30 Ιουλ 2005

Πλανήτης Γη. Η απειλητική επιστροφή του «χτικιού»

 
 
Συναγερμό έχουν κηρύξει οι διεθνείς οργανισμοί υγείας και παρακολούθησης των επιδημιών εξαιτίας της εντυπωσιακής επανεμφάνισης τα τελευταία χρόνια της φυματίωσης σε εκτεταμένες περιοχές του πλανήτη. Υστερα από μια συνεχή μείωση των αριθμών από τις αρχές του αιώνα ως τα τέλη του ’80, η φυματίωση επανήλθε απειλητική και σήμερα θεωρείται σταθερά μέλος της θανατηφόρας «τριάδας» των επιδημικών ασθενειών. AIDS, φυματίωση και ελονοσία σκοτώνουν μαζικά και απειλούν με μεγαλύτερη εξάπλωση. Σύμφωνα με κάποιες τελευταίες προβλέψεις, ανάμεσα στο 2002 και στο 2020, 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι θα κτυπηθούν από τον βάκιλο, 150 εκατομμύρια από αυτούς θα ασθενήσουν και 36 εκατομμύρια δεν θα καταφέρουν να ζήσουν! Εχει υπολογιστεί πως τουλάχιστον 8 εκατομμύρια περιπτώσεις φυματίωσης προστίθενται κάθε χρόνο.
Στην τραγική λίστα ορισμένες χώρες που συγκεντρώνουν μεγάλους πληθυσμούς βρίσκονται στην κορυφή. Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Μπαγκλαντές, Ινδονησία, Πακιστάν, Νιγηρία, Ρωσία και Τανζανία είναι οι μεγάλοι πρωταγωνιστές. Υπολογίζεται πως 22 χώρες συγκεντρώνουν το 80% των κρουσμάτων. Το ιδιαίτερο των τελευταίων χρόνων είναι το θεαματικό μπουμ στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που πλησίασαν γρήγορα τριτοκοσμικά ποσοστά. Ειδικά στην Ρωσία τα πράγματα φαίνεται πως έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Επίσημα έχουν καταγραφεί 30 χιλιάδες θάνατοι το 2004 και 190 χιλιάδες νέα κρούσματα. Οι ρυθμοί εξάπλωσης έχουν τριπλασιαστεί από το 1991, με αποτέλεσμα οι δείκτες να έχουν πλησιάσει τους αντίστοιχους αρκετών χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, με 100 έως 300 κρούσματα στις 100 χιλιάδες και πλέον η Ρωσία έχει ξεπεράσει ακόμη και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής! Σύμφωνα με κρατικές στατιστικές η ομάδα υψηλού κινδύνου είναι οι φυλακισμένοι, με έναν στους δέκα να ‘ναι φυματικός, ενδεικτικό όχι μόνο των άθλιων συνθηκών εκεί, αλλά και της κοινωνικής προέλευσης των παραβατών του νόμου. Ο Μιχαήλ Πέρελμαν, ειδικός στην επιδημιολογική παρακολούθηση της φυματίωσης στην Ρωσία, υπολογίζει πως οι κοινωνικοί παράγοντες ευθύνονται κατά 85% για την εξάπλωση της φυματίωσης στην χώρα.




Πράγματι, ύστερα από την κατάρρευση στην Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία, η φυματίωση αποτελεί έναν αδιάψευστο δείκτη της οικονομικής και κοινωνικής οπισθοδρόμησης που συνέβη σε αυτές τις χώρες. Φτώχεια, κακή και ελλιπής διατροφή, άσχημες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, κατάρρευση του συστήματος υγείας, πρόληψης και περίθαλψης είναι οι βασικοί λόγοι για αυτή την τραγική επιστροφή. Στους ίδιους ρυθμούς με τη Ρωσία κινείται και η Ρουμανία και ακολουθούν οι υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Ανεξέλεγκτη είναι η κατάσταση και στη υποσαχάρια Αφρική. Από το κέρας της Ηπείρου ως το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας ο συνδυασμός του AIDS και της φυματίωσης σκοτώνει μαζικά χιλιάδες ανθρώπους καθημερινά. Είναι η μοναδική περιοχή που ο Διεθνής Οργανισμός Υγείας, που θέλει πάντα να δίνει προοπτικές αισιοδοξίας, έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά και περιγράφει με μελανά χρώματα το μέλλον.
Συνολικά κοιτώντας την επιστροφή της φυματίωσης δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε για μια ακόμη φορά, πως η κοινωνική βαρβαρότητα που επικρατεί πλέον σε όλο τον κόσμο, πέρα από τα υπόλοιπα, ευθύνεται και για αυτό το φαινόμενο. Μεσαίωνας σε όλα και στις επιδημίες και τις ασθένειες. Σε μια εποχή που κανονικά τα επιστημονικά επιτεύγματα και οι οικονομικές δυνατότητες έπρεπε προ πολλού να κάνουν ιστορικό παρελθόν την φυματίωση ο καπιταλισμός αποδείχνεται πως αποτελεί και σε αυτό, το μεγαλύτερο και πιο θανατηφόρο εμπόδιο.


