9 Σεπ 2006

Mandanpura –Μουμπάι. Κόλαση στα Κεντηματάδικα zari.

 

Η τέχνη zari, χάνεται βαθιά πίσω στους αιώνες , όταν οι πιστοί έπρεπε να κεντήσουν με ασυνήθιστο τρόπο για τους κοινούς θνητούς τα ρούχα των θεών. Στο Μάντια Πραντές , στο Σουράτ και στο Μπιχάρ , υπάρχουν περιοχές που ανέπτυξαν ιδιαίτερη και πολύπλοκη τεχνοτροπία , δημιουργώντας σχολές που ακόμη επιδρούν στα σύγχρονα σχέδια και τεχνικές. Το κέντημα των υφασμάτων με χρυσές και ασημένιες κλωστές και το στόλισμα τους με πέρλες, χάντρες , τεχνητά μαργαριτάρια πούλιες, άστρα και άλλα διακοσμητικά, η κατασκευή περίπλοκων γεωμετρικών σχεδίων και διάφορων παραστάσεων, όλα αυτά συνιστούν την παλιά διαδεδομένη ινδική τέχνη zari. Όχι μόνο στα γυναικεία σάρια αλλά και σε άλλα υφάσματα που χρησιμοποιούνται για στρωσίδια , σε χαλιά η ακόμη σε τσάντες και πορτοφόλια τα κεντήματα zari, αποτελούν πόλο έλξης για τους ξένους και ντόπιους αγοραστές στις μεγάλες πόλεις. Αποτελούν επίσης σημαντικό τμήμα της εξαγωγικής βιομηχανίας υφασμάτων της χώρας και πιστοποιητικό αυθεντικής καταγωγής με σημαντική προστιθέμενη αξία.



Η σημασία και η αξία των κεντημάτων zari εκτός των άλλων συνίσταται και στο ότι αυτά συνεχίζουν να γίνονται με τα χέρια , όπως φυσικά και άλλα πράγματα στην χώρα με το τεράστιο διαθέσιμο φτηνό εργατικό δυναμικό. Ειδικά όμως στις μικρές βιοτεχνίες κεντημάτων zari τα χέρια που περνούν τις κλωστές και τις πούλιες πρέπει να είναι ευκίνητα, τα δάκτυλα μικρά και φυσικά πολύ φθηνά για τις ατέλειωτες ώρες που χρειάζονται να φτιαχτούν τα δύσκολα σχέδια. Γι αυτό στα μικρά υπόγεια και στους κλειστούς χώρους στις περιοχές που βρίσκονται τα κεντηματάδικα , ειδικά στο Μουμπάι , στο Δελχί και στο Τσενάι, οι εργάτες είναι στην μεγάλη πλειοψηφία τους, μικρά παιδιά.



Στην παραγκούπολη της Mandanpura ,συγκεντρώνονται τα περισσότερα από τα χιλιάδες κεντηματάδικα στο Μουμπάι. Πάνω από εικοσιπέντε χιλιάδες παιδιά , σε ηλικίες ανάμεσα στα έξι και τα δεκατέσσερα, υπολογίζεται πως βρίσκονται φυλακισμένα σε μικρά δωμάτια και υπόγεια , δουλεύοντας για πενήντα ρουπίες την μήνα από τα χαράματα ως τα μεσάνυχτα, μέχρι και είκοσι ώρες την ημέρα. Μόνο την Κυριακή, που και αυτή είναι εργάσιμη, τα αγόρια , εάν επιτρέψει το αφεντικό , παίρνουν την άδεια να βγούνε για μια βόλτα. Το 90% των παιδιών στις βιοτεχνίες zari, είναι μετανάστες από τις φτωχές περιοχές της χώρας , ειδικά από το Μπιχάρ και το Ουταρ Πραντές. Στέλνονται με την συγκατάθεση των γονιών τους , για να μάθουν την τέχνη και για να ξεφύγουν από την φτώχεια! Αρκετά όμως , έχουν στην πραγματικότητα απαχθεί και φυλακιστεί. Αντικείμενα σωματικών και σεξουαλικών κακοποιήσεων και βάναυσων ποινών, ζούνε κλειδωμένα κάτω από καταπακτές , με δύο μικρά γεύματα την ημέρα και δύο φλιτζάνια τσάι. Το εκπληκτικό είναι πως μια από τις βασικές δικαιολογίες γι αυτήν την σκληρή παιδική εκμετάλλευση μέσω της εσωτερικής μετανάστευσης από τις φτωχές περιοχές της Ινδίας είναι η αποφυγή της στράτευσης των παιδιών στις ναξαλίτικες αντάρτικες αριστερές οργανώσεις που για την Ινδική ελίτ είναι «τρομοκράτες»!

 

 

*Με αφορμή την κατακραυγή που ξεσηκώθηκε στα τοπικά ΜΜΕ στο Μουμπάι, από τον βίαιο θάνατο δύο παιδιών σε κεντηματάδικα, η τοπική αστυνομία αναγκάστηκε, στα τέλη του 2005, να εξαπολύσει μια επιχείρηση ανακάλυψης παιδιών που ζούνε σε αυτές τις συνθήκες. Σε μια επίδειξη αποφασιστικότητας συγκέντρωσε 400 παιδιά που τα έστειλε πίσω στις οικογένειες τους . Από τότε , όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, οι έλεγχοι πάλι ατόνησαν και τα χιλιάδες παιδιά συνεχίζουν να κεντούν μέσα στα ανθρώπινα κολαστήρια.

22 Ιουλ 2006

Μbour-Σενεγάλη Οι ψαρόβαρκες που κρύβουν στα δίχτυα τους ανθρώπους.


Οι ξύλινες μακρόστενες βάρκες που δένουν στο λιμάνι του Μbour, αντί να λιγοστεύουν εξαιτίας της έλλειψης ψαριών στα ανοικτά, προς την μεριά του ωκεανού, που δημιούργησαν οι κλιματικές αλλαγές και η υπεραλίευση από τα μεγάλα πλοία που έρχονται από την Ευρώπη, αυξάνονται σε αριθμό. Έχουν γίνει μάλιστα και περιζήτητες με αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση της τιμής τους. Τώρα μια βάρκα κοστίζει ακόμη και δέκα εκατομμύρια φράγκα Αφρικής, δηλαδή σχεδόν είκοσι χιλιάδες δολάρια. Πριν από δεκαπέντε χρόνια δεν ήταν πάνω από διακόσιες ενώ τώρα ξεπερνούν τι χίλιες. Οι αφρικάνικες ξύλινες ψαρόβαρκες , αρκετές με μήκος μέχρι και είκοσι μέτρα, που στην γλώσσα των Woloff, ονομάζονται Mbeukk-mi, δηλαδή αυτές που σχίζουν τα κύματα, είναι παραταγμένες στην προκυμαία , σχηματίζοντας ένα πολύχρωμο σκηνικό από ζωηρά κόκκινα , κίτρινα και πράσινα χρώματα και μόνο όταν βάλουν πλώρη για τον ωκεανό , σχεδόν πάντα νύκτα, καταλαβαίνει κανείς πως δεν κουβαλάνε ψαράδες.

