21 Οκτ 2006

Βόρεια Ροντόνια-Βραζιλία Η ιστορία του Ρούσο και του γερο-κόκορα


Ο Wenderson Francisco dos Santos είναι ένας από τους πολλούς ηγέτες αγροτικών ριζοσπαστικών οργανώσεων στην Βραζιλία, που δεν θα γινόταν γνωστός σε όλη την χώρα και έξω από αυτήν αν δεν ερχόταν αντιμέτωπος με την ισχύ των τσιφλικάδων και με τα δικαστήρια που σχεδόν πάντα βρίσκονται με το μέρος τους. Ο Wenderson, γνωστός και σαν Ρούσο (αγροίκος στα βραζιλιάνικα), έφτασε στην Ροντόνια στις αρχές του ενενήντα. Ο πατέρας του, ο κυρ-Οντιέλ, ήρθε από το Μπέλο Οριζόντε, καταδιωγμένος από την εξαθλίωση που επικρατεί στην Κοιλάδα Ζεκουιτνχόνχα, μια από τις φτωχότερες περιοχές στην πολιτεία Μίνας Ζεράις. Κατάφερε ύστερα από κόπους να αγοράσει ένα χωράφι και να φυτέψει καφέ, αλλά μετά την μεγάλη κρίση στις τιμές, στα τέλη του ενενήντα αναγκάστηκε να πουλήσει το χωράφι για να επιβιώσει. Ξανάγινε εργάτης γης, μαζί με τους νεαρούς γιους του. Ζώντας τα βάσανα του πατέρα τους και άλλων φτωχών αγροτών οι γιοι του κυρ-Οντιέλ εντάχθηκαν στον Σύνδεσμο Φτωχών Αγροτών της Ροντόνια, μιας οργάνωσης που γεννήθηκε ύστερα από την μεγάλη σφαγή των εξεγερμένων αγροτών το 1995, στην φάρμα Σάντα-Ελίνα στην νότια Ροντόνια, από την αστυνομία. Ο Ruco, έγινε γνωστός στην βόρεια Ροντόνια, στην περιοχή του Cujubim, ύστερα από το 2002, όταν οι υποσχέσεις του Λούλα έδωσαν ελπίδες στους αγρότες για μια καλύτερη ζωή και ξέσπασαν αγώνες για την αναδιανομή της γης.

Το 2003, στο διάστημα που ενισχύθηκαν οι αγώνες και οι συγκρούσεις με τους τσιφλικάδες και τις συμμορίες τους, στο Ζαρού του Σερινγκάλ, διακόσια χιλιόμετρα από το Cujubim, βρέθηκε νεκρός ένας guaxeba, όπως αποκαλούν οι αγρότες τους πληρωμένους πιστολέρος των γαιοκτημόνων. Ο σκοτωμένος ήταν στην υπηρεσία του Αντόνιο Μαρτίνς ντος Σάντος (του ονομαζόμενου και «γερο-κόκορα»), ενός βίαιου τσιφλικά που οι συμμορίες του σκορπούν τον τρόμο στα χωριά και τους δρόμους της βόρεια Ροντόνια. Ψευδομάρτυρες στην υπηρεσία του «γερο-κόκορα», αναγνώρισαν σαν δολοφόνους τον Ρούσο και δύο συντρόφους του. Από τότε ο νεαρός αγωνιστής σέρνεται στις φυλακές, αφού στην πορεία οι αρχές ανακάλυψαν και άλλα παλιά «παραπτώματά» του για να τον κρατούν στην ουσία όμηρο των τσιφλικάδων στη σύγκρουση τους με τους φτωχούς ακτήμονες. Από τις φυλακή του Ζαρού μέσα στην οποία ο Ρούσο παρά τρίχα γλίτωσε την ζωή του από τους δολοφόνους του «γερο-κόκορα», χάρις στην αλληλεγγύη των υπόλοιπων κρατούμενων, στάλθηκε σιδηροδέσμιος στο διαβόητο κολαστήριο του Ούρσο Μπράνκο στο Πόρτο Βέλιο (φυλακή που διαδέχθηκε το Καραντιρού, σαν η πιο σκληρή της χώρας). Ο Ρούσο δοκίμασε όλα αυτά τα χρόνια σκληρά σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια με πιο χαρακτηριστικό την περίπτωση της κηδείας του πατέρα του. Ο κυρ-Οντιέλ πέθανε από τις κακουχίες και μόνο ύστερα από τις επίμονες εκκλήσεις οργανώσεων αλληλεγγύης οι αρχές επέτρεψαν στον Ρούσο να πάει στην κηδεία του. Η σκηνή της συνοδείας οκτώ αστυνομικών που μετέφεραν τον Ρούσο την τελευταία στιγμή της ταφής προκάλεσε συγκίνηση και οργή.

