14 Απρ 2012

Βακάρ και Χομαγιούν ανέστησαν*

[1] Εκεί βαθιά στο κύτος του αεροσκάφους, στο κοίλο αμπάρι με τις αποσκευές των ταξιδιωτών και τα εμπορεύματα (αλλά και με την ησυχία: την ησυχία που καλύπτει με το βάρος της όλα τα τριξίματα της πτητικής αγωνίας των μετάλλων· την ησυχία και, βέβαια, το σκοτάδι), είναι κι αυτά τα δυο φέρετρα, φτηνά και λιτά όπως πρέπει να ’ναι όλα τα οχήματα προς το βασίλειο της απόλυτης ισότητας και της απόλυτης συνώνυμής της, της σκλαβιάς. Δύο φέρετρα από λάκα. Απλά, λιτά, με έξοχες γραμμές, φτηνά αλλά καλοφτιαγμένα φέρετρα — κάσες, που τα λένε. Κάσες. Ίσως και με ανάγλυφο σταυρό επάνω τους, στο καπάκι· ίσως και με χωρίς. Σίγουρα πάντως όχι με εγχάρακτη ημισέληνο, σίγουρα όχι σκεπασμένα με την ελληνική σημαία, ή —υποθέτω— με το πακιστανικό αντίστοιχο σύμβολο κυριαρχίας. Και, βέβαια, κάτι τέτοιο δε θα ’χε καμιά σημασία. Απολύτως καμία: εδώ έχει σκοτάδι, και το μέταλλο δεν έχει μάτια. (Δεν έχει τίποτε σημασία, πια). Έστω λοιπόν τώρα πως τα καπάκια (πρώτα το ένα, κι ύστερα από μερικές στιγμές και το άλλο) ανασηκώνονται ελαφρά, μετακινούνται, σέρνονται αργά-αργά τοξοειδώς πάνω στα τοιχώματα των φερέτρων και (αν δεις λίγο πιο προσεκτικά) αποκαλύπτουν ένα χέρι πρώτα, κι έπειτα άλλο ένα, και εντέλει τέσσερα τον αριθμό, δύο και δύο, κι έπειτα δυο κεφάλια και δυο λαιμούς και δυο στέρνα, και όλα τα υπόλοιπα που απαρτίζουν τον άνθρωπο. (Αν αυτά είναι ο άνθρωπος). Και νά: