24 Ιουν 2006

ΤΖΑΜΑΛΠΟΥΡ-ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ. Το τίμημα της προίκας


Ο Moizuddin Miah είναι σαράντα-επτά χρόνων και γυρνάει όλη την μέρα τους δρόμους της Ντάκα μεταφέροντας ανθρώπους και υλικά με ένα χειροκίνητο ρίκ-σο. Δουλεύει σε μια εταιρία δίτροχων χειραμαξών, βγάζοντας διακόσια, σε εξαιρετικές μάλιστα φορές και τετρακόσια, taka (70 taka / ένα αμερικάνικο δολάριο) την ημέρα. Από αυτά πρέπει να συντηρηθεί, να πληρώσει νοίκι επτακόσια τάκας τον μήνα και να στείλει και στην οικογένεια του. Ο Moizuddin μένει μόνος του στην παραγκούπολη Sabujbagh στην πρωτεύουσα του Μπαγκλαντές, κάτω από μια τσίγκινη στέγη, σε μια τρώγλη μαζί με άλλους τριαντατρείς ανθρώπους που μοιράζονται δύο τουαλέτες. Το δωμάτιο του, 1,5 Χ 2,1 μέτρα μόλις και φτάνει για να ξαπλώσει το σώμα του.

Ο Moizuddin υπήρξε περισσότερο από μία φορά άτυχος. Από τα τέσσερα παιδιά του τα τρία είναι κορίτσια. Στην βόρεια επαρχία Jamalpur, διακόσια πενήντα χιλιόμετρα από την Ντάκα, ο Moizuddin αναγκάστηκε να πουλήσει όλη την περιουσία του για να τις προικίσει. Οταν παντρεύτηκε η πρώτη κόρη του, πούλησε για επτακόσια περίπου δολάρια (50 χιλιάδες taka) το καλύτερο κομμάτι της καλλιεργήσιμης γης του. Στη δεύτερη έδωσε όσο-όσο και τα υπόλοιπα κομμάτια και από τότε αποφάσισε να κατέβει στην Ντάκα για δουλειά. Τώρα στέλνει κάθε μήνα πίσω λεφτά στην οικογένεια του με την ελπίδα πως κάποτε θα καταφέρει με τις οικονομίες του να ξανά-αγοράσει ένα κομμάτι γης αφού πρώτα φυσικά παντρέψει την τελευταία κόρη του.

Παρά τη νομοθετική απαγόρευση, το έθιμο της προίκας, που στην ουσία έχει μετατραπεί -με την βοήθεια της απέραντης φτώχειας- σε κατάρα παραμένει σε πλήρη ισχύ. Τόσο η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων όσο και η μειοψηφία των Ινδουιστών, Μπενγκαλέζων, που συνωστίζονται στην πάμπτωχη πυκνοκατοικημένη χώρα, ζητάνε ή δίνουν προίκα για να παντρευτεί ένα κορίτσι, που συνήθως από την ηλικία των δέκα-τέσσερα χρονών αρχίζει να παζαρεύεται. Η προίκα ακολουθεί τη νέα γυναίκα και αποτελεί όρο για να γίνει αποδεκτή από την καινούρια οικογένειά της. Πολλές φορές οι απαιτήσεις είναι μεγάλες και γι’ αυτό η προίκα δίνεται κατά δόσεις ακόμα και ύστερα από αρκετά χρόνια γάμου, είτε με μετρητά είτε μερικές φορές με ολόκληρες γεωργικές σοδειές. Αυτό είναι το λιγότερο. Γιατί η προίκα είναι συνδεμένη με την απίστευτη ταπείνωση της γυναίκας στην κοινωνία της χώρας και τις τρομακτικές κακοποιήσεις και δολοφονίες που γίνονται όταν δεν εκτελεστούν οι συμφωνίες ή όταν προκύψουν νέες απαιτήσεις. Το καθημερινό αστυνομικό δελτίο στις διάφορες περιοχές είναι γεμάτο με τέτοια περιστατικά και εγκλήματα, ενάντια σε νεόνυμφες κυρίως γυναίκες από τους συζύγους και τις οικογένειες τους.

Παρά τις υποκριτικές αντιδράσεις του μαφιόζικου φεουδαρχικού καθεστώτος που λυμαίνεται τον πλούτο και την εργασία των ανθρώπων στο Μπανγκλαντές, για την προίκα και τις βάρβαρες μεθόδους των φτωχών ανθρώπων, η αλήθεια είναι πως αυτές δεν αποτελούν κυρίως κάποια πολιτισμική ιδιοτροπία ή είναι μόνο ένδειξη καθυστέρησης. Στη βασική πλευρά τους αυτές οι σκληρές σχέσεις υπαγορεύονται από την ανάγκη της επιβίωσης των εκατομμυρίων δύστυχων κατοίκων της χώρας που αντιμετωπίζουν συνθήκες βαθιάς φτώχειας και εξαθλίωσης.

* Σε έρευνα του BSS, του επίσημου ειδησεογραφικού πρακτορείου της χώρας, τον Μάη του 2004, σε δείγμα 2000 ερωτηθέντων σε 64 περιοχές, το 91% συμφώνησε με την ανάγκη κατάργησης της προίκας. Παρόλα αυτά όμως οι συνθήκες και οι ανάγκες αποδείχνονται για μια ακόμη φορά δυνατότερες από την ευαισθησία των ανθρώπων.

