19 Νοε 2005

ΚΙΜΠΕΡΑ-ΝΑΙΡΟΜΠΙ. ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΑΓΚΟΥΠΟΛΗ


Στο Ναϊρόμπι, μια πρόσφατη καταγραφή υπολόγισε σε εκατόν ενενήντα εννέα! τις παραγκουπόλεις που περιτριγυρίζουν το κέντρο του. Σε ένα πληθυσμό περίπου τρεισήμισι εκατομμυρίων, το 60% μένει σε μεταλλικές παράγκες, λασπόσπιτα και καλύβες από χοντρό ύφασμα. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο εκατοντάδες παραγκουπόλεις, η Κιμπέρα είναι η «βασίλισσα». Είναι με διαφορά η μεγαλύτερη, η πιο παλιά και η πιο ξακουστή, όχι μόνο στην πρωτεύουσα της Κένυα αλλά και σε όλη την Αφρική. Γιατί η Κιμπέρα, είναι η μεγαλύτερη παραγκούπολη στην ανατολική πλευρά της Μαύρης Ηπείρου και η τρίτη στην σειρά σε όλη την έκταση της.

Δέκα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Ναϊρόμπι, σε μια περιοχή 250 εκταρίων στοιβάζονται στην κυριολεξία περίπου οκτακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Ειδικοί επιστήμονες του ΟΗΕ, ένιωσαν έκπληξη από την πυκνότητα του πληθυσμού και υπολόγισαν πως σε κάθε εκτάριο, κατά μέσο όρο, κατοικούν περίπου τρεις χιλιάδες. Δεκαεπτά χωριά συναποτελούν την παραγκούπολη και χωρίζουν τις διάφορες εθνοτικές και φυλετικές ομάδες που συμβιώνουν, όχι πάντα αρμονικά. Από το 1920, χρονολογείται η πρώτη συγκέντρωση πληθυσμού στην έκταση αυτή. Τότε οι Αγγλοι αποικιοκράτες εγκατέστησαν εκεί αποστρατευμένους Νούβιους στρατιώτες από το Σουδάν, που είχαν πολεμήσει στις τάξεις του βασιλικού στρατού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενα δεύτερο κύμα Νούβιων εγκαταστάθηκε και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο αλλά τα τελευταία χρόνια η Κιμπέρα έγινε προορισμός για τους εσωτερικούς μετανάστες που συρρέουν από την ύπαιθρο. Ερευνες για την ροή των εσωτερικών μεταναστευτικών και προσφυγικών κυμάτων, διαπιστώνουν πως η Αφρική για προφανείς λόγους κρατά τα σκήπτρα στους ρυθμούς αύξησης σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.

Από τους πρώτους κατοίκους της απέκτησε η παραγκούπολη το όνομα της. Στην Νουβιακή γλώσσα Κίμπρα, θα πει δάσος, μιας και πυκνή βλάστηση υπήρχε στην περιοχή που τώρα καλύπτουν οι χιλιάδες παράγκες. Η φτώχεια γεννά όχι λίγες φορές συγκρούσεις στο εσωτερικό της Κιμπέρα, (που από τα διεθνή ΜΜΕ παρουσιάζονται σαν θρησκευτικές η φυλετικές) μια από τις οποίες βασίζεται στο γεγονός πως αρκετοί Νούβιοι μουσουλμάνοι κατέχουν δικαιώματα ιδιοκτησίας στην γη και ζητάνε ενοίκια από τους νεοφερμένους. Σε μια τέτοια σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 2001, σκοτώθηκαν δεκαπέντε άνθρωποι, όταν η κυβέρνηση προσπάθησε να στρέψει την απόγνωση των εξαθλιωμένων ενάντια στους μικροϊδιοκτήτες.

Ανεξάρτητα από αυτές τις εσωτερικές αντιθέσεις όλοι οι κάτοικοι της Κιμπέρα ζούνε σε άθλιες συνθήκες. Οκτώ στους δέκα είναι άνεργοι, δύο στους δέκα, κυρίως νέοι, είναι φορείς του ιού ΗΙV/AIDS, και όλοι τους ζούνε σε συνθήκες απόλυτης ένδειας. Οι τυχεροί που καταφέρνουν να βρούνε δουλειά κάνουν εργασίες της κατηγορίας Kali-jua που στα Σουαχίλι σημαίνει την ολοήμερη απασχόληση κάτω από τον καυτό ήλιο. Η άλλη εναλλακτική περίπτωση είναι η πορνεία και η εγκληματικότητα για να κερδηθεί η καθημερινή ζωή. Οπως και οι άλλες παραγκουπόλεις, έτσι και η Κιμπέρα αγνοεί τι σημαίνει αποχετευτικό δίκτυο, τροφοδοσία πόσιμου νερού και ηλεκτρικό. Σε όλη την περιοχή υπάρχουν μόνο δύο κέντρα υγείας και εκείνα φτιαγμένα από δυτικές ΜΚΟ. Οι τελευταίες έχουν μετατρέψει την Κιμπέρα σε αγαπημένο προορισμό τους και πεδίο μελετών και αναλύσεων, που ως συνήθως μένουν στα χαρτιά ενώ ταυτόχρονα αποτελούν άλλοθι για την απραξία της κυβέρνησης της Κένυα. Το καθεστώς στο Ναϊρόμπι, φάντασμα μόνο των πρώτων ηρωικών χρόνων της ανεξαρτησίας, αποτελεί τυπικό δείγμα υποτακτικού στην νέο-αποικιοκρατία και ειδικότερα στις εντολές της Παγκόσμιας Τράπεζας, τα συμφέροντα των Αγγλο-Αμερικάνων και μιας ελίτ που λυμαίνεται τον πλούτο της χώρας.

* Με χρηματοδότηση από το ίδρυμα Ροκφέλερ και την Διεθνή Τράπεζα η Στατιστική Υπηρεσία της Κένυα και το Υπουργείο Σχεδιασμού και Εθνικής Ανάπτυξης, εκπόνησε ένα διετές πρόγραμμα καταγραφής της φτώχειας σε εθνικό επίπεδο. Το δύσκολο ερώτημα που τέθηκε ήταν που είναι οι φτωχοί. Τα αποτελέσματα που καταγράφονται σε ένα τόμο και παρουσιάστηκαν στο πολυτελές ξενοδοχείο Στάνλεϋ στο Ναϊρόμπι, ήταν εκπληκτικά. Οι φτωχοί είναι παντού!! Και στην περιοχή της ακτογραμμής, και στην ενδοχώρα αλλά και στις πόλεις. Από τότε η κυβέρνηση συνεχίζει να μελετά τα στοιχεία…

5 Νοε 2005

Τζακάρτα-Ινδονησία. Τα εργοστάσια του ιδρώτα


Η εταιρεία κατασκευής παπουτσιών «PT Tong Yang», βρίσκεται στην βόρεια πλευρά της Τζακάρτα. Η Τοng Yang, είναι πολύ γνωστή όχι μόνο στην πρωτεύουσα της Ινδονησίας αλλά και έξω από τα σύνορα της χώρας, γιατί αποτελεί έναν από τους μεγάλους πάρτνερς της αμερικάνικης πολυεθνικής Ρήμποκ. Σε μια έκταση σαράντα χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων οκτώμισι χιλιάδες εργαζόμενοι, οι περισσότεροι γυναίκες, κατασκευάζουν αθλητικά παπούτσια για λογαριασμό της Ρήμποκ. Η εταιρία είναι η μια από τις δύο επιχειρήσεις στην Ινδονησία που δουλεύει για την αμερικάνικη φίρμα με εκατό εκατομμύρια ετήσιο τζίρο και μια από τις πολλές εκατοντάδες στους κλάδους της ένδυσης, της υφαντουργίας και της πληροφορικής που παράγουν κύρια για τις αμερικάνικες πολυεθνικές.