*Επίπεδα συναγερμού έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια και στο Λονδίνο, στην καρδιά του Πρώτου Κόσμου. Δώδεκα δήμοι της αγγλικής πρωτεύουσας έχουν πάνω από 40 περιπτώσεις ανά 100 χιλιάδες κατοίκους και 4 στις 10 περιπτώσεις στην Αγγλία και την Ουαλία καταγράφονται εδώ. Ολες οι περιοχές είναι γειτονιές με εργάτες και μετανάστες, για να υπογραμμιστεί πως η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία επιστρέφει ολοταχώς στο παρελθόν…

16 Ιουλ 2005

Λεσόθο -Νότια Αφρική. Πώς οι εργάτες στον ιματισμό ανακάλυψαν την Κίνα

 

Το αφρικανικό βασίλειο του Λεσόθο, που σχετικά πρόσφατα απέκτησε και κοινοβούλιο, είναι μια ορεινή περιοχή περιτριγυρισμένη από τη Νότια Αφρική. Αγγλικό προτεκτοράτο από τα μέσα του 19ου αιώνα, απέκτησε την τυπική ανεξαρτησία του, μόλις στα 1966 και από τότε ζει στη σκιά του ισχυρού και μοναδικού γείτονα που ασκεί άλλοτε ανοικτή και άλλοτε παρασκηνιακή παρέμβαση και επιρροή. Για αιώνες η κτηνοτροφία αποτελούσε τη μοναδική σχεδόν απασχόληση του μαύρου πληθυσμού και η μετανάστευση για εργασία στα εργοστάσια και τα ορυχεία της Ν. Αφρικής ήταν η δεύτερη μοναδική διέξοδος για τους νέους. Τυπική περίπτωση των ισχυρών αποτυπωμάτων της εποχής της αποικιοκρατίας και της μετα-αποικιακής κατάρρευσης, το Λέσοθο ζούσε μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία, την καθυστέρηση και την αφάνεια. Με τη συνδρομή του AIDS το προσδόκιμο μέσο όριο ζωής είναι τα 32 χρόνια για τους άνδρες και 38 για τις γυναίκες, οι κλιματικές συνθήκες και οι περιοδικές ξηρασίες βύθιζαν τους κτηνοτρόφους στην απόγνωση και το μέσο κατά κεφαλή εισόδημα με δυσκολία ξεπερνούσε το 1,5 δολάριο την ημέρα.
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν το Λέσοθο συμπεριλήφθηκε στη λίστα των 37 «τυχερών» κρατών της υποσαχάριας Αφρικής που δημιούργησε η αμερικανική διοίκηση Κλίντον, στα πλαίσια της πρωτοβουλίας AGOA. Δηλαδή στη δυνατότητα αυτών των κρατών να στέλνουν στις αμερικανικές αγορές, χωρίς δασμούς και όρια, μια σειρά προϊόντα μεταποίησης, με πρώτα τα ενδύματα και τα υφαντουργικά. Η πρωτοβουλία παρουσιάστηκε σα μεγάλο δώρο για την ανάπτυξη της υποσαχάριας Αφρικής και από τότε το Λεσόθο γνώρισε μια μαζική είσοδο Ταϊβανέζικων, Μαλαισιανών και Κινέζικων επιχειρήσεων κατασκευής ενδυμάτων. Στην πραγματικότητα αυτές οι επιχειρήσεις ήταν υπεργολάβοι μεγάλων αμερικανικών πολυεθνικών σαν την Walmart. Το Λεσόθο υποδέχθηκε αυτές τις επιχειρήσεις με δεσμεύσεις για πλήρη απαλλαγή από φόρους, καμία εργατική προστατευτική νομοθεσία και με μισθούς που δεν ξεπερνούν τα 38 δολάρια την εβδομάδα, με στοιχεία σημερινά. Ετσι, οι κτηνοτρόφοι έγιναν υφαντουργοί και κατασκευαστές ενδυμάτων και γύρω από την πρωτεύουσα Μασέρου ξεφύτρωσαν δεκάδες τεράστιες μονάδες. Μέχρι τα τέλη του 2004 υπολογίζονταν σε πενήντα χιλιάδες οι εργάτες, κύρια γυναίκες, που δούλευαν σε αυτά τα σύγχρονα εργοστάσια σκλάβων δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες την ημέρα, όλη την εβδομάδα, σε απίστευτα άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες. Σχεδόν το 3% του συνολικού πληθυσμού του Λεσόθο!
Αυτά μέχρι το Δεκέμβρη του 2004. Με την κατάργηση των ποσοστώσεων στα υφαντουργικά προϊόντα οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων αποφάσισαν να φύγουν από το Λεσόθο, μιας και τώρα μπορούν να στέλνουν απευθείας τα προϊόντα τους στις αμερικανικές αγορές από την Ασία. Ετσι, έξι εργοστάσια με 6500 εργάτες έκλεισαν σε μερικές μέρες το Δεκέμβρη και το Γενάρη και άλλα ετοιμάζονται να κλείσουν. Ούτε λόγος, φυσικά, για αποζημιώσεις ή άλλες δεσμεύσεις και καλύψεις κ.λπ. Οπως ήρθαν ξαφνικά, έτσι και φύγανε. Χιλιάδες απεγνωσμένοι εργάτες τριγυρνούν τώρα έξω από τις πύλες των άδειων, πια, κτιρίων, η κυβέρνηση πανικόβλητη εκλιπαρεί τους εναπομείναντες να μην ακολουθήσουν τη φυγή και το Λεσόθο κινδυνεύει με μια τρομακτική ανθρωπιστική και κοινωνική κρίση.
Όπως και αλλού, οι άνεργοι ψάχνουν να βρουν κατά πού πέφτει αυτή η μακρινή καταραμένη χώρα που την ονομάζουν Κίνα και κλέβει τις δουλειές των ανθρώπων. Με τη συνδρομή των δυτικών ΜΜΕ αλλά και της τοπικής ελίτ ο εχθρός βρέθηκε. Ετσι μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. Οι δύστυχοι παλιοί κτηνοτρόφοι και τώρα άνεργοι δεν θα σκεφτούν πως οι πραγματικοί εχθροί είναι οι απόγονοι των παλιών αποικιοκρατών. Οι πολυεθνικές και ο ιμπεριαλισμός, που σε συνεργασία με τις τοπικές διεφθαρμένες ελίτ χρησιμοποιούν τους ανθρώπους ως αναλώσιμο υλικό με μοναδικό σκοπό το κέρδος, υποκρίνονται πως τους βοηθούν και τους εγκαταλείπουν σε χειρότερη κατάσταση από αυτήν που τους βρήκαν.