Ο Ρούσο στην βόρεια Ροντόνια αλλά και σε άλλα μέρη της χώρας έχει γίνει ένα από τα σύμβολα του αγώνα ενάντια στους τσιφλικάδες και το καθεστώς που τους υποστηρίζει. Ενός αγώνα δύσκολου αλλά και πιο πεισματικού ύστερα από την προκλητική αποστασία της κυβέρνησης Λούλα, που παρά τις υποσχέσεις ακολουθεί πιστά τα χνάρια των προκατόχων της.

* Στις 14 του Σεπτέμβρη, ο Ρούσο παρουσιάστηκε μπροστά στους ενόρκους του δικαστηρίου στο Πόρτο Βέλιο. Δεκάδες συνδικάτα, εργατικές, αγροτικές και λαϊκές οργανώσεις από όλη την Βραζιλία εκδήλωσαν την αλληλεγγύη τους. Στην ανοικτή επιστολή που διακινείται και υπέγραψαν και οργανώσεις λαϊκής αντίστασης από το εξωτερικό, μέσω της έκκλησης της οργάνωσης Liga Operária, τονίζεται πως στο εδώλιο μαζί με τον κατηγορούμενο θα καθίσει και η στρατιά των εκατομμυρίων φτωχών Βραζιλιάνων, ιδίως αυτών που κατοικούν στην Ροντόνια. Ο «Αθέατος Κόσμος», δεν μπόρεσε να μάθει ακόμη για την εξέλιξη της περιπέτειας του Ρούσο.

14 Οκτ 2006

Ικίτος –Περού. Arankartuktaram!*


Το Ικίτος είναι η μεγαλύτερη παραποτάμια πόλη στον κόσμο , με πρόσβαση μόνο από τον αέρα και το νερό. Χίλια χιλιόμετρα βορειοανατολικά  της  Λίμα, η πόλη των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων κατοίκων περίπου, βρίσκεται στην μέση  του Περουβιάνικου Αμαζόνιου  τροπικού δάσους  κοντά στα σύνορα με την Κολομβία και την Βραζιλία . Πρωτεύουσα  της  Λορέτο, της μεγαλύτερης σε έκταση επαρχίας της χώρας στα βόρεια, το Ικίτος, γνωστό στα χρόνια της Ισπανικής κυριαρχίας και σαν πόλη της Κανέλας,  αποτελεί πόλο έλξης για τους απαιτητικούς τουρίστες και  βασικό λιμάνι της χώρας στον Αμαζόνιο

Το Ικίτος είναι κοντά στις λεκάνες των ποταμών Παστάζα, Κοριέντες και Τιγκρε,  που εδώ και τριανταπέντε χρόνια, οι πολυεθνικές σε συνεργασία με το καθεστώς στην Λίμα ανακάλυψαν κοιτάσματα πετρελαίου. Στην δεκαετία του εβδομήντα η αμερικάνικη Οξιντένταλ άρχισε τις γεωτρήσεις και στην συνέχεια ακολούθησε η Αργεντινέζικη Πλασπετρόλ, σε κοινοπραξία με την κυβέρνηση . Το 2002, μέρος των μετοχών της κοινοπραξίας αγόρασαν οι Κινέζοι.  Παρά το δύσβατο της περιοχής , ο πυρετός του μαύρου χρυσού , οδήγησε τα γεωτρύπανα και τις εγκαταστάσεις σε πολλά σημεία του απέραντου δάσους, το οποίο είναι προαιώνια κατοικία   πολλών ιθαγενικών φυλών. Από τους πιο άτυχους οι Ατσούα , μια φυλή όχι πάνω οκτώ χιλιάδες ψυχές , που ζούνε σε τριανταένα κοινότητες στα βόρεια της Λορέτο.
Η εξόρυξη –που γίνεται με χωρίς σοβαρά μέτρα και τεχνολογίες προστασίας-μολύνει τα νερά και το έδαφος της περιοχής.  Για ένα βαρέλι πετρέλαιο , εννιά βαρέλια μολυσμένο νερό  παράγονται και διασκορπίζονται ανεξέλεγκτα. Στο ποταμό Κοριέντες , μια πρόσφατη μελέτη ανακάλυψε υψηλά επίπεδα μόλυνσης στους Ατσούα.  Σε δείγμα 199 ιθαγενών που εξετάστηκαν, ανάμεσα τους και 74 παιδιά, τα επίπεδα καδμίου και μολύβδου στο αίμα   ήταν πολύ πάνω από το αποδεκτό όριο , σε καθολικό σχεδόν ποσοστό. Υπολογίζεται πως οι μισοί περίπου Ατσούα έχουν μολυνθεί μέσω της τροφικής αλυσίδας , ειδικά από τα ψάρια των λιμνών και των ποταμών, μιας και τα απόβλητα των γεωτρήσεων χύνονται κατά χιλιάδες τόνους στα νερά.  Αποτέλεσμα η αύξηση του καρκίνου, των νεφρικών και πνευμονικών παθήσεων, οι συχνές νευρικές διαταραχές και η αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος σε ασυνήθιστα πολλούς ιθαγενείς.