Η Tong Yang βρέθηκε πριν λίγα χρόνια στο επίκεντρο συντονισμένων καταγγελιών για τις άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες εργασίας που υπήρχαν στις μονάδες παραγωγής. Η Ρήμποκ αναγκάστηκε να δώσει μερικές χιλιάδες δολάρια για να γίνουν βελτιώσεις και πίεσε τα αφεντικά να πάρουν ορισμένα μέτρα. Ολα αυτά, φυσικά για να αποφευχθούν οι ανταγωνιστικές καταγγελίες που στις ΗΠΑ αλλά και στην Δυτική Ευρώπη, χρησιμοποιούνται ανάμεσα στις εταιρίες για να κερδηθούν μερίδια στην αγορά. Στην πραγματικότητα όμως οι βελτιώσεις αφορούν την βιτρίνα και τον περιορισμό μόνο ακραίων καταστάσεων. Γιατί η Ρήμποκ, όπως και οι υπόλοιπες πολυεθνικές θέλουν να υπάρχουν και να λειτουργούν αυτά τα μεγάλα εργοστάσια ιδρώτα, συνώνυμα της καταναγκαστικής και φθηνής εργασίας, αληθινά κάτεργα και κολαστήρια.

Διαφορετικά δεν θα μπορούν να αγοράζουν ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που στις αμερικάνικες αλυσίδες λιανικού εμπορίου πωλείται εξήντα και εβδομήντα δολάρια, στο 1/6 της τελικής τιμής. Δέκα και δώδεκα δολάρια το ζευγάρι αγοράζει η Ρήμποκ το ζευγάρι από τα Ινδονησιακά κάτεργα, από τα οποία μόνο το 10% αντιστοιχεί στην εργατική αμοιβή.

Ακόμα και αυτός ο επίσημος κατώτατος μισθός του ενάμισι έως δύο δολαρίων την ημέρα δεν δίνεται στους εργάτες σε αυτά τα εργοστάσια του ιδρώτα. Για οκτάωρο και υπερωρίες ούτε λόγος. Δεκατέσσερις και δεκαέξι ώρες την ημέρα μέσα σε άθλια κτίρια, με αναθυμιάσεις και μεγάλες θερμοκρασίες, κυρίως γυναίκες αντιμετωπίζουν την βαναυσότητα, την εξοντωτική εντατικοποίηση, τις ποινές και την καταπίεση. Σύμφωνα με πολλές εκθέσεις και μελέτες οι περισσότερες παρότι νέες αντιμετωπίζουν αναιμία, απώλεια ακοής, βρογχίτιδες, και εμμηνορροϊκές διαταραχές. Σε αρκετές περιπτώσεις, μιας και προέρχονται από την επαρχία, κοιμούνται σε κοιτώνες στρατιωτικού τύπου κατά ομάδες δέκα ή δώδεκα γυναικών, σε άθλιες συνθήκες, χωρίς πόσιμο νερό, αποχέτευση και ηλεκτρικό. Αδειες ή αποζημιώσεις για τα ατυχήματα είναι σχεδόν άγνωστα πράγματα.

Η Ινδονησία πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες μέσα από ένα σκοτεινό τούνελ που επέβαλλε το σκληρό στρατιωτικό καθεστώς, αφού πρώτα τσάκισε ένα ισχυρό αριστερό κίνημα. Τα τελευταία χρόνια όμως η αφύπνιση μεγαλώνει συνεχώς. Εκατοντάδες απεργίες έχουν καταγραφτεί, συνδικάτα έχουν ιδρυθεί και αγώνες ξεσπάνε όλο και πιο συχνά παρά την συνεχιζόμενη τρομοκρατία, τις διώξεις και τις δολοφονίες συνδικαλιστών.

* takut dan malu“ είναι μια διαδεδομένη έκφραση στα εργοστάσια ιδρώτα στην ινδονησιακή γλώσσα. Υποδεικνύει πώς πρέπει να είναι ο εργαζόμενος σε αυτά. Τρομοκρατημένος και με σκυμμένο το κεφάλι. Για τα αφεντικά και τις μεγάλες δυτικές πολυεθνικές αποτελεί προϋπόθεση για να πηγαίνουν καλά τα πράγματα και να μην χρειαστεί να μετακομίσουν…

22 Οκτ 2005

ΘΕΟΥΤΑ ΚΑΙ ΜΕΛΙΓΙΑ. ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΩΝ ΑΦΡΙΚΑΝΩΝ


Με οδηγό την απελπισία εκατοντάδες μετανάστες από την Δυτική Αφρική προσπάθησαν το τελευταίο διάστημα να εισβάλλουν στους ισπανικούς αποικιοκρατικούς θύλακες της Θέουτα και της Μελίγια, στα παράλια του Μαρόκου. Βρέθηκαν έτσι ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά των Ισπανών και Μαροκινών στρατιωτών με αποτέλεσμα -σύμφωνα με τα στοιχεία των Μαροκινών και Ισπανικών αρχών- πέντε να χάσουν την ζωή τους στην Θέουτα και έξι στην Μελίγια. Αρκετές δεκάδες ήταν οι τραυματίες και εκατοντάδες οι συλληφθέντες, που οι Μαροκινοί τους έστειλαν πίσω αφήνοντάς τους στην έρημο. Τα τραγικά γεγονότα ξεσήκωσαν θύελλα διαμαρτυριών στην Ισπανία, την Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες αναγκάζοντας την Ισπανική και Μαροκινή κυβέρνηση να διατάξει έρευνα για τις συνθήκες των θανάτων, ενώ Ραμπάτ και Μαδρίτη ρίχνουν ο ένας στον άλλο το μπαλάκι των ευθυνών.