Το Mbour, μια βρώμικη πόλη εκατόν εξήντα χιλιάδων κατοίκων, που βρίσκεται ογδόντα πέντε περίπου χιλιόμετρα νότια του Ντακάρ, έχει εξελιχθεί στην μεγαλύτερη πύλη εξόδου παράνομων μεταναστών της χώρας. Σενεγαλέζοι αλλά και άλλοι απελπισμένοι από όλη την Δυτική Αφρική , συγκεντρώνονται στην πόλη για να επιβιβαστούν σε μια ξύλινη βάρκα για ένα τολμηρό και άκρως επικίνδυνο ταξίδι προς την Ευρώπη. Πρέπει να διασχίσουν χίλια πεντακόσια σχεδόν χιλιόμετρα πάνω στα κύματα του Ατλαντικού για να φτάσουν στα Κανάρια νησιά , τα οποία αποτελούν Ισπανικό έδαφος. Πολλοί ψαράδες στο Mbour έχουν αλλάξει δουλειά και κάνουν τώρα το επικερδές λαθρεμπόριο ανθρώπων , παρά το κυνήγι της τοπικής αστυνομίας κα των αρχών της χώρας, που πιεσμένες από την Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθούν να εμποδίσουν ανόρεκτα τους ανθρώπους που θέλουν να φύγουν. Τα ρίσκα αυτής της δουλειάς είναι πολλά αλλά και τα κέρδη μεγάλα. Κάθε λαθρο-μετανάστης πληρώνει έως και 3900 δολάρια ΗΠΑ ( δύο εκατ. φράγκα Αφρικής) , για να επιβιβαστεί. Αρκετές φορές βάρκες και ανθρώπους, καταπίνει ο ωκεανός σε ένα ταξίδι αρκετών ημερών με ελάχιστα εφόδια και κανένα μέτρο προστασίας. Οι «τυχεροί» που θα φτάσουν εξαντλημένοι η μισοπεθαμένοι στις ακτές της Φουέρτεβεντούρα η του Λανθαρότε , θα αρχίσουν να ζούνε μια νέα σκληρή περιπέτεια. Βίαιες απελάσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης και άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Παρ’ όλα αυτά τα κύματα των απελπισμένων νέων Αφρικάνων μεγαλώνουν, εξαιτίας της οικονομικής και κοινωνικής αποσάθρωσης της Αφρικής. Στα Κανάρια, μόνο φέτος, έφτασαν μέχρι τώρα ένδεκα χιλιάδες παράνομοι μετανάστες από πέντε χιλιάδες που καταγράφτηκαν όλο το 2005!

Αυτή η μεγάλη αριθμητική έκρηξη έχει δημιουργήσει πανικό στις Ισπανικές αρχές οι οποίες ζήτησαν την συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο στόχαστρο μπήκε η Σενεγάλη που θεωρείται η ανερχόμενη αφετηρία της παράνομης μετανάστευσης από την Μαύρη Ήπειρο και η οποία φαίνεται να έχει υποκαταστήσει τις εξαγωγές ψαριών με αυτές των ανθρώπων. Μόλις πρόσφατα το μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής , Φράνκο Φρατίνι , μίλησε για ένα κοινό σχέδιο έκτακτης ανάγκης για να αποτραπεί η μαζική αποβίβαση στα Κανάρια από τις ακτές της Αφρικής. Η κοινή ομάδα δράσης , με δυνάμεις από διάφορα μέλη της Ένωσης , ονομάζεται Frontex και με σκάφη και αεροπλάνα, θα προσπαθεί να εμποδίσει τις ψαρόβαρκες να πλησιάσουν τις ακτές των νησιών!

* Τις ημέρες που συγκεντρώνονταν το υλικό για τον σημερινό «Αθέατο Κόσμο», ο Χ.Μιχαηλίδης στην «Ελευθεροτυπία» παρουσίασε τον Σενεγαλέζο ράπερ D.J. Awadi, και το πρόσφατο τραγούδι του, «Σουνουγκάλ»( το κανό μας) για την τύχη των Αφρικάνων νεαρών που ταξιδεύουν πάνω στις ψαρόβαρκες προς την Δύση η τον θάνατο. Το τραγούδι μαζί με μια σειρά εκπληκτικών φωτογραφιών βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.studiosankara.com/sunugaal.html. H στήλη το συστήνει στους αναγνώστες της.

8 Ιουλ 2006

Κέηπ-Τάουν, Khayelitsha. Το νέο απαρτχάιντ


Η Hazel Makuzeni, είναι εικοσιπέντε χρόνων και ζει με την μητέρα της στην Khayelitsha, μια μεγάλη παραγκούπολη, είκοσι χιλιόμετρα από το κέντρο του Κέηπ Τάουν. Έγινε γνωστή τελευταία μέσα από ένα ιντερνετικό μπλοκ, όταν έστειλε μια επιστολή για την απελπιστική κατάσταση διαβίωσης και την μεγάλη εγκληματικότητα που επικρατεί στην περιοχή. Σε αυτήν εξιστορεί τους κινδύνους που διατρέχουν ιδιαίτερα οι γυναίκες στους δρόμους της παραγκούπολης από τις συμμορίες των νεαρών κλεφτών, που αρπάζουν, πολύ συχνά, οτιδήποτε πολύτιμο κουβαλάνε οι περαστικοί, με την απειλή των όπλων.