Τελευταία οι Ατσούα σε συνεργασία με άλλες φυλές της περιοχής, ξεσηκώθηκαν. Η Ομοσπονδία των Αυτόχθονων του Κορριέντες ύστερα  από μαζικές συνελεύσεις και συζητήσεις στις κοινότητες, αποφάσισε να πάει στην Λίμα και να απευθυνθεί στην κυβέρνηση και τα ΜΜΕ. Απαίτησαν να σταματήσει η επέκταση των γεωτρήσεων ,  η έλευση και άλλων εταιριών  και  ζήτησαν να παρθούν   μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος .
Η εταιρία , δεσμεύτηκε χαλαρά , να λύσει το πρόβλημα μέχρι το 2009 , πράγμα που έδωσε την ευκαιρία στην κυβέρνηση να προχωρήσει σε καθησυχαστικές δηλώσεις και υποσχέσεις.,  Με το 60% της εθνικής κατανάλωσης πετρελαίου, όμως ,   να προέρχεται από την περιοχή  , η αλήθεια είναι,   πως οι Ατσούα  τα έχουν βάλει με θεούς και δαίμονες..  Και ο αγώνας τους , ενόσω παραμένει αποκομμένος και καθοδηγούμενος από φιλεύσπλαχνες δυτικές ΜΚΟ, δεν θα μπορεί να φέρει ουσιαστικά αποτελέσματα.

*  Κεντρικό σύνθημα της εκστρατείας των ιθαγενών.  Στην γλώσσα των Ατσούα  σημαίνει, Απαιτούμε Σεβασμό!

7 Οκτ 2006

Πάντοβα-Ιταλία. Μεταλλικό τείχος για τους μετανάστες!


Τα έξι παλιά πενταόροφα πράσινα κτίρια, γνωστά και σαν βίλα Σερενίσιμα, στο κτήμα Ανιέλι στα περίχωρα της Πάντοβα, μπροστά από τον ομώνυμο δρόμο, έχουν γίνει τον τελευταίο καιρό τα σύμβολα της αντι-μεταναστευτικής υστερίας που επικρατεί στην πόλη. Με επικεφαλής τον κεντροαριστερό δήμαρχο Φλάβιο Ζανονάτο, το δημοτικό συμβούλιο σε συνεργασία με την τοπική αστυνομία αποφάσισε να πάρει σκληρά μέτρα για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, που σχεδόν αποκλειστικά χρεώνεται στους ξένους και θεωρείται πως διαχέεται στην πόλη από τους παράνομους μετανάστες που βρήκαν καταφύγιο στα άθλια κτίρια. Η Σερενίσιμα, θεωρείται από τους τοπικούς άρχοντες συνώνυμο του νεουορκέζικου Μπρονξ και γιαυτό αποφάσισαν να την μετατρέψουν και επίσημα σε γκέτο. Έτσι, τον περασμένο Αύγουστο, άρχισαν να τοποθετούν ένα μεταλλικό τείχος, ύψος τριών μέτρων στην περίμετρο της και εγκατέστησαν έναν αστυνομικό σταθμό ελέγχου για την είσοδο και την έξοδο από το κτήμα. Το μεταλλικό τείχος, που από ορισμένες ευρωπαϊκές εφημερίδες και τοπικές αντιρατσιστικές οργανώσεις, παρομοιάστηκε με το τείχος του Βερολίνου και του Ισραήλ στην Παλαιστίνη θα περικύκλωνε όλο το κτήμα αν δεν προκαλούσε αντιδράσεις. Αλλά και τα εκατό μέτρα μήκος που πρόλαβαν να φτιαχτούν αρκούν για να «φυλακίσουν» τους δύστυχους ανθρώπους που κατέφυγαν στην περιοχή για ένα μεροκάματο.