Οι θύλακες της Μελίγια και της Θέουτα, αποικιοκρατική ισπανική κληρονομιά στην Βόρειο-δυτική Αφρική, με πληθυσμό περίπου 75 χιλιάδες ο κάθε ένας, αποτελούν στόχο για τους απελπισμένους Αφρικανούς από χώρες όπως η Νιγηρία, το Μάλι, η Σενεγάλη, η Γκάνα κλπ για να μπούνε στον υποτιθέμενο Ευρωπαϊκό παράδεισο. Με ένα φράχτη τριών μέτρων που, μετά τα γεγονότα, θα υψωθεί στα έξι μέτρα, με φυλάκια, περιπολίες επιτήρησης και νεκρές ζώνες οι Ισπανοί προσπαθούν εδώ και χρόνια να εμποδίσουν αυτό το συνεχές ανθρώπινο κύμα. Σε συνεργασία με τις Μαροκινές αρχές εξαπολύουν -συχνά-εκστρατείες επαναπροώθησης, πυροβολούν στο ψαχνό και κυνηγούν ανηλεώς τους νεαρούς Αφρικανούς.

Τα κύματα αυτά, όμως, των χιλιάδων Αφρικανών δεν σταματούν. Παρακινημένοι από την φτώχεια στην χώρα τους είναι έτοιμοι να παίξουν κορώνα-γράμματα την ζωή τους στα άγρια νερά του Γιβραλτάρ ή στην έρημο για να περάσουν στην Ισπανία και ο συρμάτινος φράκτης στην Θέουτα και την Μελίγια δεν μπορεί να τους σταματήσει. Για τις δολοφονίες και την κακομεταχείριση και την πολιτική της Ισπανικής κυβέρνησης, και στην Ελλάδα, έγιναν διαβήματα διαμαρτυρίας. Το «Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών» οργάνωσε διαμαρτυρία έξω από το Ισπανικό Ινστιτούτο «Θερβάντες» στην Αθήνα στις 18/10 και ανακοινώσεις έβγαλαν Αντιρατσιστικές Κινήσεις και Πρωτοβουλίες.


15 Οκτ 2005

Μπαλουρμάθ-Ντάκα Η είσοδος στον Τέταρτο Κόσμο.


Η περιοχή με τις τρώγλες στο Μπαλουρμάθ βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της Ντάκα. Για τους δυτικούς δημοσιογράφους και ερευνητές είναι μια καλή και ξεκούραστη  λύση η επίσκεψη στο Μπαλουρμάθ παρά το τρέξιμο σε άλλες πιο απομακρυσμένες περιοχές της πόλης  εκεί που  βρίσκονται οι μεγάλες παραγκουπόλεις και οι απέραντες εκτάσεις με τις τρώγλες. Έτσι η τρώγλο-συνοικία , που δεν είναι από τις χειρότερες στην Ντάκα, με πέντε χιλιάδες περίπου ανθρώπινες ψυχές, αποτελεί το δείγμα μιας πραγματικότητας, την έκταση της οποίας  δύσκολα μπορεί να συλλάβει ο νους του δυτικού επισκέπτη.
Για να μπεις στο Μπαλουρμάθ ο καλύτερος τρόπος είναι μια γέφυρα από μπαμπού, που ενώνει τις πλευρές μιας μεγάλης τάφρου που την περιβάλλει, πλάτους επτά μέτρων. Η τάφρος είναι ταυτόχρονα  αποχέτευση  αλλά και η προστασία από τις συχνές πλημμύρες. Γεμάτη ακαθαρσίες, σκουπίδια και πλαστικές σακκούλες , αναδίνει μια βαριά ανυπόφορη μυρωδιά που σκεπάζει όλη την περιοχή. Το Μπαλουρμάθ είναι η είσοδος στην κόλαση της Ντάκα, στην πόλη που με διαφορά συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο και αθλιότερο αριθμό από ανθρώπινες τρώγλες σε όλο τον πλανήτη.
Η Ντάκα μεγαλώνει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, πιο γοργά από κάθε άλλη αστική συγκέντρωση στον Τρίτο Κόσμο. Από 3,5 εκατομμύρια που ήταν το 1981, έφτασε στα 6,95 το 1991, πέρασε τα 9 εκατομμύρια το 2001 και οι υπηρεσίες του ΟΗΕ υπολογίζουν πως θα φτάσει στα 16 εκατομμύρια το 2010 και θα πλησιάσει –εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση-τα  25 εκατομμύρια το 2025! Διπλασιάζεται, δηλαδή, σχεδόν κάθε ένδεκα χρόνια από ένα απελπισμένο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης που παρασύρει μυριάδες ανθρώπους από την ύπαιθρο στις μεγάλες παραλιακές πόλεις του Μπαγκλαντές με σκοπό την αναζήτηση δουλειάς. Ήδη πάνω από το 60% του πληθυσμού της πρωτεύουσας έιναι εσωτερικοί μετανάστες που καταλήγουν στις τρωγλοσυνοικίες . Όσο μεγαλώνει η πόλη άλλο τόσο μεγαλώνουν και τα απέραντα σλάμς στις παρυφές της. Ένας στους τρεις κατοίκους της Ντάκα ζει στα τρεις χιλιάδες σλάμς όπως αυτό του Μπαλουρμάθ , αγκαλιασμένος με την τις ασθένειες, χωρίς ηλεκτρικό, νερό και αποχέτευση. Όχι λίγες φορές μεγάλες φωτιές καίνε τις τρώγλες που είναι από πλαστικό, ξύλο και τσουβάλια  μαζί με τους ανθρώπους .Άλλες φορές τα ίδια τραγικά αποτελέσματα φέρνουν οι πλημμύρες. Ούτε λόγος φυσικά για ιατρική η άλλη κοινωνική υποστήριξη, εκπαίδευση κλπ. Αυτά είναι πολυτέλειες και το πιο επείγον πρόβλημα είναι αυτό του πόσιμου νερού.
Στο Μπαγκλαντές συμβαίνει και αυτό το απίστευτο εκ πρώτης όψης. Ενώ είναι μια χώρα γεμάτη ποτάμια, λειτουργώντας σαν λεκάνη απορροής των μεγάλων ορεινών ορεινών όγκων στον βορρά και πνίγεται από πλημμύρες, μουσώνες και συνεχείς βροχές  υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Η πραγματική  δυστυχία της χώρας όμως είναι πως, από την αρχή της υποτιθέμενης ανεξαρτησίας της, την κυβερνά μια μαφιόζικη ελίτ , χωρίς ίχνος ενδιαφέροντος για το μέλλον του λαού της. Άλλοτε με στρατιωτικά μέσα και άλλοτε με κοινοβουλευτικό μανδύα το Μπαγκλαντές παράγει φτώχεια, φθηνούς εργάτες- μετανάστες και τρομακτική απελπισία. Στο Μπαλουρμάθ, όπως και στα υπόλοιπα σλαμς, οι έρευνες των διεθνών οργανισμών δείχνουν πως η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, που κατέληξε εκεί αναγκαστικά ύστερα από την ερημοποίηση της υπαίθρου και την καταστροφή της αγροτικής παραγωγής, το μετάνιωσε σκληρά. Οκτώ στους δέκα , σε μια μελέτη που έγινε το 2002, δήλωναν πως θέλουν αλλά δεν μπορούν πια να γυρίσουν πίσω στα χωριά τους. Όχι μόνο δεν βρήκαν δουλειά και βελτίωση της ζωής τους αλλά παγιδεύτηκαν σε μια απίστευτη αθλιότητα.


