19 Νοε 2005

ΚΙΜΠΕΡΑ-ΝΑΙΡΟΜΠΙ. ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΑΓΚΟΥΠΟΛΗ


Στο Ναϊρόμπι, μια πρόσφατη καταγραφή υπολόγισε σε εκατόν ενενήντα εννέα! τις παραγκουπόλεις που περιτριγυρίζουν το κέντρο του. Σε ένα πληθυσμό περίπου τρεισήμισι εκατομμυρίων, το 60% μένει σε μεταλλικές παράγκες, λασπόσπιτα και καλύβες από χοντρό ύφασμα. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο εκατοντάδες παραγκουπόλεις, η Κιμπέρα είναι η «βασίλισσα». Είναι με διαφορά η μεγαλύτερη, η πιο παλιά και η πιο ξακουστή, όχι μόνο στην πρωτεύουσα της Κένυα αλλά και σε όλη την Αφρική. Γιατί η Κιμπέρα, είναι η μεγαλύτερη παραγκούπολη στην ανατολική πλευρά της Μαύρης Ηπείρου και η τρίτη στην σειρά σε όλη την έκταση της.

Δέκα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Ναϊρόμπι, σε μια περιοχή 250 εκταρίων στοιβάζονται στην κυριολεξία περίπου οκτακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Ειδικοί επιστήμονες του ΟΗΕ, ένιωσαν έκπληξη από την πυκνότητα του πληθυσμού και υπολόγισαν πως σε κάθε εκτάριο, κατά μέσο όρο, κατοικούν περίπου τρεις χιλιάδες. Δεκαεπτά χωριά συναποτελούν την παραγκούπολη και χωρίζουν τις διάφορες εθνοτικές και φυλετικές ομάδες που συμβιώνουν, όχι πάντα αρμονικά. Από το 1920, χρονολογείται η πρώτη συγκέντρωση πληθυσμού στην έκταση αυτή. Τότε οι Αγγλοι αποικιοκράτες εγκατέστησαν εκεί αποστρατευμένους Νούβιους στρατιώτες από το Σουδάν, που είχαν πολεμήσει στις τάξεις του βασιλικού στρατού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενα δεύτερο κύμα Νούβιων εγκαταστάθηκε και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο αλλά τα τελευταία χρόνια η Κιμπέρα έγινε προορισμός για τους εσωτερικούς μετανάστες που συρρέουν από την ύπαιθρο. Ερευνες για την ροή των εσωτερικών μεταναστευτικών και προσφυγικών κυμάτων, διαπιστώνουν πως η Αφρική για προφανείς λόγους κρατά τα σκήπτρα στους ρυθμούς αύξησης σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.

Από τους πρώτους κατοίκους της απέκτησε η παραγκούπολη το όνομα της. Στην Νουβιακή γλώσσα Κίμπρα, θα πει δάσος, μιας και πυκνή βλάστηση υπήρχε στην περιοχή που τώρα καλύπτουν οι χιλιάδες παράγκες. Η φτώχεια γεννά όχι λίγες φορές συγκρούσεις στο εσωτερικό της Κιμπέρα, (που από τα διεθνή ΜΜΕ παρουσιάζονται σαν θρησκευτικές η φυλετικές) μια από τις οποίες βασίζεται στο γεγονός πως αρκετοί Νούβιοι μουσουλμάνοι κατέχουν δικαιώματα ιδιοκτησίας στην γη και ζητάνε ενοίκια από τους νεοφερμένους. Σε μια τέτοια σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 2001, σκοτώθηκαν δεκαπέντε άνθρωποι, όταν η κυβέρνηση προσπάθησε να στρέψει την απόγνωση των εξαθλιωμένων ενάντια στους μικροϊδιοκτήτες.