Πάνω από επτακόσιες ανθρώπινες ψυχές στοιβάζονταν στα κτίρια πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα εκκαθάρισης του Δήμου, που οδήγησε και σε βίαιες μαζικές απελάσεις όσων ήταν παράνομοι. Οι πιο πολλοί Νιγηριανοί και Μαροκινοί, πληρώνουν μέχρι και εξακόσια ευρώ ενοίκιο για εικοσιπέντε η τριάντα τετραγωνικά δωμάτια, σε άθλιες συνθήκες και παρ’όλα αυτά θεωρούνται παρείσακτοι που πρέπει να φύγουν μόλις τελειώσουν οι ανάγκες της τοπικής οικονομίας. Στην Πάντοβα που ο συνολικός πληθυσμός της πόλης ανέρχεται σήμερα σε κάτι παραπάνω από διακόσιες χιλιάδες οι νόμιμοι μετανάστες από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι περίπου είκοσι χιλιάδες. Άλλοι τριάντα χιλιάδες ζούνε στα περίχωρα σε ένα συνολικό πληθυσμό ενός εκατομμυρίου. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι Μολδαβοί, Ρουμάνοι και Αλβανοί που δουλεύουν στις βαριές κατασκευαστικές και βιομηχανικές δουλειές. Χιλιάδες ακόμη ζούνε στις σκιές αναζητώντας τρόπους νομιμοποίησης. Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός πως προσφέρουν σημαντική βοήθεια στην τοπική οικονομία και υπερκέρδη στα αφεντικά, πολλοί στην πόλη θέλουν να τους κρατάνε στο σκοτάδι μόλις τελειώνει η ημέρα.

Η Πάντοβα αποτελεί τυπική περίπτωση του γενικού κλίματος που επικρατεί στην Βόρεια Ιταλία στην οποία συγκεντρώνεται ο μεγάλος αριθμός των ξένων μεταναστών και προσφύγων που βρίσκεται στην γειτονική χώρα. Η ξενοφοβία υποκινείται συστηματικά, έχει ενισχύσει ρατσιστικά πολιτικά ρεύματα με επικεφαλής της Λέγκα και έχει αγκαλιάσει και τους υπόλοιπους πολιτικούς αστικούς σχηματισμούς. Μπορεί οι Μπερλουσκόνι και Φίνι να πέρασαν στην αντιπολίτευση αλλά οι αντι-μεταναστευτικοί νόμοι που επέβαλλαν, ζούνε και βασιλεύουν μαζί με μια γενική αντιδραστική ατμόσφαιρα που ολοένα και βαραίνει.

* Μια απλή περιήγηση στην ηλεκτρονική σελίδα του Δήμου της Πάντοβας πιστοποιεί καθαρά το υστερικό κλίμα που επικρατεί στις τοπικές αρχές της πόλης. Οι ετήσιες δημογραφικές στατιστικές παρακολουθούν στενά και λεπτομερειακά την πληθυσμιακή αύξηση των μεταναστών, τον ρυθμό γεννήσεων και τις μεταβολές των αριθμών ανά γειτονιά. Ένα αδικαιολόγητο αίσθημα περικύκλωσης και ανασφάλειας τροφοδοτείται συστηματικά με στόχο την συναίνεση των ντόπιων στα ρατσιστικά μέτρα.

9 Σεπ 2006

Mandanpura –Μουμπάι. Κόλαση στα Κεντηματάδικα zari.