* Την Κυριακή στις 16 του φετινού  Οκτώβρη τα καθεστωτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης , ανακοίνωναν την ειδική συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. Η πρωθυπουργός Καλέντα  Ζία αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο ενάντια στην φτώχεια με στόχο –όπως είπε-να πιάσει η χώρα τους στόχους της Χιλιετίας που έθεσε ο ΟΗΕ, μέσα σε δέκα χρόνια. Μαύρο χιούμορ, σε μαύρες συνθήκες.

8 Οκτ 2005

Παγιάτας-Μανίλα. Το βουνό που καπνίζει


Το Λουπάνγκ Παγκάνο, όπως ονομάζεται η γη της Επαγγελίας στα Φιλιππινέζικα, βρίσκεται στην περιφέρεια της πόλης Κεζόν, στα βορειοανατολικά της Μανίλα. Η Κεζόν, στην πραγματικότητα είναι δορυφορική πόλη της μητροπολιτικής πρωτεύουσας των Φιλιππίνων, μια πόλη-τέρας, με πάνω από δέκα εκατομμύρια κατοίκους, η δεύτερη σε μέγεθος στη ΝΑ Ασία, μετά την Τζακάρτα. Περίπου το 12% από τα 81,4 εκατομμύρια των Φιλιππινέζων κατοικούν στην Μανίλα, οι περισσότεροι σε συνθήκες απίστευτης φτώχειας, ανάμεσα σε μικρές νησίδες πλούσιων περιοχών, συνθέτοντας μια εικόνα μεγάλων ανισοτήτων. Το Λουπάνγκ Παγκάνο, φιλοξενεί την μεγαλύτερη χωματερή της Μανίλα, η οποία είναι φημισμένη για την πολυάνθρωπη κοινότητα των κατοίκων της.

Η χωματερή Παγιάτας, δέχεται κάθε μέρα πάνω από το 25% των σκουπιδιών της πρωτεύουσας, που υπολογίζονται σε πέντε χιλιάδες τόνους συνολικά. Η Παγιάτας, είναι ένα από τα πολλά «βουνά που καπνίζουν» νυχθημερόν στην περιφέρεια αλλά και στο κέντρο της πόλης. Τα βουνά αυτά είναι το σήμα κατατεθέν της ανθρώπινης εξαθλίωσης στις Φιλιππίνες. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου ζούνε μέσα και γύρω από αυτά, γεννιούνται και πεθαίνουν συντροφιά με τα σκουπίδια. Δεν είναι Φιλιππινέζικη ιδιομορφία αυτό. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2% του πληθυσμού στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες, ζούνε από τα σκουπίδια!!

Στην Παγιάτας οι τοπικές αρχές υπολογίζουν πως κατοικούν εξήντα χιλιάδες άνθρωποι, αν και ανεξάρτητες οργανώσεις εκτιμούν πως ο αριθμός φτάνει τις τριακόσιες χιλιάδες. Ζούνε σε τρώγλες και παράγκες, φτιαγμένες από τα υλικά της χωματερής δίχως ηλεκτρικό, νερό και αποχέτευση. Από αυτούς, το 70% δουλεύουν αποκλειστικά ή περιστασιακά στην χωματερή, κερδίζοντας κατά μέσο όρο 4 δολάρια την ημέρα. Υπολογίζεται πως το ένα τρίτο του εισοδήματος της παραγκούπολης προέρχεται από τα σκουπίδια, το εμπόριο των ανακυκλώσιμων υλικών και την ιδιοχρησιμοποίηση. Η παιδική εργασία, οι αρρώστιες και η ποικιλόμορφη εκμετάλλευση είναι καθημερινές καταστάσεις στην χωματερή. Δεν λείπουν και οι καταστροφές από τις μετακινήσεις των στοιβαγμένων σκουπιδιών που προκαλούν οι βροχές και η διάβρωση του εδάφους. Η πιο μεγάλη κατολίσθηση καταγράφτηκε το πρωινό της 10ης Ιουλίου του 2000, με αποτέλεσμα πάνω από 200 νεκρούς που θάφτηκαν κάτω από τα σκουπίδια γεγονός που συγκλόνισε όλη την χώρα.

Οι Φιλιππίνες, είναι μια τυπική περίπτωση Τριτοκοσμικής κατάστασης, αποτέλεσμα της αποικιοκρατικής και ιμπεριαλιστικής λεηλασίας και της μαφιόζικης εκμεταλλευτικής πολιτικής της ντόπιας ελίτ. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές το 40% των Φιλιππινέζων ζούνε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Το 90% των κρατικών εσόδων πηγαίνει κάθε χρόνο για την μισθοδοσία της κρατικής γραφειοκρατίας και την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, με αποτέλεσμα να μένουν ψίχουλα για την κοινωνική πολιτική. Οι Φιλιππίνες βρίσκονται σε μια παγίδα υπανάπτυξης και φτώχειας από την αρχή της περιόδου της λεγόμενης ανεξαρτησίας τους, η ταξική πόλωση είναι απίστευτη και τα «βουνά που καπνίζουν» αποτελούν μια από τις συμβολικότερες εικόνες αυτής της κατάστασης.

* Οι προηγούμενες κυβερνήσεις Ράμος και Εστράντα, με την συνδρομή της Παγκόσμιας Τράπεζας και ορισμένων ΜΚΟ, είχαν υποσχεθεί να στεγάσουν σε ανθρώπινες φτηνές κατοικίες τους κατοίκους στα βουνά που καπνίζουν. Οπως ήταν αναμενόμενο δεν έγινε σχεδόν τίποτε και τα χρήματα -όπως κατήγγειλε πέρυσι το καλοκαίρι σε μια έρευνα της η εφημερίδα «Μanila Times»- λεηλατήθηκαν από τους εργολάβους και τους κρατικούς υπαλλήλους.

24 Σεπ 2005

Νότια Πολωνία- Chorzow Σκοτώνουν τους ανθρακωρύχους … πριν γεράσουν


Στο Chorzow είναι αρκετά συνηθισμένο στις γιορτές να συναντήσει ο επισκέπτης την μπάντα των ανθρακωρύχων να παρελαύνει στους κεντρικούς δρόμους ανάμεσα στα νεογοτθικά κτίρια. Η πόλη είναι ιστορικά, στενά δεμένη με τα ανθρακωρυχεία μιας και βρίσκεται στην περιοχή της Σιλεσίας, στη νότια Πολωνία δέκα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Κατοβίτσε, στο κέντρο σχεδόν του ανθρακοφόρου πεδίου. Η πρώτη κοινότητα ιδρύθηκε το 1257 και από το 1934 το Chorzow, συνένωσε τα γύρω χωριά ανθρακωρύχων στον ομώνυμο δήμο. Στην περιοχή το 1791 οι Γερμανοί άνοιξαν την πρώτη στοά με το όνομα König πού έμελλε να είναι η αρχή για την δημιουργία των μεγαλύτερων Πολωνικών ανθρακωρυχείων. Από τότε η πόλη άρχισε να μεγαλώνει και μέχρι την δεκαετία του 1970 ξεπέρασε τους 150.000 κατοίκους. Οι ανθρακωρύχοι ήταν από τα πιο καλοπληρωμένα τμήματα της εργατικής τάξης. Από το 1980 όμως άρχισε η αντίστροφη πορεία. Το Chorzow έχασε το ένα τρίτο του πληθυσμού του, η φτώχεια αγκάλιασε όλες τις γειτονιές και σχεδόν κάθε σπίτι έχει και έναν άνεργο ανθρακωρύχο.