*Το Νοέμβρη του 2003 η αστυνομία βρέθηκε μπροστά σε ένα οργισμένο πλήθος είκοσι χιλιάδων εργατών, που συμμετείχαν σε μια 24ωρη απεργία για αυξήσεις στους μισθούς και οργάνωσαν μια διαδήλωση στην πρωτεύουσα. Από την επίθεση της αστυνομίας, που πυροβόλησε στο ψαχνό, σκοτώθηκαν επίσημα δύο απεργοί και τραυματίστηκαν πάνω από εκατό. Την απεργία οργάνωσε το συνδικάτο LECAWU και τα συνδικάτα στη Νότια Αφρική εκδήλωσαν την αλληλεγγύη τους.

2 Ιουλ 2005

Λαμποούκ- Βόρεια Σουμάτρα. Το τσουνάμι …σκοτώνει ακόμη


Το Λαμποούκ βρίσκονταν μέχρι τον περασμένο Δεκέμβρη στα δυτικά παράλια του Ατσεχ, ανάμεσα σε καταπράσινους λόφους πάνω σε μια εύφορη κοιλάδα στην βόρεια Σουμάτρα. Υστερα από τον μεγάλο σεισμό και τα παλιρροϊκά κύματα στην θέση του χωριού υπάρχει πλέον μια ακάλυπτη έκταση. Εκτός από το κεντρικό τζαμί όλα τα υπόλοιπα κτίσματα καταστράφηκαν και από τους έξι χιλιάδες κατοίκους σώθηκαν μόνο χίλιοι. Τώρα μόνο ελάχιστες σκηνές γύρω από το μοναδικό κτίριο θυμίζουν την ύπαρξη του χωριού και περίπου τριακόσιοι άνθρωποι επιμένουν να προσπαθούν να ξαναρχίσουν να ζούνε εκεί, μέσα σε αντίξοες συνθήκες και αβοήθητοι.