 

Η τέχνη zari, χάνεται βαθιά πίσω στους αιώνες , όταν οι πιστοί έπρεπε να κεντήσουν με ασυνήθιστο τρόπο για τους κοινούς θνητούς τα ρούχα των θεών. Στο Μάντια Πραντές , στο Σουράτ και στο Μπιχάρ , υπάρχουν περιοχές που ανέπτυξαν ιδιαίτερη και πολύπλοκη τεχνοτροπία , δημιουργώντας σχολές που ακόμη επιδρούν στα σύγχρονα σχέδια και τεχνικές. Το κέντημα των υφασμάτων με χρυσές και ασημένιες κλωστές και το στόλισμα τους με πέρλες, χάντρες , τεχνητά μαργαριτάρια πούλιες, άστρα και άλλα διακοσμητικά, η κατασκευή περίπλοκων γεωμετρικών σχεδίων και διάφορων παραστάσεων, όλα αυτά συνιστούν την παλιά διαδεδομένη ινδική τέχνη zari. Όχι μόνο στα γυναικεία σάρια αλλά και σε άλλα υφάσματα που χρησιμοποιούνται για στρωσίδια , σε χαλιά η ακόμη σε τσάντες και πορτοφόλια τα κεντήματα zari, αποτελούν πόλο έλξης για τους ξένους και ντόπιους αγοραστές στις μεγάλες πόλεις. Αποτελούν επίσης σημαντικό τμήμα της εξαγωγικής βιομηχανίας υφασμάτων της χώρας και πιστοποιητικό αυθεντικής καταγωγής με σημαντική προστιθέμενη αξία.



Η σημασία και η αξία των κεντημάτων zari εκτός των άλλων συνίσταται και στο ότι αυτά συνεχίζουν να γίνονται με τα χέρια , όπως φυσικά και άλλα πράγματα στην χώρα με το τεράστιο διαθέσιμο φτηνό εργατικό δυναμικό. Ειδικά όμως στις μικρές βιοτεχνίες κεντημάτων zari τα χέρια που περνούν τις κλωστές και τις πούλιες πρέπει να είναι ευκίνητα, τα δάκτυλα μικρά και φυσικά πολύ φθηνά για τις ατέλειωτες ώρες που χρειάζονται να φτιαχτούν τα δύσκολα σχέδια. Γι αυτό στα μικρά υπόγεια και στους κλειστούς χώρους στις περιοχές που βρίσκονται τα κεντηματάδικα , ειδικά στο Μουμπάι , στο Δελχί και στο Τσενάι, οι εργάτες είναι στην μεγάλη πλειοψηφία τους, μικρά παιδιά.



Στην παραγκούπολη της Mandanpura ,συγκεντρώνονται τα περισσότερα από τα χιλιάδες κεντηματάδικα στο Μουμπάι. Πάνω από εικοσιπέντε χιλιάδες παιδιά , σε ηλικίες ανάμεσα στα έξι και τα δεκατέσσερα, υπολογίζεται πως βρίσκονται φυλακισμένα σε μικρά δωμάτια και υπόγεια , δουλεύοντας για πενήντα ρουπίες την μήνα από τα χαράματα ως τα μεσάνυχτα, μέχρι και είκοσι ώρες την ημέρα. Μόνο την Κυριακή, που και αυτή είναι εργάσιμη, τα αγόρια , εάν επιτρέψει το αφεντικό , παίρνουν την άδεια να βγούνε για μια βόλτα. Το 90% των παιδιών στις βιοτεχνίες zari, είναι μετανάστες από τις φτωχές περιοχές της χώρας , ειδικά από το Μπιχάρ και το Ουταρ Πραντές. Στέλνονται με την συγκατάθεση των γονιών τους , για να μάθουν την τέχνη και για να ξεφύγουν από την φτώχεια! Αρκετά όμως , έχουν στην πραγματικότητα απαχθεί και φυλακιστεί. Αντικείμενα σωματικών και σεξουαλικών κακοποιήσεων και βάναυσων ποινών, ζούνε κλειδωμένα κάτω από καταπακτές , με δύο μικρά γεύματα την ημέρα και δύο φλιτζάνια τσάι. Το εκπληκτικό είναι πως μια από τις βασικές δικαιολογίες γι αυτήν την σκληρή παιδική εκμετάλλευση μέσω της εσωτερικής μετανάστευσης από τις φτωχές περιοχές της Ινδίας είναι η αποφυγή της στράτευσης των παιδιών στις ναξαλίτικες αντάρτικες αριστερές οργανώσεις που για την Ινδική ελίτ είναι «τρομοκράτες»!