Τετρακόσιες χιλιάδες υπολογίζονταν οι εργάτες στις στοές πριν το 1990 σε ολόκληρη την χώρα. Κάθε χρόνο η παραγωγή κάρβουνου έφτανε στα 200 εκατομμύρια τόνους. Υστερα από δεκαπέντε χρόνια οι αριθμοί έπεσαν κατακόρυφα. Σύμφωνα με τις κρατικές στατιστικές στην Πολωνία υπάρχουν ακόμη 130 χιλιάδες ανθρακωρύχοι και η παραγωγή μόλις και φτάνει στα 100 εκατομμύρια τόνους. Και σαν να μην έφτανε αυτό η κυβέρνηση με οδηγίες και οικονομική υποστήριξη της Παγκόσμιας Τράπεζας εφαρμόζει ένα πρόγραμμα μείωσης της παραγωγής με κλείσιμο ορυχείων, απολύσεις που βαφτίστηκαν πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και ιδιωτικοποιήσεις. Σύμφωνα με το πρόγραμμα της λεγόμενης αναδιάρθρωσης που αφορά την περίοδο 2003-2006, σχεδιάζεται να φύγουν από την δουλειά 28 χιλιάδες ανθρακωρύχοι και να μειωθεί κατά 14 εκατομμύρια τόνους η παραγωγή. Το εκπληκτικό είναι πως αυτό γίνεται σε μια χρονική συγκυρία που η τιμή του κάρβουνου και η ζήτηση είναι ανεβασμένες διεθνώς και όλοι οι ειδικοί προβλέπουν και άλλη άνοδο τα επόμενα χρόνια.

Διακόσιες πενήντα χιλιάδες θέσεις εργασίας χάθηκαν στην Πολωνία στην δεκαπενταετή περίοδο της λεγόμενης μετάβασης μόνο στα ορυχεία άνθρακα. Τον Οκτώβριο του 2004 τα επίσημα στοιχεία υπολόγιζαν στο 19% την ανεργία σε πανεθνικό επίπεδο αλλά στις περιοχές των ορυχείων τα ποσοστά είναι τουλάχιστον διπλάσια. Από αυτούς τους ανέργους οι περισσότεροι έχασαν εδώ και καιρό το δικαίωμα του επιδόματος και οι λίγοι ακόμη τυχεροί παίρνουν ψίχουλα στα λεγόμενα προγράμματα επανακατάρτισης. Ετσι το Chorzow αργοπεθαίνει όπως και οι υπόλοιπες πόλεις του κάρβουνου στην περιοχή του Κατοβίτσε και σε όλη την Σιλεσία.

Οι ανθρακωρύχοι όλα αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα μετά το 2000 προσπάθησαν να αντισταθούν. Δέκα χιλιάδες εξαγριωμένοι εργάτες συγκρούστηκαν μπροστά στο κοινοβούλιο στην Βαρσοβία, με την αστυνομία, τον Σεπτέμβρη του 2003. Φέτος, τον περασμένο Ιούλιο, οκτώ χιλιάδες διαδήλωσαν στο κέντρο της πρωτεύουσας. Απεργίες και καταλήψεις γίνονται πολύ συχνά στα ορυχεία γύρω από το Chorzow. Πρόσφατα μεγάλη απεργία ξέσπασε στο ορυχείο KWK Polska Wirek δίπλα στην πόλη. Η περιοχή, άλλωστε, έχει μεγάλη παράδοση εργατικών αγώνων. Υπήρξε ένα από τα λίκνα του εργατικού Αυγούστου του 1980, τότε που ιδρύθηκε η «Αλληλεγγύη». Εικοσιπέντε χρόνια μετά, εκείνοι οι αγώνες, παρότι προδομένοι από την συνδικαλιστική και πολιτική δεξιά και καθολική ηγεσία, στοιχειώνουν στους δρόμους του Chorzow.

* Τον φετινό Ιούλιο το Chorzow κέρδισε για λίγο την προσοχή των διεθνών ΜΜΕ. Επιλέχτηκε να φιλοξενήσει την συναυλία των U2, που οργάνωση η διεθνής καμπάνια «Κάντε την φτώχεια ιστορία» ενόψει της συνόδου των G-8 στη Σκοτία. Περίπου 70 χιλιάδες νέοι συγκεντρώθηκαν για να ακούσουν το συγκρότημα του Μπόνο να ζητάει ελεημοσύνη για την φτωχή Αφρική. Για λίγο ίσως κατάφεραν να ξεχάσουν πως ο Τρίτος Κόσμος έχει μεταφερθεί και στην χώρα τους.


10 Σεπ 2005

Μπουένος Αϊρες. Οι Κρυμμένες Πόλεις


Χωριά της μιζέριας τα λένε, ορισμένα να ξεχωρίζουν με ένα αριθμό ή με ένα όνομα που άλλοτε ξορκίζει τις άθλιες συνθήκες (Villa Paraiso) και άλλοτε τις βροντοφωνάζει (Villa la Cava). Oλα στην περιφέρεια του Μπουένος Αϊρες, αποτελούν την αργεντίνικη εκδοχή των παραγκουπόλεων που όλο και πιο συχνά συναντά κανείς σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Τρία εκατομμύρια είναι οι κάτοικοι στην κυρίως περιοχή της πρωτεύουσας, όπως ισχυρίζεται ο μητροπολιτικός δήμος της πόλης, και άλλα δέκα εκατομμύρια και παραπάνω είναι στην περιφέρεια του, οι πιο πολλοί εσωτερικοί μετανάστες που έχουν συρρεύσει στα μεγάλα αστικά κέντρα τις τελευταίες δεκαετίες. Οι περισσότεροι από τα χρόνια του ’70 και του ’80, ζούνε στα παραγκόσπιτα, σε λαμαρινοκατασκευές και διάφορες τρώγλες. Η οικονομική κατάρρευση την δεκαετία του ’90 επέκτεινε την εξαθλίωση και βύθισε και άλλους Αργεντινούς στις συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν στις παραγκουπόλεις.