Η Khayelitsha, που στην γλώσσα των Xhosa, θα πει το «νέο σπίτι μας», είναι -με διαφορά- η μεγαλύτερη παραγκούπολη της Νότιας Αφρικής, με πληθυσμό που υπολογίζεται πως φτάνει τις πεντακόσιες χιλιάδες. Με πολυπληθέστερες ομάδες, τους προερχόμενους από τις φυλές Xhosa, Sotho και Zulu, ο νεανικός κυρίως πληθυσμός, ζει σε συνθήκες απόλυτης ένδειας και μιζέριας. Παραπάνω από τους μισούς είναι άνεργοι, η παιδική θνησιμότητα είναι διπλάσια από αυτή στο Κέηπ, οκτώ στους δέκα ζούνε σε παραπήγματα από ύφασμα και τσίγκο, ένα σπίτι στα τρία δεν έχει νερό και για μια τουαλέτα αντιστοιχούν εκατόν πέντε άνθρωποι! Όχι λίγες φορές στην παραγκούπολη που είναι χωρισμένη σε αριθμημένα Cites, ξεσπούνε πυρκαγιές που εξαπλώνονται γρήγορα εξαιτίας των υλικών με τα οποία είναι φτιαγμένα τα παραπήγματα. Στην Cite B, λόγου χάρη, τον περσινό Δεκέμβρη, η φωτιά έκαψε πολλούς, ανάμεσα τους και ένα δεκατετράχρονο κορίτσι. Η φυματίωση και το Aids θερίζουν, με το τελευταίο να έχει συνεχείς αυξητικούς ρυθμούς κρουσμάτων. Η ανυπαρξία αποχετευτικού δικτύου σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη δομών ιατρικής περίθαλψης αποτελούν τις βασικές αιτίες της επιδημίας του Aids στις μικρές ηλικίες. Από τις τετρακόσιες περίπου μωρομάνες που πηγαίνουν για εξετάσεις κάθε μήνα σε ένα κέντρο εξέτασης στην Khayelitsha, οι καταγραφές δείχνουν πως ένα στα τρία νεογέννητα κουβαλάει τον θανατηφόρο ιό. Μέχρι το τέλος του 2004, οι οροθετικοί στην χώρα έφταναν τα 6,2 εκατομμύρια, σχεδόν ένα εκατομμύριο παραπάνω από το 2003.

Δεν είναι καθόλου, λοιπόν, περίεργο που η εγκληματικότητα μαστίζει την παραγκούπολη αλλά και τα υπόλοιπα αστικά κέντρα της χώρας. Ο μαύρος πληθυσμός αποτελεί τον κύριο θύτη αλλά και το κύριο θύμα των διάφορων παραβατικών πράξεων που εκτείνονται από μικρές κλεψιές έως ένοπλες επιθέσεις, βιασμούς και δολοφονίες. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές οι αναλογίες αυτών των πράξεων είναι πολύ μεγαλύτερες ανάμεσα στους μαύρους παρά στις υπόλοιπες φυλετικές ομάδες.

Παρά το γεγονός πως η Νότια Αφρική θεωρείται σαν μια έντονα αναπτυσσόμενη οικονομία, στο εσωτερικό της συνεχίζει να περικλείει τεράστιες ανισότητες. Οι ρυθμοί ανάπτυξης αποτελούν προνόμιο μιας μικρής επιχειρηματικής ελίτ, που ανεξάρτητα από χρώμα πια, κτίζει ένα νέο κοινωνικό απαρτχάιντ, ύστερα από την πτώση του ρατσιστικού καθεστώτος των λευκών και την ανάληψη της εξουσίας από το Κογκρέσο. Σε πάνω από 24 εκατομμύρια υπολογίζονται οι Νοτιοαφρικάνοι, αποκλειστικά σχεδόν μαύροι που ζούνε κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας και 12 εκατομμύρια από αυτούς σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης. Ένας στους τέσσερις Νότιο-αφρικανούς είναι άνεργος και οι αποκλεισμοί είναι μια καθημερινή κατάσταση παρά τις υποσχέσεις για ισότητα και ίδιες ευκαιρίες για την μαύρη πλειοψηφία.

* Στα μέσα του περασμένου Ιούνη συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από την μεγάλη σφαγή πάνω από εξακοσίων μαύρων διαδηλωτών στο Σοβέτο, το 1976. Η 16η του Ιούνη καθιερώθηκε σαν ημέρα των νέων και με εκδηλώσεις τιμούνται οι μάρτυρες. Προς τιμήν του νεαρότερου νεκρού, του Έκτορα Πέτερσον, που η συγκλονιστική φωτογραφία του είχε κάνει τον γύρο του κόσμου, στήθηκε μνημείο στο οποίο κατέθεσαν στεφάνια -μεταξύ άλλων- ο πρόεδρος Τάμπο Μπέκι και η μητέρα του Έκτορα. Ο Έκτορας αν ζούσε θα ήταν σήμερα σαράντα-δυο χρόνων.

24 Ιουν 2006

ΤΖΑΜΑΛΠΟΥΡ-ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ. Το τίμημα της προίκας


Ο Moizuddin Miah είναι σαράντα-επτά χρόνων και γυρνάει όλη την μέρα τους δρόμους της Ντάκα μεταφέροντας ανθρώπους και υλικά με ένα χειροκίνητο ρίκ-σο. Δουλεύει σε μια εταιρία δίτροχων χειραμαξών, βγάζοντας διακόσια, σε εξαιρετικές μάλιστα φορές και τετρακόσια, taka (70 taka / ένα αμερικάνικο δολάριο) την ημέρα. Από αυτά πρέπει να συντηρηθεί, να πληρώσει νοίκι επτακόσια τάκας τον μήνα και να στείλει και στην οικογένεια του. Ο Moizuddin μένει μόνος του στην παραγκούπολη Sabujbagh στην πρωτεύουσα του Μπαγκλαντές, κάτω από μια τσίγκινη στέγη, σε μια τρώγλη μαζί με άλλους τριαντατρείς ανθρώπους που μοιράζονται δύο τουαλέτες. Το δωμάτιο του, 1,5 Χ 2,1 μέτρα μόλις και φτάνει για να ξαπλώσει το σώμα του.

Ο Moizuddin υπήρξε περισσότερο από μία φορά άτυχος. Από τα τέσσερα παιδιά του τα τρία είναι κορίτσια. Στην βόρεια επαρχία Jamalpur, διακόσια πενήντα χιλιόμετρα από την Ντάκα, ο Moizuddin αναγκάστηκε να πουλήσει όλη την περιουσία του για να τις προικίσει. Οταν παντρεύτηκε η πρώτη κόρη του, πούλησε για επτακόσια περίπου δολάρια (50 χιλιάδες taka) το καλύτερο κομμάτι της καλλιεργήσιμης γης του. Στη δεύτερη έδωσε όσο-όσο και τα υπόλοιπα κομμάτια και από τότε αποφάσισε να κατέβει στην Ντάκα για δουλειά. Τώρα στέλνει κάθε μήνα πίσω λεφτά στην οικογένεια του με την ελπίδα πως κάποτε θα καταφέρει με τις οικονομίες του να ξανά-αγοράσει ένα κομμάτι γης αφού πρώτα φυσικά παντρέψει την τελευταία κόρη του.