 

 

*Με αφορμή την κατακραυγή που ξεσηκώθηκε στα τοπικά ΜΜΕ στο Μουμπάι, από τον βίαιο θάνατο δύο παιδιών σε κεντηματάδικα, η τοπική αστυνομία αναγκάστηκε, στα τέλη του 2005, να εξαπολύσει μια επιχείρηση ανακάλυψης παιδιών που ζούνε σε αυτές τις συνθήκες. Σε μια επίδειξη αποφασιστικότητας συγκέντρωσε 400 παιδιά που τα έστειλε πίσω στις οικογένειες τους . Από τότε , όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, οι έλεγχοι πάλι ατόνησαν και τα χιλιάδες παιδιά συνεχίζουν να κεντούν μέσα στα ανθρώπινα κολαστήρια.

22 Ιουλ 2006

Μbour-Σενεγάλη Οι ψαρόβαρκες που κρύβουν στα δίχτυα τους ανθρώπους.


Οι ξύλινες μακρόστενες βάρκες που δένουν στο λιμάνι του Μbour, αντί να λιγοστεύουν εξαιτίας της έλλειψης ψαριών στα ανοικτά, προς την μεριά του ωκεανού, που δημιούργησαν οι κλιματικές αλλαγές και η υπεραλίευση από τα μεγάλα πλοία που έρχονται από την Ευρώπη, αυξάνονται σε αριθμό. Έχουν γίνει μάλιστα και περιζήτητες με αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση της τιμής τους. Τώρα μια βάρκα κοστίζει ακόμη και δέκα εκατομμύρια φράγκα Αφρικής, δηλαδή σχεδόν είκοσι χιλιάδες δολάρια. Πριν από δεκαπέντε χρόνια δεν ήταν πάνω από διακόσιες ενώ τώρα ξεπερνούν τι χίλιες. Οι αφρικάνικες ξύλινες ψαρόβαρκες , αρκετές με μήκος μέχρι και είκοσι μέτρα, που στην γλώσσα των Woloff, ονομάζονται Mbeukk-mi, δηλαδή αυτές που σχίζουν τα κύματα, είναι παραταγμένες στην προκυμαία , σχηματίζοντας ένα πολύχρωμο σκηνικό από ζωηρά κόκκινα , κίτρινα και πράσινα χρώματα και μόνο όταν βάλουν πλώρη για τον ωκεανό , σχεδόν πάντα νύκτα, καταλαβαίνει κανείς πως δεν κουβαλάνε ψαράδες.

Το Mbour, μια βρώμικη πόλη εκατόν εξήντα χιλιάδων κατοίκων, που βρίσκεται ογδόντα πέντε περίπου χιλιόμετρα νότια του Ντακάρ, έχει εξελιχθεί στην μεγαλύτερη πύλη εξόδου παράνομων μεταναστών της χώρας. Σενεγαλέζοι αλλά και άλλοι απελπισμένοι από όλη την Δυτική Αφρική , συγκεντρώνονται στην πόλη για να επιβιβαστούν σε μια ξύλινη βάρκα για ένα τολμηρό και άκρως επικίνδυνο ταξίδι προς την Ευρώπη. Πρέπει να διασχίσουν χίλια πεντακόσια σχεδόν χιλιόμετρα πάνω στα κύματα του Ατλαντικού για να φτάσουν στα Κανάρια νησιά , τα οποία αποτελούν Ισπανικό έδαφος. Πολλοί ψαράδες στο Mbour έχουν αλλάξει δουλειά και κάνουν τώρα το επικερδές λαθρεμπόριο ανθρώπων , παρά το κυνήγι της τοπικής αστυνομίας κα των αρχών της χώρας, που πιεσμένες από την Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθούν να εμποδίσουν ανόρεκτα τους ανθρώπους που θέλουν να φύγουν. Τα ρίσκα αυτής της δουλειάς είναι πολλά αλλά και τα κέρδη μεγάλα. Κάθε λαθρο-μετανάστης πληρώνει έως και 3900 δολάρια ΗΠΑ ( δύο εκατ. φράγκα Αφρικής) , για να επιβιβαστεί. Αρκετές φορές βάρκες και ανθρώπους, καταπίνει ο ωκεανός σε ένα ταξίδι αρκετών ημερών με ελάχιστα εφόδια και κανένα μέτρο προστασίας. Οι «τυχεροί» που θα φτάσουν εξαντλημένοι η μισοπεθαμένοι στις ακτές της Φουέρτεβεντούρα η του Λανθαρότε , θα αρχίσουν να ζούνε μια νέα σκληρή περιπέτεια. Βίαιες απελάσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης και άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Παρ’ όλα αυτά τα κύματα των απελπισμένων νέων Αφρικάνων μεγαλώνουν, εξαιτίας της οικονομικής και κοινωνικής αποσάθρωσης της Αφρικής. Στα Κανάρια, μόνο φέτος, έφτασαν μέχρι τώρα ένδεκα χιλιάδες παράνομοι μετανάστες από πέντε χιλιάδες που καταγράφτηκαν όλο το 2005!

