σπίτι σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό των Άνδεων στον Ισημερινό για να συναντήσει το απατηλό αμερικάνικο όνειρο. Πλήρωσε προκαταβολικά 15 χιλιάδες δολάρια στους διακινητές ανθρώπων και ακολούθησε τα ίχνη σε έναν από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους των παράνομων μεταναστών που από τον λατινοαμερικάνικο νότο διασχίζουν την ήπειρο με κατεύθυνση τον βορρά. Ταξίδεψε με πρώτο σταθμό την Ονδούρα, πέρασε στην Γουατεμάλα και με μια βάρκα μπήκε στο Μεξικό από το πέρασμα της Σάντα Έλενα. Διέσχισε την χώρα και κατέληξε με μια πολυεθνική ομάδα λατινοαμερικάνων pollos (κοτόπουλα στην αργκό των κυκλωμάτων) στο βόρειο-ανατολικό Μεξικό στην επαρχία Ταμαουλίπας με σκοπό να περάσουν τα σύνορα και να μπούνε στο Τέξας. Εκατό μίλια περίπου από την συνοριογραμμή, η ομάδα των 76 η 77 ανδρών και γυναικών κάτω από αδιευκρίνιστες ακόμη συνθήκες οδηγήθηκε παρά την θέληση της από μια ομάδα ενόπλων, της συμμορίας Zetas, σε ένα ράντσο κοντά στον δήμο του Σαν Φερνάντο. Εκεί κρατήθηκαν για μια νύκτα σε μια αποθήκη και το πρωινό πυροβολήθηκαν εν ψυχρώ όλοι τους, έτσι όπως ήταν πισθάγκωνα δεμένοι οι περισσότεροι και αραδιασμένοι στο έδαφος. Ο Λουίς, κτυπημένος με μια σφαίρα στο λαιμό, κρατήθηκε στην ζωή και ύστερα από την αποχώρηση των δολοφόνων κατάφερε να γλιτώσει περπατώντας είκοσι χιλιόμετρα μέχρι να βρει βοήθεια. Όταν έφτασε στην αποθήκη μια ομάδα πεζοναυτών του μεξικάνικου ναυτικού, ύστερα από υπόδειξη του τραυματισμένου Λουίς η εικόνα ήταν ανατριχιαστική. Πενήντα οκτώ άνδρες και δεκατέσσερις γυναίκες, με καταγωγή κυρίως την Βραζιλία, τον Ισημερινό, το Σαλβαντόρ και την Ονδούρα, οι περισσότεροι νεαρής ηλικίας, κείτονταν νεκροί. Η μεγαλύτερη από ανάλογες σφαγές παράνομων μεταναστών στο Μεξικό διαπράχτηκε ανάμεσα στις 23 με 24 Αυγούστου του 2010 και συγκλόνισε την χώρα αλλά και όλη την ήπειρο. Ο τυχερός στην κακοτυχία του Λουίς, ύστερα από μερικές ημέρες νοσηλείας στο νοσοκομείο της Ματαμόρος επέστρεψε στον Ισημερινό με ειδική πτήση του κρατικού αερομεταφορέα και από τότε σε κάθε ευκαιρία αφηγείται την περιπέτεια του στα τοπικά ΜΜΕ και ικετεύει τους συνομήλικους του να παραδειγματιστούν από το πάθημα του. Μάταια όμως! Γιατί παρακινημένοι από την φτώχεια και την απελπισία οι νέοι της Λατινικής Αμερικής είναι αποφασισμένοι να ρισκάρουν τα πάντα.

12 Φεβ 2011

Jobra, Μπαγκλαντές
Μια υπέροχη ιστορία …που δεν συνέβη ποτέ!


Η ιστορία της Sufiya Khatun, μια νεαρής χήρας που έζησε και πέθανε στο φτωχό χωριό Jobra, ένα μίλι μόλις από την Τσιταγκόνγκ, στο νοτιο-ανατολικό Μπαγκλαντές, για χρόνια προβάλλονταν σαν η αδιαφιλονίκητη απόδειξη πως το σύστημα των μικρό-δανείων στα πλαίσια της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς είναι ικανό να βγάλει τους ανθρώπους από την φτώχεια. Να δημιουργήσει πετυχημένους μικρό-επιχειρηματίες και να νικήσει τις σκληρές δυνάμεις του καπιταλισμού μεταμορφώνοντας τον σε ένα ανθρώπινο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και δράσης. Η Sufiya, που μόλις και κατάφερνε να επιβιώνει και να διατηρεί στην ζωή τα πεινασμένα παιδιά της φτιάχνοντας σκαμπό από μπαμπού, σε συνθήκες απόλυτης δυστυχίας, είχε την τύχη να συναντήσει ένα απόγευμα μιας ημέρας, στα 1976 τον καθηγητή Οικονομικών στο κοντινό Πανεπιστήμιο, Muhammad Yunus, ο οποίος επισκέφτηκε το χωριό. Η τραγική μοίρα της Sufiya, παρακίνησε τον καθηγητή να σκεφτεί την ιδέα της μικρό-πίστωσης και οι σαράντα-δύο φτωχές γυναίκες του χωριού, ανάμεσα τους και η νεαρή χήρα, να γίνουν η πρώτη ομάδα δανειοληπτών από τις οικονομίες του καθηγητή. Για την ιστορία το ποσό του πρώτου δανείου είχε αξία 26 δολαρίων Αμερικής και αυτή ήταν η αρχή για να φτιαχτεί μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες μικρό-πιστώσεων στον Τρίτο Κόσμο η γνωστή Grameen Bank, ο καθηγητής να ονομαστεί «τραπεζίτης των φτωχών» και το υπόδειγμα να επεκταθεί σε πολλές χώρες της νότιας Ασίας και της Αφρικής.