Παρά τη νομοθετική απαγόρευση, το έθιμο της προίκας, που στην ουσία έχει μετατραπεί -με την βοήθεια της απέραντης φτώχειας- σε κατάρα παραμένει σε πλήρη ισχύ. Τόσο η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων όσο και η μειοψηφία των Ινδουιστών, Μπενγκαλέζων, που συνωστίζονται στην πάμπτωχη πυκνοκατοικημένη χώρα, ζητάνε ή δίνουν προίκα για να παντρευτεί ένα κορίτσι, που συνήθως από την ηλικία των δέκα-τέσσερα χρονών αρχίζει να παζαρεύεται. Η προίκα ακολουθεί τη νέα γυναίκα και αποτελεί όρο για να γίνει αποδεκτή από την καινούρια οικογένειά της. Πολλές φορές οι απαιτήσεις είναι μεγάλες και γι’ αυτό η προίκα δίνεται κατά δόσεις ακόμα και ύστερα από αρκετά χρόνια γάμου, είτε με μετρητά είτε μερικές φορές με ολόκληρες γεωργικές σοδειές. Αυτό είναι το λιγότερο. Γιατί η προίκα είναι συνδεμένη με την απίστευτη ταπείνωση της γυναίκας στην κοινωνία της χώρας και τις τρομακτικές κακοποιήσεις και δολοφονίες που γίνονται όταν δεν εκτελεστούν οι συμφωνίες ή όταν προκύψουν νέες απαιτήσεις. Το καθημερινό αστυνομικό δελτίο στις διάφορες περιοχές είναι γεμάτο με τέτοια περιστατικά και εγκλήματα, ενάντια σε νεόνυμφες κυρίως γυναίκες από τους συζύγους και τις οικογένειες τους.

Παρά τις υποκριτικές αντιδράσεις του μαφιόζικου φεουδαρχικού καθεστώτος που λυμαίνεται τον πλούτο και την εργασία των ανθρώπων στο Μπανγκλαντές, για την προίκα και τις βάρβαρες μεθόδους των φτωχών ανθρώπων, η αλήθεια είναι πως αυτές δεν αποτελούν κυρίως κάποια πολιτισμική ιδιοτροπία ή είναι μόνο ένδειξη καθυστέρησης. Στη βασική πλευρά τους αυτές οι σκληρές σχέσεις υπαγορεύονται από την ανάγκη της επιβίωσης των εκατομμυρίων δύστυχων κατοίκων της χώρας που αντιμετωπίζουν συνθήκες βαθιάς φτώχειας και εξαθλίωσης.

* Σε έρευνα του BSS, του επίσημου ειδησεογραφικού πρακτορείου της χώρας, τον Μάη του 2004, σε δείγμα 2000 ερωτηθέντων σε 64 περιοχές, το 91% συμφώνησε με την ανάγκη κατάργησης της προίκας. Παρόλα αυτά όμως οι συνθήκες και οι ανάγκες αποδείχνονται για μια ακόμη φορά δυνατότερες από την ευαισθησία των ανθρώπων.

10 Ιουν 2006

Κάστρα Τρανσυλβανίας-Ρουμανία. Η επιστροφή του Δράκουλα


Το κάστρο Πέλες, παρά την μικρή ηλικία του, είναι για πολλούς το ομορφότερο από άλλα που υπάρχουν στη Ρουμανία αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Βρίσκεται σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία στην ορεινή κοιλάδα του ποταμού Πράχοβα, εξήντα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από το Πλοέστι και πενήντα χιλιόμετρα νότια από το Μπρασόφ. Κτισμένο ανάμεσα στο 1873 και στο 1883, στην ορεινή μικρή πόλη Σινάια, σημερινό χειμερινό θέρετρο 15 χιλιάδων περίπου μόνιμων κατοίκων, είναι κορυφαίο δείγμα γερμανικής αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Ανάμεσα στα 160 συνολικά δωμάτια του κάστρου ξεχωρίζουν αρκετά που είναι φορτωμένα με πολυελαίους από κρύσταλλα Μουράνο, πορσελάνες Σεβρών, είναι ντυμένα με δέρμα από την Κόρντοβα, ενώ τα παράθυρα είναι κατασκευασμένα από γερμανικό γυαλί, υψηλής ποιότητας. Με σημερινές εκτιμήσεις το κάστρο, που άλλοτε ήταν θέρετρο της βασιλικής οικογένειας της Ρουμανίας, ξεπερνά σε αξία τα 25 εκατομμύρια δολάρια. Από το 1948 πέρασε στην ιδιοκτησία του Ρουμανικού κράτους και μετατράπηκε σε μουσείο.

Σχετικά κοντά στο κάστρο Πέλες, το κάστρο Μπράν έχει μεγαλύτερη και βαρύτερη ιστορία. Εικοσιοκτώ χιλιόμετρα από το Μπρασόφ, στην καρδιά της Τρανσυλβανίας, το κάστρο κτίστηκε το 1212 από Τεύτονες ιππότες. Εγινε γνωστό στα τέλη του 18ου αιώνα όταν θεωρήθηκε πως υπήρξε η έδρα του Βλαντ Τέπες του Τρίτου, βοιβόδα της Βλαχίας, που έζησε από το 1431 έως το 1476. Ο τρομερός Βλάντ, πέρασε στην ιστορία σαν ο Βλάντ ο Ανασκολοπιστής και αλλιώς με το προσωνύμιο Δράκουλας. Το κάστρο Μπράν, λοιπόν, με την βοήθεια της λαϊκής παράδοσης και ενός Ιρλανδού συγγραφέα, του Αβραάμ Στόκερ, που έγραψε πολλές νουβέλες τρόμου, θεωρείται έκτοτε η κατοικία του Δράκουλα της Τρανσυλβανίας. Το κάστρο, πριν περάσει και αυτό στην ιδιοκτησία της Ρουμανικής κυβέρνησης το 1948 και γίνει τουριστικό αξιοθέατο, ήταν ιδιοκτησία του βασιλικού οίκου των Αμψούργων.

Τα δύο κάστρα, έμελλε να έχουν την ίδια τύχη σχεδόν, μετά την πτώση του καθεστώτος του ανύπαρκτου. Για χρόνια παραμελημένα, αποφασίστηκε να δοθούν πρόσφατα στους παλιούς ιδιοκτήτες τους. Ετσι το πρώτο παραχωρήθηκε στον υπέργηρο πρώην βασιλιά Μιχαήλ, που διώχτηκε από τη χώρα το 1948 ενώ το δεύτερο σε έναν απόγονο των Αμψούργων, τον Γερμανό αρχιτέκτονα Ντομινίκ φον Χάμπσμπουργκ, που κατοικεί τώρα στην Νέα Υόρκη. Για τον Μιχαήλ, έγινε γνωστό πως ήταν μια επιπλέον ένδειξη ευγνωμοσύνης του νέου καθεστώτος για τις υπηρεσίες που πρόσφερε για την προώθηση της ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η επιστροφή των παλιών ιδιοκτητών θα είχε λίγη σημασία, εάν δεν ήταν το συμβολικό επιστέγασμα μιας ευρύτερης κοινωνικής οπισθοδρόμησης της χώρας, η τροχιά της οποίας διαγράφτηκε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με ραγδαίους ρυθμούς. Ακριβώς γι’ αυτό ο συμβολισμός είναι ισχυρός και ταυτόχρονα ενδεικτικός της αντίστροφης πορείας προς το παρελθόν που έχουν πάρει οι λεγόμενες χώρες της μετάβασης από τον ανύπαρκτο σοσιαλισμό με τα υπολείμματα των μεταπολεμικών κοινωνικοπολιτικών κατακτήσεων στην καπιταλιστική μεσαιωνική βαρβαρότητα.