Η «Villa 15» ή αλλιώς «La Ciudad Oculta», έχει τριάντα χιλιάδες περίπου πληθυσμό. Το όνομα της, «Κρυμμένη πόλη» το πήρε στα χρόνια του ’70 και συγκεκριμένα στις μέρες που έγινε στην στρατοκρατούμενη χώρα το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου. Τότε οι στρατηγοί σκέφτηκαν να κτίσουν ένα τείχος που να κρύβει πίσω του τις παραγκουπόλεις για να μην τις βλέπουν οι ξένοι επισκέπτες. Ετσι η «Κρυμμένη Πόλη» για πολλά χρόνια δεν φαινόταν από τον διπλανό μεγάλο αυτοκινητόδρομο και παρότι το τείχος κάποια στιγμή γκρεμίστηκε, το όνομα έμεινε για να θυμίζει το παρελθόν. Στην «Κρυμμένη Πόλη», όπως και στις άλλες ανάλογες που αγκαλιάζουν την πρωτεύουσα, η ανεργία και η φτώχεια έχουν φέρει την εγκληματικότητα, τις ασθένειες και την εξαθλίωση. Μόνο στο Μπουένος Αιρες, σύμφωνα με τις κρατικές στατιστικές το 70% των νέων ζούνε κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως άλλωστε και ο μισός πληθυσμός της χώρας. Μιας χώρας πάμπλουτης σε παραγωγικές δυνατότητες που ο ιμπεριαλισμός και οι τοπικές εκμεταλλευτικές ελίτ την έχουν στείλει πιο πίσω και από χώρες του Τρίτου Κόσμου.

Στην Αργεντινή, χώρα τεράστια και αραιοκατοικημένη, ο «παραλογισμός» του καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού συστήματος οδήγησε πάνω από το 1/3 του πληθυσμού να στοιβάζεται στην πρωτεύουσα, σε άθλιες συνθήκες και μάταια να αναζητά τα στοιχειώδη για να επιβιώσει. Παρά τις κυβερνητικές υποσχέσεις για έξοδο από την κρίση οι Αργεντινοί, αλυσοδεμένοι με το τεράστιο εξωτερικό χρέος και με συνεχείς οικονομικές θεραπείες-σοκ στριφογυρίζουν χρόνια τώρα σε ένα μελαγχολικό ταγκό με την αθλιότητα. Την ίδια στιγμή φυσικά μια αισχρή μειοψηφία συνεχίζει να πλουτίζει και οι αριθμοί πιστοποιούν πως η κοινωνική πόλωση είναι πρωτοφανής.

* Η «Κρυμμένη Πόλη», πρόσφατα ήρθε στην επικαιρότητα με αφορμή μια έκθεση φωτογραφιών που παρουσιάστηκε στις ΗΠΑ. Οργανώθηκε από την κολεκτίβα «p.h 15», μια ομάδα νέων που συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα που δημιούργησε ο φωτογράφος Martin Rosenthal, που εκπαιδεύονται στην τέχνη της φωτογραφίας αποτυπώνοντας την ζωή στις παραγκουπόλεις. Ολοι τους ήταν χαμίνια στην «Κρυμμένη Πόλη», πριν πάρουν στα χέρια τους τις φωτογραφικές μηχανές.

30 Ιουλ 2005

Πλανήτης Γη. Η απειλητική επιστροφή του «χτικιού»

 
 
Συναγερμό έχουν κηρύξει οι διεθνείς οργανισμοί υγείας και παρακολούθησης των επιδημιών εξαιτίας της εντυπωσιακής επανεμφάνισης τα τελευταία χρόνια της φυματίωσης σε εκτεταμένες περιοχές του πλανήτη. Υστερα από μια συνεχή μείωση των αριθμών από τις αρχές του αιώνα ως τα τέλη του ’80, η φυματίωση επανήλθε απειλητική και σήμερα θεωρείται σταθερά μέλος της θανατηφόρας «τριάδας» των επιδημικών ασθενειών. AIDS, φυματίωση και ελονοσία σκοτώνουν μαζικά και απειλούν με μεγαλύτερη εξάπλωση. Σύμφωνα με κάποιες τελευταίες προβλέψεις, ανάμεσα στο 2002 και στο 2020, 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι θα κτυπηθούν από τον βάκιλο, 150 εκατομμύρια από αυτούς θα ασθενήσουν και 36 εκατομμύρια δεν θα καταφέρουν να ζήσουν! Εχει υπολογιστεί πως τουλάχιστον 8 εκατομμύρια περιπτώσεις φυματίωσης προστίθενται κάθε χρόνο.
Στην τραγική λίστα ορισμένες χώρες που συγκεντρώνουν μεγάλους πληθυσμούς βρίσκονται στην κορυφή. Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Μπαγκλαντές, Ινδονησία, Πακιστάν, Νιγηρία, Ρωσία και Τανζανία είναι οι μεγάλοι πρωταγωνιστές. Υπολογίζεται πως 22 χώρες συγκεντρώνουν το 80% των κρουσμάτων. Το ιδιαίτερο των τελευταίων χρόνων είναι το θεαματικό μπουμ στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που πλησίασαν γρήγορα τριτοκοσμικά ποσοστά. Ειδικά στην Ρωσία τα πράγματα φαίνεται πως έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Επίσημα έχουν καταγραφεί 30 χιλιάδες θάνατοι το 2004 και 190 χιλιάδες νέα κρούσματα. Οι ρυθμοί εξάπλωσης έχουν τριπλασιαστεί από το 1991, με αποτέλεσμα οι δείκτες να έχουν πλησιάσει τους αντίστοιχους αρκετών χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, με 100 έως 300 κρούσματα στις 100 χιλιάδες και πλέον η Ρωσία έχει ξεπεράσει ακόμη και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής! Σύμφωνα με κρατικές στατιστικές η ομάδα υψηλού κινδύνου είναι οι φυλακισμένοι, με έναν στους δέκα να ‘ναι φυματικός, ενδεικτικό όχι μόνο των άθλιων συνθηκών εκεί, αλλά και της κοινωνικής προέλευσης των παραβατών του νόμου. Ο Μιχαήλ Πέρελμαν, ειδικός στην επιδημιολογική παρακολούθηση της φυματίωσης στην Ρωσία, υπολογίζει πως οι κοινωνικοί παράγοντες ευθύνονται κατά 85% για την εξάπλωση της φυματίωσης στην χώρα.




Πράγματι, ύστερα από την κατάρρευση στην Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία, η φυματίωση αποτελεί έναν αδιάψευστο δείκτη της οικονομικής και κοινωνικής οπισθοδρόμησης που συνέβη σε αυτές τις χώρες. Φτώχεια, κακή και ελλιπής διατροφή, άσχημες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, κατάρρευση του συστήματος υγείας, πρόληψης και περίθαλψης είναι οι βασικοί λόγοι για αυτή την τραγική επιστροφή. Στους ίδιους ρυθμούς με τη Ρωσία κινείται και η Ρουμανία και ακολουθούν οι υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Ανεξέλεγκτη είναι η κατάσταση και στη υποσαχάρια Αφρική. Από το κέρας της Ηπείρου ως το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας ο συνδυασμός του AIDS και της φυματίωσης σκοτώνει μαζικά χιλιάδες ανθρώπους καθημερινά. Είναι η μοναδική περιοχή που ο Διεθνής Οργανισμός Υγείας, που θέλει πάντα να δίνει προοπτικές αισιοδοξίας, έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά και περιγράφει με μελανά χρώματα το μέλλον.
Συνολικά κοιτώντας την επιστροφή της φυματίωσης δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε για μια ακόμη φορά, πως η κοινωνική βαρβαρότητα που επικρατεί πλέον σε όλο τον κόσμο, πέρα από τα υπόλοιπα, ευθύνεται και για αυτό το φαινόμενο. Μεσαίωνας σε όλα και στις επιδημίες και τις ασθένειες. Σε μια εποχή που κανονικά τα επιστημονικά επιτεύγματα και οι οικονομικές δυνατότητες έπρεπε προ πολλού να κάνουν ιστορικό παρελθόν την φυματίωση ο καπιταλισμός αποδείχνεται πως αποτελεί και σε αυτό, το μεγαλύτερο και πιο θανατηφόρο εμπόδιο.