Αυτή η μεγάλη αριθμητική έκρηξη έχει δημιουργήσει πανικό στις Ισπανικές αρχές οι οποίες ζήτησαν την συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο στόχαστρο μπήκε η Σενεγάλη που θεωρείται η ανερχόμενη αφετηρία της παράνομης μετανάστευσης από την Μαύρη Ήπειρο και η οποία φαίνεται να έχει υποκαταστήσει τις εξαγωγές ψαριών με αυτές των ανθρώπων. Μόλις πρόσφατα το μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής , Φράνκο Φρατίνι , μίλησε για ένα κοινό σχέδιο έκτακτης ανάγκης για να αποτραπεί η μαζική αποβίβαση στα Κανάρια από τις ακτές της Αφρικής. Η κοινή ομάδα δράσης , με δυνάμεις από διάφορα μέλη της Ένωσης , ονομάζεται Frontex και με σκάφη και αεροπλάνα, θα προσπαθεί να εμποδίσει τις ψαρόβαρκες να πλησιάσουν τις ακτές των νησιών!

* Τις ημέρες που συγκεντρώνονταν το υλικό για τον σημερινό «Αθέατο Κόσμο», ο Χ.Μιχαηλίδης στην «Ελευθεροτυπία» παρουσίασε τον Σενεγαλέζο ράπερ D.J. Awadi, και το πρόσφατο τραγούδι του, «Σουνουγκάλ»( το κανό μας) για την τύχη των Αφρικάνων νεαρών που ταξιδεύουν πάνω στις ψαρόβαρκες προς την Δύση η τον θάνατο. Το τραγούδι μαζί με μια σειρά εκπληκτικών φωτογραφιών βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.studiosankara.com/sunugaal.html. H στήλη το συστήνει στους αναγνώστες της.

8 Ιουλ 2006

Κέηπ-Τάουν, Khayelitsha. Το νέο απαρτχάιντ


Η Hazel Makuzeni, είναι εικοσιπέντε χρόνων και ζει με την μητέρα της στην Khayelitsha, μια μεγάλη παραγκούπολη, είκοσι χιλιόμετρα από το κέντρο του Κέηπ Τάουν. Έγινε γνωστή τελευταία μέσα από ένα ιντερνετικό μπλοκ, όταν έστειλε μια επιστολή για την απελπιστική κατάσταση διαβίωσης και την μεγάλη εγκληματικότητα που επικρατεί στην περιοχή. Σε αυτήν εξιστορεί τους κινδύνους που διατρέχουν ιδιαίτερα οι γυναίκες στους δρόμους της παραγκούπολης από τις συμμορίες των νεαρών κλεφτών, που αρπάζουν, πολύ συχνά, οτιδήποτε πολύτιμο κουβαλάνε οι περαστικοί, με την απειλή των όπλων.