* Ο εξηνταοχτάχρονος Habsburg, περιχαρής δήλωσε σε δημοσιογράφους πως δεν έχει λόγια να ευχαριστήσει τον λαό της Ρουμανίας και υπενθύμισε πως το κάστρο Μπράν είναι συνδεμένο με τη δικαιοσύνη και την αγαθοεργία στη χώρα!

27 Μαΐ 2006

Μέξικο-Σίτι. Η διψασμένη μεγαλούπολη


Με πάνω από είκοσι εκατομμύρια πληθυσμό η Πόλη του Μεξικό επεκτείνεται διαρκώς σε μια λεκάνη μήκους εκατό χιλιομέτρων που σχηματίζουν μεγάλοι ορεινοί όγκοι σε υψόμετρο 2.240 μέτρων πάνω από τη θάλασσα. Επτά αιώνες πριν, όταν οι Αζτέκοι αποφάσισαν να κατοικήσουν εδώ, η περιοχή ήταν γεμάτη με λίμνες και άφθονα επίγεια νερά. Σύμφωνα με την παράδοση ο τόπος επιλέχτηκε ύστερα από το εντυπωσιακό πέταγμα ενός αετού, που κουβαλώντας ένα αιχμαλωτισμένο φίδι, σταμάτησε πάνω σε ένα κάκτο σε ένα μικρό νησί στην μέση της λίμνης. Για τους ιθαγενείς Ναχούα, το σημείο ήταν ο ομφαλός του φεγγαριού, έκφραση από την οποία πήρε το όνομα της η πόλη και ολόκληρη η χώρα. Ακόμη και τώρα στο κέντρο της πόλης η εντυπωσιακή πλατεία Ζόκαλο συμβολίζει το σημείο-μηδέν, δηλαδή την αρχή κάθε ανθρώπινου υπολογισμού σε σχέση με τα βουνά και τα άστρα. Οταν οι Ισπανοί έφτασαν στην περιοχή το 1519 εντυπωσιάστηκαν από τη φυσική ομορφιά και το ειδυλλιακό τοπίο.

Από τότε όλα σχεδόν άλλαξαν και η περιοχή έχει γίνει αγνώριστη από τη δημιουργία της μεγαλύτερης τερατούπολης στον κόσμο. Η πόλη έχει μετατραπεί σε μια δημογραφική βόμβα, κτισμένη πάνω σε ανύπαρκτες υποδομές ενώ στα σπλάχνα της κουβαλά τεράστια κοινωνικά χάσματα, ανισότητες και εκρηκτικά προβλήματα. Ενα από αυτά είναι και η έλλειψη του νερού, η εξάντληση του πλούσιου προαιώνιου υδροφόρου ορίζοντα, η μόλυνση αυτού που απομένει και η ραγδαία καταστροφή του δικτύου μεταφοράς από την έλλειψη επενδύσεων και τις καθιζήσεις. Η υπέρ-άντληση, έχει σαν αποτέλεσμα τη συνεχή καθίζηση του εδάφους, που από το 1900 κατέβηκε μέχρι και δέκα μέτρα σε ορισμένα σημεία! Ετσι το Μέξικο-Σίτι είναι η πιο διψασμένη πόλη του πλανήτη!

Δύο εκατομμύρια άνθρωποι ζούνε χωρίς να έχουν καμιά πρόσβαση σε νερό στα σπίτια τους και αρκετοί περισσότεροι έχουν νερό μόνο για μία ώρα την εβδομάδα. Στην Iztapalapa, λόγου χάρη, μια βιομηχανική συνοικία με απέραντες φτωχογειτονιές, το όνειρο των Μεξικάνων είναι να φέρουν νερό έστω για μια ακόμη ώρα την εβδομάδα. Από την άλλη, μόνο το 10% των αστικών λυμάτων της πόλης τυχαίνουν μιας υποτυπώδους διαχείρισης, ενώ τα υπόλοιπα ρίχνονται στην θάλασσα ή στα ποτάμια. Ετσι, παρά το γεγονός πως ένα παχύ σκληρό στρώμα από άργιλο, κάτω από την πόλη, προσπαθεί να προστατεύσει τα υπόγεια νερά, αυτά έχουν προ πολλού μολυνθεί. Ετσι η αγορά εμφιαλωμένου νερού στο Μεξικό είναι ίσως η πιο πλούσια σε όλο τον κόσμο με τζίρο που υπολογίζεται στα 32 δις δολάρια!

Σαν απάντηση στο πρόβλημα, που οι επιστήμονες θεωρούν πως θα πάρει εκρηκτικές διαστάσεις μέχρι το 2020, οι κυβερνήσεις της χώρας και οι τοπικές αρχές βρήκαν το γιατρικό. Την πλήρη ιδιωτικοποίηση της παραγωγής και διανομής. Φυσικά τα πράγματα πήγαν από το κακό στο χειρότερο και το νερό εκτός από σπάνιο έγινε και πολύ πιο ακριβό.

* Οπως και για τα υπόλοιπα προβλήματα της πόλης, έτσι και γι’ αυτό του νερού, αυτοί που το αντιμετωπίζουν είναι τα εκατομμύρια των φτωχών. Στις αριστοκρατικές συνοικίες με τις πολυτελείς επαύλεις που είναι οχυρωμένες σαν φρούρια το νερό ρέει άφθονο και σπαταλιέται. Υπολογίζεται πως στο πλουσιότερο 9% του πληθυσμού της πόλης αντιστοιχεί το 75% της συνολικής κατανάλωσης!

13 Μαΐ 2006

Δυτική Παπούα – Grasberg. Το ορυχείο που σκότωσε τα προγονικά πνεύματα


Η κορυφή Puncak Jaya, χάνεται στον ουρανό σε ύψος 4884 μέτρων στο κέντρο της Δυτικής Παπούα, στο νησί της Νέας Γουινέα. Τμήμα της οροσειράς Surdirman, η κορυφή για την κοσμολογία των αυτόχθονων της φυλής Amungme συμβολίζει το ιερό κεφάλι της μητέρας τους ενώ το βουνό την καρδιά της. Στους κρατήρες της οροσειράς κατοικούν τα προγονικά πνεύματα που συνόδευσαν για πάνω από πέντε χιλιάδες χρόνια την ανθρώπινη διαδρομή σε αυτήν την εξωτική περιοχή, στο δεύτερο μεγαλύτερο νησί του κόσμου.