Και πριν τον σεισμό που κτύπησε στα ανοιχτά της Σουμάτρα, το Λαμποούκ ήταν μια φτωχική περιοχή και απομονωμένη, εκτός των άλλων και γιατί βρίσκεται κοντά στις βάσεις των αυτονομιστών ανταρτών του «Απελευθερωτικού Κινήματος του Ατσεχ». Τώρα όμως η κατάσταση είναι τραγική. Το αλμυρό νερό κατέστρεψε τη γη των ορυζώνων του χωριού, που εκτείνονται σε 160 εκτάρια και οι ειδικοί προβλέπουν πως πρέπει να περάσουν ακόμη έξι ή και δώδεκα μήνες για να ξανά-καλλιεργηθούν. Οι αντάρτες προσπάθησαν να βοηθήσουν τις πρώτες μέρες τους κατοίκους του χωριού μεταφέροντας ρύζι και φάρμακα. Μετά από πέντε μέρες όμως εμφανίστηκε ο Ινδονησιακός στρατός και ανάγκασε τους κατοίκους να μετακομίσουν στην πρωτεύουσα της επαρχίας, την Μπάντα Ατσεχ και από τότε η περιοχή στρατοκρατείται, η κίνηση των κατοίκων ελέγχεται με ειδικές άδειες και η ανοικοδόμηση είναι ανύπαρκτη. Οπως καταγγέλλεται τώρα από παρά πολλές πλευρές, η περίφημη ανθρωπιστική βοήθεια από την Δύση και τους διεθνείς οργανισμούς εκτός από ελάχιστη ήταν και άνιση. Μοιράστηκε στις πλούσιες ομάδες και περιοχές, ληστεύτηκε από τα διεφθαρμένα καθεστώτα και τίποτε σχεδόν δεν πήγε σε αυτούς που την είχαν πραγματικά ανάγκη.

Το Ατσεχ κτυπήθηκε βαριά από το σεισμό και το τσουνάμι. Σχεδόν οι δύο στους τρεις νεκρούς από τους 150.000 Ινδονήσιους, θύματα της καταστροφής, προέρχονταν από αυτήν την περιοχή. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες κρατικές στατιστικές, που αναφέρονται στο 2002, το Ατσεχ είναι μια από τις πιο φτωχές περιοχές της Ινδονησίας. Το 48% των κατοίκων δεν είχαν πρόσβαση σε πόσιμο νερό και το 38% σε στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη. Ανάμεσα στο 1999 και το 2002 η φτώχεια είχε διπλασιαστεί και η παιδική θνησιμότητα γνώρισε μεγάλη άνοδο. Ετσι ο σεισμός συμπλήρωσε μια ήδη τραγική εικόνα. Η κυβέρνηση της Τζακάρτα, αρπάζοντας την ευκαιρία, έστειλε πιο πολλούς στρατιώτες παρά χρήματα στο Ατσεχ, με στόχο την καταστολή του αυτονομιστικού κινήματος σε μια στιγμή που η καταστροφή των χωριών του στερούσε τις βάσεις στήριξης. Η βοήθεια σταματούσε τις πιο πολλές φορές στα σύνορα της περιοχής με το πρόσχημα πως υπήρχε κίνδυνος να καταλήξει στα χέρια των ανταρτών. Την ίδια στιγμή ο στρατός συνέχιζε τις επιχειρήσεις και αναφέρθηκαν αρκετά περιστατικά μαζικών δολοφονιών χωρικών που -σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του καθεστώτος- ήταν υποστηρικτές των αυτονομιστών. Οι τελευταίοι έχουν πάρει τα όπλα από το 1976, διεκδικώντας ανεξαρτησία σε μια περιοχή με πλούσιο υπέδαφος που κατοικείται από 4,5 εκατομμύρια ανθρώπους. Στα τριάντα, σχεδόν, χρόνια που κρατάει η σύγκρουση πάνω από δέκα χιλιάδες έχουν σκοτωθεί κύρια από τον ντόπιο πληθυσμό.

* Στην δεκασέλιδη έκθεσή της, που δημοσιεύτηκε στα τέλη του Ιούνη, η γνωστή μεγάλη δυτική ΜΚΟ «Οξφαμ», καταγγέλλει πως σε όλες τις πληγείσες χώρες, έξι μήνες μετά το τσουνάμι, οι φτωχοί πήραν μόνο ψίχουλα για βοήθεια και συνεχίζουν να ζούνε σε καταυλισμούς μέσα σε άθλιες συνθήκες. Η ανοικοδόμηση έχει μείνει απλή υπόσχεση και σχέδιο στα χαρτιά.