Ανεξάρτητα από αυτές τις εσωτερικές αντιθέσεις όλοι οι κάτοικοι της Κιμπέρα ζούνε σε άθλιες συνθήκες. Οκτώ στους δέκα είναι άνεργοι, δύο στους δέκα, κυρίως νέοι, είναι φορείς του ιού ΗΙV/AIDS, και όλοι τους ζούνε σε συνθήκες απόλυτης ένδειας. Οι τυχεροί που καταφέρνουν να βρούνε δουλειά κάνουν εργασίες της κατηγορίας Kali-jua που στα Σουαχίλι σημαίνει την ολοήμερη απασχόληση κάτω από τον καυτό ήλιο. Η άλλη εναλλακτική περίπτωση είναι η πορνεία και η εγκληματικότητα για να κερδηθεί η καθημερινή ζωή. Οπως και οι άλλες παραγκουπόλεις, έτσι και η Κιμπέρα αγνοεί τι σημαίνει αποχετευτικό δίκτυο, τροφοδοσία πόσιμου νερού και ηλεκτρικό. Σε όλη την περιοχή υπάρχουν μόνο δύο κέντρα υγείας και εκείνα φτιαγμένα από δυτικές ΜΚΟ. Οι τελευταίες έχουν μετατρέψει την Κιμπέρα σε αγαπημένο προορισμό τους και πεδίο μελετών και αναλύσεων, που ως συνήθως μένουν στα χαρτιά ενώ ταυτόχρονα αποτελούν άλλοθι για την απραξία της κυβέρνησης της Κένυα. Το καθεστώς στο Ναϊρόμπι, φάντασμα μόνο των πρώτων ηρωικών χρόνων της ανεξαρτησίας, αποτελεί τυπικό δείγμα υποτακτικού στην νέο-αποικιοκρατία και ειδικότερα στις εντολές της Παγκόσμιας Τράπεζας, τα συμφέροντα των Αγγλο-Αμερικάνων και μιας ελίτ που λυμαίνεται τον πλούτο της χώρας.

* Με χρηματοδότηση από το ίδρυμα Ροκφέλερ και την Διεθνή Τράπεζα η Στατιστική Υπηρεσία της Κένυα και το Υπουργείο Σχεδιασμού και Εθνικής Ανάπτυξης, εκπόνησε ένα διετές πρόγραμμα καταγραφής της φτώχειας σε εθνικό επίπεδο. Το δύσκολο ερώτημα που τέθηκε ήταν που είναι οι φτωχοί. Τα αποτελέσματα που καταγράφονται σε ένα τόμο και παρουσιάστηκαν στο πολυτελές ξενοδοχείο Στάνλεϋ στο Ναϊρόμπι, ήταν εκπληκτικά. Οι φτωχοί είναι παντού!! Και στην περιοχή της ακτογραμμής, και στην ενδοχώρα αλλά και στις πόλεις. Από τότε η κυβέρνηση συνεχίζει να μελετά τα στοιχεία…

5 Νοε 2005

Τζακάρτα-Ινδονησία. Τα εργοστάσια του ιδρώτα


Η εταιρεία κατασκευής παπουτσιών «PT Tong Yang», βρίσκεται στην βόρεια πλευρά της Τζακάρτα. Η Τοng Yang, είναι πολύ γνωστή όχι μόνο στην πρωτεύουσα της Ινδονησίας αλλά και έξω από τα σύνορα της χώρας, γιατί αποτελεί έναν από τους μεγάλους πάρτνερς της αμερικάνικης πολυεθνικής Ρήμποκ. Σε μια έκταση σαράντα χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων οκτώμισι χιλιάδες εργαζόμενοι, οι περισσότεροι γυναίκες, κατασκευάζουν αθλητικά παπούτσια για λογαριασμό της Ρήμποκ. Η εταιρία είναι η μια από τις δύο επιχειρήσεις στην Ινδονησία που δουλεύει για την αμερικάνικη φίρμα με εκατό εκατομμύρια ετήσιο τζίρο και μια από τις πολλές εκατοντάδες στους κλάδους της ένδυσης, της υφαντουργίας και της πληροφορικής που παράγουν κύρια για τις αμερικάνικες πολυεθνικές.