Ακριβώς στην σκιά της μεγάλης κορυφής, κοντά στην πόλη Τεμπαγκαπούρα, το ορυχείο Grasberg εδώ και τρεις δεκαετίες τρώει τα σπλάχνα του βουνού. Το ορυχείο, που εκτείνεται σε μια περιοχή 2,5 εκατομμυρίων, είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο σε παραγωγή χρυσού και το τρίτο σε παραγωγή χαλκού. Ξεκίνησε την λειτουργία του το 1973, την περίοδο της σκληρής δικτατορίας Σουχάρτο από την εταιρία «Φρήπορτ Μακ- Μόραν» θυγατρική του αμερικάνικου γίγαντα ορυχείων Μακ-Μόραν που έχει έδρα την Νέα Ορλεάνη. Η Μακ-Μόραν ήταν η πρώτη πολυεθνική που ένα μήνα μετά το αιματηρό πραξικόπημα του 1966, υπέγραψε συμφωνία επένδυσης με το στρατιωτικό καθεστώς και από τότε λειτουργεί με την πλήρη στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη της Τζακάρτα.

Το ορυχείο έχει γίνει ένα από τα επίκεντρα του αγώνα των αυτοχθόνων ενάντια στην ινδονησιακή κατοχή και σύμβολο της ληστρικής αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Η περιοχή, στόχος των επιθέσεων του ένοπλου αυτονομιστικού κινήματος παλιότερα, έχει μετατραπεί σε μια από τις πιο στρατοκρατούμενες περιοχές της Ινδονησίας. Λειτουργώντας σε 24ωρη βάση, συνέχεια για 365 ημέρες το χρόνο το ορυχείο παράγει 110 χιλιάδες τόνους απόβλητα την ημέρα, τα περισσότερα τοξικά που έχουν μολύνει όλο τον υδροφόρο ορίζοντα και το σύστημα των ποταμών που κατευθύνονται προς την θάλασσα της Αραφούρα νότια. Πρόσφατες φωτογραφίες από δορυφόρους πιστοποιούν την τεράστια οικολογική καταστροφή από τα μεγάλα φορτία αποβλήτων που εναποτίθονται σε διπλανές κοιλάδες, ενώ υπολογισμοί ανεβάζουν τον όγκο τους σε διπλάσιο μέγεθος από αυτό των χωμάτινων όγκων που μετακινήθηκαν για να ανοίξει η διώρυγα του Παναμά! Πλήθος επιδημιολογικών ερευνών αλλά και εμπειρικές ιατρικές καταγραφές αναφέρουν κατακόρυφη αύξηση των ασθενειών και των μολύνσεων στους αυτόχθονες πληθυσμούς.

Οι τελευταίοι, και ειδικά η φυλή των Αmungme, που έχει αποδεκατιστεί πρώτα από τους Ολλανδούς αποικιοκράτες και ύστερα από τους Ινδονήσιους συνεχίζουν να αντιστέκονται. Γι’ αυτούς το ορυχείο είναι απόλυτη καταστροφή. Ακόμη και από την εργασία στο ορυχείο είναι αποκλεισμένοι. Από τους 7500 εργαζόμενους σε αυτό μόνο 150 είναι αυτόχθονες ενώ η βία, οι δολοφονίες και οι εξαφανίσεις από τον στρατό και την ABRI, την περιβόητη Ινδονησιακή μιλίτσια που πληρώνεται αδρά από την εταιρία είναι συχνά φαινόμενα. Η δυτική Παπούα, ένας πραγματικός φυσικός παράδεισος με 245 φυλές αυτόχθονων και με το 20% των γνωστών γλωσσών παγκοσμίως να μιλιούνται εκεί, συνεχίζει να αιμορραγεί και να καταστρέφεται.

* Τον περασμένο Φλεβάρη και Μάρτη η οργή των νεαρών αυτόχθονων και των φοιτητών ενάντια στο ορυχείο ξέσπασε και οδήγησε σε σκληρές συγκρούσεις με τον στρατό και την αστυνομία γύρω από το ορυχείο αλλά και στην πρωτεύουσα Τιμίκα. Σκοτώθηκαν τρεις αστυνομικοί και τραυματίστηκαν πολλοί διαδηλωτές. Χίλιοι φοιτητές επιτέθηκαν στα γραφεία της εταιρίας στην Τζακάρτα ενώ η παραγωγή του ορυχείου σταμάτησε για μερικές ημέρες για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.

29 Απρ 2006

Σιέρα Λεόνε- Sewa. Δυστυχία στο πλούσιο ποτάμι


Ο Sewa είναι ένα από τα μεγάλα ποτάμια στην Σιέρα Λεόνε που ξεκινάνε από τα κεντρο-ανατολικά και καταλήγουν στον Ατλαντικό ωκεανό. Το ποτάμι φέρνει ζωή στην παράκτια ζώνη και την κάνει εύφορη για πολλές καλλιέργειες. Στο πέρασμά του όμως κουβαλά και άλλο μεγαλύτερο πλούτο. Στο αμμώδη βυθό του και στις δύο όχθες της κοίτης του, ο Sewa παλιότερα ήταν πολύ πλούσιος σε ιζηματογενή διαμάντια. Από το 1930 που ανακαλύφθηκε το πρώτο διαμάντι έως τώρα η εκμετάλλευση υπήρξε εντατική με αποτέλεσμα τώρα τα διαμάντια να ανακαλύπτονται πιο δύσκολα. Παρ’ όλα αυτά το κυνήγι συνεχίζεται και πολλοί θεωρούν πως μια από τις βασικές αιτίες του δεκαετούς εμφυλίου που κατέστρεψε την χώρα, από τις αρχές του 1991, ήταν ακριβώς η διεκδίκηση του ελέγχου των αδαμαντοφόρων πεδίων της χώρας.