*Επίπεδα συναγερμού έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια και στο Λονδίνο, στην καρδιά του Πρώτου Κόσμου. Δώδεκα δήμοι της αγγλικής πρωτεύουσας έχουν πάνω από 40 περιπτώσεις ανά 100 χιλιάδες κατοίκους και 4 στις 10 περιπτώσεις στην Αγγλία και την Ουαλία καταγράφονται εδώ. Ολες οι περιοχές είναι γειτονιές με εργάτες και μετανάστες, για να υπογραμμιστεί πως η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία επιστρέφει ολοταχώς στο παρελθόν…

16 Ιουλ 2005

Λεσόθο -Νότια Αφρική. Πώς οι εργάτες στον ιματισμό ανακάλυψαν την Κίνα

 

Το αφρικανικό βασίλειο του Λεσόθο, που σχετικά πρόσφατα απέκτησε και κοινοβούλιο, είναι μια ορεινή περιοχή περιτριγυρισμένη από τη Νότια Αφρική. Αγγλικό προτεκτοράτο από τα μέσα του 19ου αιώνα, απέκτησε την τυπική ανεξαρτησία του, μόλις στα 1966 και από τότε ζει στη σκιά του ισχυρού και μοναδικού γείτονα που ασκεί άλλοτε ανοικτή και άλλοτε παρασκηνιακή παρέμβαση και επιρροή. Για αιώνες η κτηνοτροφία αποτελούσε τη μοναδική σχεδόν απασχόληση του μαύρου πληθυσμού και η μετανάστευση για εργασία στα εργοστάσια και τα ορυχεία της Ν. Αφρικής ήταν η δεύτερη μοναδική διέξοδος για τους νέους. Τυπική περίπτωση των ισχυρών αποτυπωμάτων της εποχής της αποικιοκρατίας και της μετα-αποικιακής κατάρρευσης, το Λέσοθο ζούσε μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία, την καθυστέρηση και την αφάνεια. Με τη συνδρομή του AIDS το προσδόκιμο μέσο όριο ζωής είναι τα 32 χρόνια για τους άνδρες και 38 για τις γυναίκες, οι κλιματικές συνθήκες και οι περιοδικές ξηρασίες βύθιζαν τους κτηνοτρόφους στην απόγνωση και το μέσο κατά κεφαλή εισόδημα με δυσκολία ξεπερνούσε το 1,5 δολάριο την ημέρα.
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν το Λέσοθο συμπεριλήφθηκε στη λίστα των 37 «τυχερών» κρατών της υποσαχάριας Αφρικής που δημιούργησε η αμερικανική διοίκηση Κλίντον, στα πλαίσια της πρωτοβουλίας AGOA. Δηλαδή στη δυνατότητα αυτών των κρατών να στέλνουν στις αμερικανικές αγορές, χωρίς δασμούς και όρια, μια σειρά προϊόντα μεταποίησης, με πρώτα τα ενδύματα και τα υφαντουργικά. Η πρωτοβουλία παρουσιάστηκε σα μεγάλο δώρο για την ανάπτυξη της υποσαχάριας Αφρικής και από τότε το Λεσόθο γνώρισε μια μαζική είσοδο Ταϊβανέζικων, Μαλαισιανών και Κινέζικων επιχειρήσεων κατασκευής ενδυμάτων. Στην πραγματικότητα αυτές οι επιχειρήσεις ήταν υπεργολάβοι μεγάλων αμερικανικών πολυεθνικών σαν την Walmart. Το Λεσόθο υποδέχθηκε αυτές τις επιχειρήσεις με δεσμεύσεις για πλήρη απαλλαγή από φόρους, καμία εργατική προστατευτική νομοθεσία και με μισθούς που δεν ξεπερνούν τα 38 δολάρια την εβδομάδα, με στοιχεία σημερινά. Ετσι, οι κτηνοτρόφοι έγιναν υφαντουργοί και κατασκευαστές ενδυμάτων και γύρω από την πρωτεύουσα Μασέρου ξεφύτρωσαν δεκάδες τεράστιες μονάδες. Μέχρι τα τέλη του 2004 υπολογίζονταν σε πενήντα χιλιάδες οι εργάτες, κύρια γυναίκες, που δούλευαν σε αυτά τα σύγχρονα εργοστάσια σκλάβων δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες την ημέρα, όλη την εβδομάδα, σε απίστευτα άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες. Σχεδόν το 3% του συνολικού πληθυσμού του Λεσόθο!
Αυτά μέχρι το Δεκέμβρη του 2004. Με την κατάργηση των ποσοστώσεων στα υφαντουργικά προϊόντα οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων αποφάσισαν να φύγουν από το Λεσόθο, μιας και τώρα μπορούν να στέλνουν απευθείας τα προϊόντα τους στις αμερικανικές αγορές από την Ασία. Ετσι, έξι εργοστάσια με 6500 εργάτες έκλεισαν σε μερικές μέρες το Δεκέμβρη και το Γενάρη και άλλα ετοιμάζονται να κλείσουν. Ούτε λόγος, φυσικά, για αποζημιώσεις ή άλλες δεσμεύσεις και καλύψεις κ.λπ. Οπως ήρθαν ξαφνικά, έτσι και φύγανε. Χιλιάδες απεγνωσμένοι εργάτες τριγυρνούν τώρα έξω από τις πύλες των άδειων, πια, κτιρίων, η κυβέρνηση πανικόβλητη εκλιπαρεί τους εναπομείναντες να μην ακολουθήσουν τη φυγή και το Λεσόθο κινδυνεύει με μια τρομακτική ανθρωπιστική και κοινωνική κρίση.
Όπως και αλλού, οι άνεργοι ψάχνουν να βρουν κατά πού πέφτει αυτή η μακρινή καταραμένη χώρα που την ονομάζουν Κίνα και κλέβει τις δουλειές των ανθρώπων. Με τη συνδρομή των δυτικών ΜΜΕ αλλά και της τοπικής ελίτ ο εχθρός βρέθηκε. Ετσι μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. Οι δύστυχοι παλιοί κτηνοτρόφοι και τώρα άνεργοι δεν θα σκεφτούν πως οι πραγματικοί εχθροί είναι οι απόγονοι των παλιών αποικιοκρατών. Οι πολυεθνικές και ο ιμπεριαλισμός, που σε συνεργασία με τις τοπικές διεφθαρμένες ελίτ χρησιμοποιούν τους ανθρώπους ως αναλώσιμο υλικό με μοναδικό σκοπό το κέρδος, υποκρίνονται πως τους βοηθούν και τους εγκαταλείπουν σε χειρότερη κατάσταση από αυτήν που τους βρήκαν.