Η Tong Yang βρέθηκε πριν λίγα χρόνια στο επίκεντρο συντονισμένων καταγγελιών για τις άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες εργασίας που υπήρχαν στις μονάδες παραγωγής. Η Ρήμποκ αναγκάστηκε να δώσει μερικές χιλιάδες δολάρια για να γίνουν βελτιώσεις και πίεσε τα αφεντικά να πάρουν ορισμένα μέτρα. Ολα αυτά, φυσικά για να αποφευχθούν οι ανταγωνιστικές καταγγελίες που στις ΗΠΑ αλλά και στην Δυτική Ευρώπη, χρησιμοποιούνται ανάμεσα στις εταιρίες για να κερδηθούν μερίδια στην αγορά. Στην πραγματικότητα όμως οι βελτιώσεις αφορούν την βιτρίνα και τον περιορισμό μόνο ακραίων καταστάσεων. Γιατί η Ρήμποκ, όπως και οι υπόλοιπες πολυεθνικές θέλουν να υπάρχουν και να λειτουργούν αυτά τα μεγάλα εργοστάσια ιδρώτα, συνώνυμα της καταναγκαστικής και φθηνής εργασίας, αληθινά κάτεργα και κολαστήρια.

Διαφορετικά δεν θα μπορούν να αγοράζουν ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που στις αμερικάνικες αλυσίδες λιανικού εμπορίου πωλείται εξήντα και εβδομήντα δολάρια, στο 1/6 της τελικής τιμής. Δέκα και δώδεκα δολάρια το ζευγάρι αγοράζει η Ρήμποκ το ζευγάρι από τα Ινδονησιακά κάτεργα, από τα οποία μόνο το 10% αντιστοιχεί στην εργατική αμοιβή.

Ακόμα και αυτός ο επίσημος κατώτατος μισθός του ενάμισι έως δύο δολαρίων την ημέρα δεν δίνεται στους εργάτες σε αυτά τα εργοστάσια του ιδρώτα. Για οκτάωρο και υπερωρίες ούτε λόγος. Δεκατέσσερις και δεκαέξι ώρες την ημέρα μέσα σε άθλια κτίρια, με αναθυμιάσεις και μεγάλες θερμοκρασίες, κυρίως γυναίκες αντιμετωπίζουν την βαναυσότητα, την εξοντωτική εντατικοποίηση, τις ποινές και την καταπίεση. Σύμφωνα με πολλές εκθέσεις και μελέτες οι περισσότερες παρότι νέες αντιμετωπίζουν αναιμία, απώλεια ακοής, βρογχίτιδες, και εμμηνορροϊκές διαταραχές. Σε αρκετές περιπτώσεις, μιας και προέρχονται από την επαρχία, κοιμούνται σε κοιτώνες στρατιωτικού τύπου κατά ομάδες δέκα ή δώδεκα γυναικών, σε άθλιες συνθήκες, χωρίς πόσιμο νερό, αποχέτευση και ηλεκτρικό. Αδειες ή αποζημιώσεις για τα ατυχήματα είναι σχεδόν άγνωστα πράγματα.

Η Ινδονησία πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες μέσα από ένα σκοτεινό τούνελ που επέβαλλε το σκληρό στρατιωτικό καθεστώς, αφού πρώτα τσάκισε ένα ισχυρό αριστερό κίνημα. Τα τελευταία χρόνια όμως η αφύπνιση μεγαλώνει συνεχώς. Εκατοντάδες απεργίες έχουν καταγραφτεί, συνδικάτα έχουν ιδρυθεί και αγώνες ξεσπάνε όλο και πιο συχνά παρά την συνεχιζόμενη τρομοκρατία, τις διώξεις και τις δολοφονίες συνδικαλιστών.

* takut dan malu“ είναι μια διαδεδομένη έκφραση στα εργοστάσια ιδρώτα στην ινδονησιακή γλώσσα. Υποδεικνύει πώς πρέπει να είναι ο εργαζόμενος σε αυτά. Τρομοκρατημένος και με σκυμμένο το κεφάλι. Για τα αφεντικά και τις μεγάλες δυτικές πολυεθνικές αποτελεί προϋπόθεση για να πηγαίνουν καλά τα πράγματα και να μην χρειαστεί να μετακομίσουν…