Πλούσια σε ορυκτά και εύφορη σε μεγάλα τμήματά της, η Σιέρα Λεόνε, είναι από τις φτωχότερες χώρες της Αφρικής για τα πέντε εκατομμύρια των κατοίκων της. Λεηλατημένη από τους Άγγλους αποικιοκράτες για δεκαετίες, απέκτησε την τυπική ανεξαρτησία της το 1961 αλλά ποτέ δεν κατάφερε να ορθοποδήσει. Πραξικοπήματα, επεμβάσεις και υποκινούμενοι εμφύλιοι προκάλεσαν τη σημερινή δυστυχία. Με προσδόκιμο μέσο όρο ζωής τα 42,5 χρόνια, με την υψηλότερη, διεθνώς, παιδική θνησιμότητα, με τεράστια κύματα προσφύγων και με το Αids, την ελονοσία και τη φυματίωση να θερίζουν, η χώρα αποτελεί ακόμη και για τα αφρικάνικα δεδομένα παράδειγμα προς αποφυγή. Ιδιαίτερα η περιοχή στα νοτιοανατολικά συγκεντρώνει τον φτωχότερο πληθυσμό. Πάνω από 70% των ανθρώπων ζει κάτω ακόμη και από αυτό το επίσημο όριο φτώχειας της χώρας!!

Χιλιάδες απελπισμένοι νεαροί συρρέουν στις όχθες των ποταμών, για το κυνήγι των διαμαντιών. Στις όχθες του Sewa ακόμη και παιδιά από την ηλικία των πέντε ετών, δουλεύουν στις πρόχειρες κατασκευές που κοσκινίζουν τους μεγάλους όγκους της αμμώδους λάσπης. Το ψάρεμα των διαμαντιών στον βυθό είναι μια πολύ επικίνδυνη δουλειά. Για τέσσερις ώρες περίπου, έχοντας στο στόμα έναν αυτοσχέδιο αεραγωγό, οι νεαροί βυθίζονται στην λάσπη, και στα τυφλά, με μοναδικό εργαλείο την αφή προσπαθούν να ανακαλύψουν τις κοιλότητες που μπορεί να κρύβουν τις πολύτιμες πέτρες.

Ελάχιστες φορές είναι τυχεροί και τις περισσότερες τελειώνουν την ημέρα τους δίχως καμιά πληρωμή μιας και αυτή γίνεται με το κομμάτι. Ίσως γι’ αυτό αρκετοί αναγκάζονται να κάνουν και δεύτερη δουλειά. Να συγκεντρώνουν και να κουβαλούν την άμμο που είναι άφθονη, με ξύλινες βάρκες προς την μεγάλη κοντινή πόλη και να την πουλάνε στους εργολάβους οικοδομών. Τουλάχιστον έτσι μπορούν να κερδίσουν μερικά λεόνε που αντιστοιχούν περίπου σε δέκα αμερικάνικα σεντς για κάθε μέρα. Η Μπό, μια από τις τέσσερις μεγάλες πόλεις της χώρας που βρίσκεται στα κεντρικά, κοντά στο πέρασμα του Sewa, είναι σε μεγάλο βαθμό κτισμένη από την άμμο του ποταμού και τη σκληρή εργασία αυτών των ανθρώπων.

* Τον Αύγουστο του 1998, μερικές από αυτές τις ξύλινες βάρκες, εξαιτίας της υπερβολικής φόρτωσης, ανατράπηκαν στην μέση του ποταμού με αποτέλεσμα τον θάνατο πάνω από είκοσι νεαρών εργατών.

15 Απρ 2006

Μbuji Mayi - Κονγκό. Τα παιδιά του διαβόλου!


Η Mbuji-Mayi (παλιότερα γνωστή με το όνομα Bakwanga) είναι η δεύτερη σε μέγεθος πόλη του Κονγκό, μετά την πρωτεύουσα. Με δυόμισι εκατομμύρια κατοίκους είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας Kasai Oriental στα νότιο-κεντρικά της χώρας και σε απόσταση 1200 χιλιόμετρα ανατολικά της Κινσάσα. Η πόλη βρίσκεται στο κέντρο ενός πλούσιου σε διαμάντια, κοβάλτιο και άλλα πολύτιμα ορυκτά, πεδίου αλλά στο εσωτερικό της κρύβει εκτεταμένη αθλιότητα και φτώχεια, αποτελώντας μια τυπική περίπτωση ενός υποσαχάριου αφρικάνικου αστικού κέντρου, χωρίς υποδομές, κατοικίες και υποτυπώδεις κρατικές υπηρεσίες. Ο εμφύλιος σπαραγμός στην μεγάλη αυτή χώρα στο κέντρο της Μαύρης Ηπείρου, που ακολούθησε την κατάρρευση της ληστρικής δικτατορίας του Μομπούτου, δημιούργησε μια χαώδη κατάσταση χωρίς τέλος. Γεωλογικό σκάνδαλο έχει χαρακτηριστεί το μεγαλύτερο τμήμα του πλούσιου υπεδάφους της χώρας, που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ονομαζόταν Ζαΐρ. Εξαιτίας αυτού του «σκανδάλου», η χώρα λεηλατήθηκε για παρά πολλά χρόνια από τους παλιούς και σύγχρονους αποικιοκράτες και ιμπεριαλιστές.

Γι’ αυτό και τα διαμάντια που βγαίνουν στην περιοχή του ποταμού Lubilanji δίπλα στην Mbuji-Mayi, συνεχίζουν να είναι βουτηγμένα στο αίμα. Ομάδες παράνομων αδαμαντωρύχων, οι οποίες αποτελούνται κυρίως από νεαρούς και παιδιά κυνηγιούνται ανηλεώς και πυροβολούνται από τους ένοπλους φύλακες της εταιρίας MIBA, της μεγαλύτερης επιχείρησης εξόρυξης διαμαντιών της χώρας. Η εταιρία που ελέγχεται από το κράτος αλλά συμμετέχουν σε αυτήν και δυτικές πολυεθνικές, όπως η ολλανδική De Beers, προσπαθεί να προστατέψει την πλούσια περιοχή, ασκώντας σκληρή βία στο ντόπιο φτωχό πληθυσμό.

Τα παιδιά είναι τα πιο μεγάλα θύματα στην πόλη, ύστερα από χρόνια συγκρούσεων και κοινωνικής εξαθλίωσης. Οκτώ χιλιάδες από αυτά ζούνε στους δρόμους, χωρίς γονείς και αποτελούν τον μεγαλύτερο αριθμό παιδιών του δρόμου, μετά από αυτόν της πρωτεύουσας. Αποτελούν στόχο για στρατολόγηση από τις ένοπλες πολιτοφυλακές, οργανώνονται σε συμμορίες και η ζωή τους δεν έχει καμιά αξία. Αποκορύφωμα αυτής της κατάστασης είναι η διαδεδομένη αντίληψη πως αυτά τα παιδιά είναι απεσταλμένοι του διαβόλου και φέρνουν τις ασθένειες και την δυστυχία. Την εξωφρενική αυτή δοξασία υποστηρίζουν εκτός από τους πολλούς μάγους παιδιών και οι εκπρόσωποι των χριστιανικών εκκλησιών, γι’ αυτό οργανώνουν μαζικούς εξορκισμούς και διατηρούν παιδικά αναμορφωτήρια, στα οποία οι κακοποιήσεις και η στέρηση φαγητού, είναι η συνηθισμένη τιμωρία για να απομακρυνθούν από τον διάβολο!