*Το Νοέμβρη του 2003 η αστυνομία βρέθηκε μπροστά σε ένα οργισμένο πλήθος είκοσι χιλιάδων εργατών, που συμμετείχαν σε μια 24ωρη απεργία για αυξήσεις στους μισθούς και οργάνωσαν μια διαδήλωση στην πρωτεύουσα. Από την επίθεση της αστυνομίας, που πυροβόλησε στο ψαχνό, σκοτώθηκαν επίσημα δύο απεργοί και τραυματίστηκαν πάνω από εκατό. Την απεργία οργάνωσε το συνδικάτο LECAWU και τα συνδικάτα στη Νότια Αφρική εκδήλωσαν την αλληλεγγύη τους.

2 Ιουλ 2005

Λαμποούκ- Βόρεια Σουμάτρα. Το τσουνάμι …σκοτώνει ακόμη


Το Λαμποούκ βρίσκονταν μέχρι τον περασμένο Δεκέμβρη στα δυτικά παράλια του Ατσεχ, ανάμεσα σε καταπράσινους λόφους πάνω σε μια εύφορη κοιλάδα στην βόρεια Σουμάτρα. Υστερα από τον μεγάλο σεισμό και τα παλιρροϊκά κύματα στην θέση του χωριού υπάρχει πλέον μια ακάλυπτη έκταση. Εκτός από το κεντρικό τζαμί όλα τα υπόλοιπα κτίσματα καταστράφηκαν και από τους έξι χιλιάδες κατοίκους σώθηκαν μόνο χίλιοι. Τώρα μόνο ελάχιστες σκηνές γύρω από το μοναδικό κτίριο θυμίζουν την ύπαρξη του χωριού και περίπου τριακόσιοι άνθρωποι επιμένουν να προσπαθούν να ξαναρχίσουν να ζούνε εκεί, μέσα σε αντίξοες συνθήκες και αβοήθητοι.

Και πριν τον σεισμό που κτύπησε στα ανοιχτά της Σουμάτρα, το Λαμποούκ ήταν μια φτωχική περιοχή και απομονωμένη, εκτός των άλλων και γιατί βρίσκεται κοντά στις βάσεις των αυτονομιστών ανταρτών του «Απελευθερωτικού Κινήματος του Ατσεχ». Τώρα όμως η κατάσταση είναι τραγική. Το αλμυρό νερό κατέστρεψε τη γη των ορυζώνων του χωριού, που εκτείνονται σε 160 εκτάρια και οι ειδικοί προβλέπουν πως πρέπει να περάσουν ακόμη έξι ή και δώδεκα μήνες για να ξανά-καλλιεργηθούν. Οι αντάρτες προσπάθησαν να βοηθήσουν τις πρώτες μέρες τους κατοίκους του χωριού μεταφέροντας ρύζι και φάρμακα. Μετά από πέντε μέρες όμως εμφανίστηκε ο Ινδονησιακός στρατός και ανάγκασε τους κατοίκους να μετακομίσουν στην πρωτεύουσα της επαρχίας, την Μπάντα Ατσεχ και από τότε η περιοχή στρατοκρατείται, η κίνηση των κατοίκων ελέγχεται με ειδικές άδειες και η ανοικοδόμηση είναι ανύπαρκτη. Οπως καταγγέλλεται τώρα από παρά πολλές πλευρές, η περίφημη ανθρωπιστική βοήθεια από την Δύση και τους διεθνείς οργανισμούς εκτός από ελάχιστη ήταν και άνιση. Μοιράστηκε στις πλούσιες ομάδες και περιοχές, ληστεύτηκε από τα διεφθαρμένα καθεστώτα και τίποτε σχεδόν δεν πήγε σε αυτούς που την είχαν πραγματικά ανάγκη.

Το Ατσεχ κτυπήθηκε βαριά από το σεισμό και το τσουνάμι. Σχεδόν οι δύο στους τρεις νεκρούς από τους 150.000 Ινδονήσιους, θύματα της καταστροφής, προέρχονταν από αυτήν την περιοχή. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες κρατικές στατιστικές, που αναφέρονται στο 2002, το Ατσεχ είναι μια από τις πιο φτωχές περιοχές της Ινδονησίας. Το 48% των κατοίκων δεν είχαν πρόσβαση σε πόσιμο νερό και το 38% σε στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη. Ανάμεσα στο 1999 και το 2002 η φτώχεια είχε διπλασιαστεί και η παιδική θνησιμότητα γνώρισε μεγάλη άνοδο. Ετσι ο σεισμός συμπλήρωσε μια ήδη τραγική εικόνα. Η κυβέρνηση της Τζακάρτα, αρπάζοντας την ευκαιρία, έστειλε πιο πολλούς στρατιώτες παρά χρήματα στο Ατσεχ, με στόχο την καταστολή του αυτονομιστικού κινήματος σε μια στιγμή που η καταστροφή των χωριών του στερούσε τις βάσεις στήριξης. Η βοήθεια σταματούσε τις πιο πολλές φορές στα σύνορα της περιοχής με το πρόσχημα πως υπήρχε κίνδυνος να καταλήξει στα χέρια των ανταρτών. Την ίδια στιγμή ο στρατός συνέχιζε τις επιχειρήσεις και αναφέρθηκαν αρκετά περιστατικά μαζικών δολοφονιών χωρικών που -σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του καθεστώτος- ήταν υποστηρικτές των αυτονομιστών. Οι τελευταίοι έχουν πάρει τα όπλα από το 1976, διεκδικώντας ανεξαρτησία σε μια περιοχή με πλούσιο υπέδαφος που κατοικείται από 4,5 εκατομμύρια ανθρώπους. Στα τριάντα, σχεδόν, χρόνια που κρατάει η σύγκρουση πάνω από δέκα χιλιάδες έχουν σκοτωθεί κύρια από τον ντόπιο πληθυσμό.

* Στην δεκασέλιδη έκθεσή της, που δημοσιεύτηκε στα τέλη του Ιούνη, η γνωστή μεγάλη δυτική ΜΚΟ «Οξφαμ», καταγγέλλει πως σε όλες τις πληγείσες χώρες, έξι μήνες μετά το τσουνάμι, οι φτωχοί πήραν μόνο ψίχουλα για βοήθεια και συνεχίζουν να ζούνε σε καταυλισμούς μέσα σε άθλιες συνθήκες. Η ανοικοδόμηση έχει μείνει απλή υπόσχεση και σχέδιο στα χαρτιά.