10 Ιουν 2006

Κάστρα Τρανσυλβανίας-Ρουμανία. Η επιστροφή του Δράκουλα


Το κάστρο Πέλες, παρά την μικρή ηλικία του, είναι για πολλούς το ομορφότερο από άλλα που υπάρχουν στη Ρουμανία αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Βρίσκεται σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία στην ορεινή κοιλάδα του ποταμού Πράχοβα, εξήντα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από το Πλοέστι και πενήντα χιλιόμετρα νότια από το Μπρασόφ. Κτισμένο ανάμεσα στο 1873 και στο 1883, στην ορεινή μικρή πόλη Σινάια, σημερινό χειμερινό θέρετρο 15 χιλιάδων περίπου μόνιμων κατοίκων, είναι κορυφαίο δείγμα γερμανικής αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Ανάμεσα στα 160 συνολικά δωμάτια του κάστρου ξεχωρίζουν αρκετά που είναι φορτωμένα με πολυελαίους από κρύσταλλα Μουράνο, πορσελάνες Σεβρών, είναι ντυμένα με δέρμα από την Κόρντοβα, ενώ τα παράθυρα είναι κατασκευασμένα από γερμανικό γυαλί, υψηλής ποιότητας. Με σημερινές εκτιμήσεις το κάστρο, που άλλοτε ήταν θέρετρο της βασιλικής οικογένειας της Ρουμανίας, ξεπερνά σε αξία τα 25 εκατομμύρια δολάρια. Από το 1948 πέρασε στην ιδιοκτησία του Ρουμανικού κράτους και μετατράπηκε σε μουσείο.

Σχετικά κοντά στο κάστρο Πέλες, το κάστρο Μπράν έχει μεγαλύτερη και βαρύτερη ιστορία. Εικοσιοκτώ χιλιόμετρα από το Μπρασόφ, στην καρδιά της Τρανσυλβανίας, το κάστρο κτίστηκε το 1212 από Τεύτονες ιππότες. Εγινε γνωστό στα τέλη του 18ου αιώνα όταν θεωρήθηκε πως υπήρξε η έδρα του Βλαντ Τέπες του Τρίτου, βοιβόδα της Βλαχίας, που έζησε από το 1431 έως το 1476. Ο τρομερός Βλάντ, πέρασε στην ιστορία σαν ο Βλάντ ο Ανασκολοπιστής και αλλιώς με το προσωνύμιο Δράκουλας. Το κάστρο Μπράν, λοιπόν, με την βοήθεια της λαϊκής παράδοσης και ενός Ιρλανδού συγγραφέα, του Αβραάμ Στόκερ, που έγραψε πολλές νουβέλες τρόμου, θεωρείται έκτοτε η κατοικία του Δράκουλα της Τρανσυλβανίας. Το κάστρο, πριν περάσει και αυτό στην ιδιοκτησία της Ρουμανικής κυβέρνησης το 1948 και γίνει τουριστικό αξιοθέατο, ήταν ιδιοκτησία του βασιλικού οίκου των Αμψούργων.

Τα δύο κάστρα, έμελλε να έχουν την ίδια τύχη σχεδόν, μετά την πτώση του καθεστώτος του ανύπαρκτου. Για χρόνια παραμελημένα, αποφασίστηκε να δοθούν πρόσφατα στους παλιούς ιδιοκτήτες τους. Ετσι το πρώτο παραχωρήθηκε στον υπέργηρο πρώην βασιλιά Μιχαήλ, που διώχτηκε από τη χώρα το 1948 ενώ το δεύτερο σε έναν απόγονο των Αμψούργων, τον Γερμανό αρχιτέκτονα Ντομινίκ φον Χάμπσμπουργκ, που κατοικεί τώρα στην Νέα Υόρκη. Για τον Μιχαήλ, έγινε γνωστό πως ήταν μια επιπλέον ένδειξη ευγνωμοσύνης του νέου καθεστώτος για τις υπηρεσίες που πρόσφερε για την προώθηση της ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η επιστροφή των παλιών ιδιοκτητών θα είχε λίγη σημασία, εάν δεν ήταν το συμβολικό επιστέγασμα μιας ευρύτερης κοινωνικής οπισθοδρόμησης της χώρας, η τροχιά της οποίας διαγράφτηκε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με ραγδαίους ρυθμούς. Ακριβώς γι’ αυτό ο συμβολισμός είναι ισχυρός και ταυτόχρονα ενδεικτικός της αντίστροφης πορείας προς το παρελθόν που έχουν πάρει οι λεγόμενες χώρες της μετάβασης από τον ανύπαρκτο σοσιαλισμό με τα υπολείμματα των μεταπολεμικών κοινωνικοπολιτικών κατακτήσεων στην καπιταλιστική μεσαιωνική βαρβαρότητα.

* Ο εξηνταοχτάχρονος Habsburg, περιχαρής δήλωσε σε δημοσιογράφους πως δεν έχει λόγια να ευχαριστήσει τον λαό της Ρουμανίας και υπενθύμισε πως το κάστρο Μπράν είναι συνδεμένο με τη δικαιοσύνη και την αγαθοεργία στη χώρα!