Η τελευταία μαζική σφαγή παιδιών καταγράφτηκε επίσημα τον Σεπτέμβρη του 2004, όταν ομάδες εργατών των ορυχείων σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές σκότωσαν δεκαπέντε παιδιά, τα οποία κατηγορήθηκαν για κλοπές και βιασμούς. Τα περισσότερα πτώματα ανακαλύφτηκαν πεταγμένα στο ποταμό Lubilanji, ύστερα από ημέρες.

*Η Mbuji-Mayi αποτελεί αγαπημένο προορισμό για τις ανθρωπιστικές αποστολές των μεγάλων δυτικών ΜΚΟ. Μια από αυτές, η αγγλική Save the Children υλοποιεί τριετές πρόγραμμα από το 2003 μαζί με την αμερικάνικη Usaid. Ως συνήθως όμως τα προγράμματα αυτά ελάχιστα επιδρούν στην πραγματική κατάσταση των τοπικών πληθυσμών.

1 Απρ 2006

Ντουμπάι –Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα. Πως κτίζεται το ψηλότερο κτίριο του κόσμου;


Ο Arumugam Venkatesan, ήταν 25 χρόνων όταν στα τέλη του περασμένου χρόνου, βρέθηκε κρεμασμένος στον κοιτώνα μιας ομάδας μεταναστών-εργατών στα περίχωρα του Ντουμπάι. Όπως και χιλιάδες άλλοι συνάδελφοι του, ο Venkatesan, ήρθε από την Ινδία, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη γι αυτόν και την οικογένεια του, στο Ελντοράντο, του Περσικού Κόλπου. Στο σημείωμα που άφησε εξηγούσε πως αυτοκτονεί γιατί αδυνατούσε να ξεπληρώσει το δάνειο που πήρε για να έρθει στο Ντουμπάι και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εξαμελούς οικογένειας του στην Ινδία. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ο αριθμός των ξένων εργατών που αυτοκτόνησαν το 2005, έφτασε τους 84, από 70 που καταγράφτηκαν το 2004.

Πάνω από ενάμισι εκατομμύριο ξένοι εργάτες από την ινδική υποήπειρο, τις Φιλιππίνες και την Ινδονησία βρίσκονται στα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, αποτελώντας το 75% του εργατικού δυναμικού. Σύμφωνα με τα στοιχεία των ξένων πρεσβειών, στο Εμιράτο βρίσκονται 300 χιλιάδες Μπαγκλαντέζοι, 160 χιλιάδες από την Σρι Λάνκα και 800 χιλιάδες Ινδοί, αρκετοί παράνομοι, που αποτελούν την ανθρώπινη ύλη για την κερδοφορία των τεχνικών εταιριών και των πετρέλαιο-βιομηχανιών. Στην σκιά της εντυπωσιακής και σπάταλης οικοδόμησης φιλόδοξων κτιρίων και άλλων τεχνικών έργων, όπως του πρώτου ξενοδοχείου επτά αστέρων στον κόσμο, του ψηλότερου πύργου και της πίστας για σκι στην έρημο!, κρύβονται ανθρώπινες τραγωδίες, απίστευτη εκμετάλλευση και καταπίεση. Ο πύργος «Burj Dubai» -λόγου χάρη-προορίζεται να γίνει το ψηλότερο κτίριο του κόσμου. Ξεκίνησε να κτίζεται το 2004 με σκοπό να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2008. Με 800 μέτρα, πιθανολογούμενο ύψος, 189 ορόφους, 30 χιλιάδες κατοικίες, εννιά ξενοδοχεία και μια τεχνητή λίμνη, θα κοστίσει 8 δις δολάρια, αποτελώντας την ισλαμική αρχιτεκτονική απάντηση στην Δύση.

Οι εργάτες όμως (και ο πύργος δεν αποτελεί εξαίρεση) ζούνε σε στρατόπεδα μέσα στην έρημο, σε απόσταση δύο και τριών ωρών από τον τόπο της εργασίας τους, σε κοιτώνες οκτώ η δώδεκα ατόμων, με ομαδικά λουτρά για εικοσιπέντε τουλάχιστον ανθρώπους. Οι συνθήκες κάτω από τις ψηλές θερμοκρασίες είναι αφόρητα άθλιες. Δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες δουλειάς καθημερινά είναι η συνηθισμένη κατάσταση με μεροκάματα που για τους ειδικευμένους φτάνουν τα 7,6 δολάρια και τους ανειδίκευτους το πολύ τα 4 δολάρια. Ανεπίσημα οι αμοιβές είναι πολλές φορές χαμηλότερες ενώ δεν λείπουν οι καθυστερήσεις στις πληρωμές και άλλες αυθαιρεσίες. Για 200

χιλιάδες επιχειρήσεις το Εμιράτο διαθέτει μόνο 80 επιθεωρητές εργασίας!

Τον Σεπτέμβρη του 2005, 800 εργάτες διαδήλωσαν για πρώτη φορά θαρραλέα στους δρόμους του Ντουμπάι, ζητώντας καλύτερες αμοιβές και συνθήκες εργασίας. Από τότε οκτώ απεργίες καταγράφτηκαν στην περιοχή, ένδειξη μιας μαζικής εργατικής αφύπνισης. Σαν απάντηση το καθεστώς και οι εταιρίες ενέτειναν τα μέτρα καταπίεσης και άρχισαν το κυνηγητό των παράνομων εργατών, με προφανή σκοπό τον εκβιασμό. Αλλά όπως συνήθως γίνεται αυτό έφερε αντίθετα αποτελέσματα.

* Στις 22 του Μάρτη, 2500 εργάτες που δούλευαν στον πύργο «Burj Dubai» ξεσηκώθηκαν και κήρυξαν μια άγρια απεργία με αίτημα την αύξηση των μισθών και το σταμάτημα της κακομεταχείρισης από τους εργοδηγούς. Το πρώτο βράδυ της απεργίας απέκλεισαν τις προσβάσεις στο εργοστάσιο και επιτέθηκαν στα γραφεία της εργοδοσίας, σπάζοντας βιτρίνες και αυτοκίνητα και πυρπολώντας τα γραφεία της εργοδοσίας. Η νοτιοκορεάτικη Samsung Corporation και ο τοπικός υπεργολάβος της Naboodah Laing ORourke, ανακοίνωσαν ζημιές ύψους 1 εκ. δολαρίων και σταμάτησαν τις εργασίες για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.