Η Khayelitsha, που στην γλώσσα των Xhosa, θα πει το «νέο σπίτι μας», είναι -με διαφορά- η μεγαλύτερη παραγκούπολη της Νότιας Αφρικής, με πληθυσμό που υπολογίζεται πως φτάνει τις πεντακόσιες χιλιάδες. Με πολυπληθέστερες ομάδες, τους προερχόμενους από τις φυλές Xhosa, Sotho και Zulu, ο νεανικός κυρίως πληθυσμός, ζει σε συνθήκες απόλυτης ένδειας και μιζέριας. Παραπάνω από τους μισούς είναι άνεργοι, η παιδική θνησιμότητα είναι διπλάσια από αυτή στο Κέηπ, οκτώ στους δέκα ζούνε σε παραπήγματα από ύφασμα και τσίγκο, ένα σπίτι στα τρία δεν έχει νερό και για μια τουαλέτα αντιστοιχούν εκατόν πέντε άνθρωποι! Όχι λίγες φορές στην παραγκούπολη που είναι χωρισμένη σε αριθμημένα Cites, ξεσπούνε πυρκαγιές που εξαπλώνονται γρήγορα εξαιτίας των υλικών με τα οποία είναι φτιαγμένα τα παραπήγματα. Στην Cite B, λόγου χάρη, τον περσινό Δεκέμβρη, η φωτιά έκαψε πολλούς, ανάμεσα τους και ένα δεκατετράχρονο κορίτσι. Η φυματίωση και το Aids θερίζουν, με το τελευταίο να έχει συνεχείς αυξητικούς ρυθμούς κρουσμάτων. Η ανυπαρξία αποχετευτικού δικτύου σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη δομών ιατρικής περίθαλψης αποτελούν τις βασικές αιτίες της επιδημίας του Aids στις μικρές ηλικίες. Από τις τετρακόσιες περίπου μωρομάνες που πηγαίνουν για εξετάσεις κάθε μήνα σε ένα κέντρο εξέτασης στην Khayelitsha, οι καταγραφές δείχνουν πως ένα στα τρία νεογέννητα κουβαλάει τον θανατηφόρο ιό. Μέχρι το τέλος του 2004, οι οροθετικοί στην χώρα έφταναν τα 6,2 εκατομμύρια, σχεδόν ένα εκατομμύριο παραπάνω από το 2003.

Δεν είναι καθόλου, λοιπόν, περίεργο που η εγκληματικότητα μαστίζει την παραγκούπολη αλλά και τα υπόλοιπα αστικά κέντρα της χώρας. Ο μαύρος πληθυσμός αποτελεί τον κύριο θύτη αλλά και το κύριο θύμα των διάφορων παραβατικών πράξεων που εκτείνονται από μικρές κλεψιές έως ένοπλες επιθέσεις, βιασμούς και δολοφονίες. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές οι αναλογίες αυτών των πράξεων είναι πολύ μεγαλύτερες ανάμεσα στους μαύρους παρά στις υπόλοιπες φυλετικές ομάδες.

Παρά το γεγονός πως η Νότια Αφρική θεωρείται σαν μια έντονα αναπτυσσόμενη οικονομία, στο εσωτερικό της συνεχίζει να περικλείει τεράστιες ανισότητες. Οι ρυθμοί ανάπτυξης αποτελούν προνόμιο μιας μικρής επιχειρηματικής ελίτ, που ανεξάρτητα από χρώμα πια, κτίζει ένα νέο κοινωνικό απαρτχάιντ, ύστερα από την πτώση του ρατσιστικού καθεστώτος των λευκών και την ανάληψη της εξουσίας από το Κογκρέσο. Σε πάνω από 24 εκατομμύρια υπολογίζονται οι Νοτιοαφρικάνοι, αποκλειστικά σχεδόν μαύροι που ζούνε κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας και 12 εκατομμύρια από αυτούς σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης. Ένας στους τέσσερις Νότιο-αφρικανούς είναι άνεργος και οι αποκλεισμοί είναι μια καθημερινή κατάσταση παρά τις υποσχέσεις για ισότητα και ίδιες ευκαιρίες για την μαύρη πλειοψηφία.

* Στα μέσα του περασμένου Ιούνη συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από την μεγάλη σφαγή πάνω από εξακοσίων μαύρων διαδηλωτών στο Σοβέτο, το 1976. Η 16η του Ιούνη καθιερώθηκε σαν ημέρα των νέων και με εκδηλώσεις τιμούνται οι μάρτυρες. Προς τιμήν του νεαρότερου νεκρού, του Έκτορα Πέτερσον, που η συγκλονιστική φωτογραφία του είχε κάνει τον γύρο του κόσμου, στήθηκε μνημείο στο οποίο κατέθεσαν στεφάνια -μεταξύ άλλων- ο πρόεδρος Τάμπο Μπέκι και η μητέρα του Έκτορα. Ο Έκτορας αν ζούσε θα ήταν σήμερα σαράντα-δυο χρόνων.

24 Ιουν 2006

ΤΖΑΜΑΛΠΟΥΡ-ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ. Το τίμημα της προίκας


Ο Moizuddin Miah είναι σαράντα-επτά χρόνων και γυρνάει όλη την μέρα τους δρόμους της Ντάκα μεταφέροντας ανθρώπους και υλικά με ένα χειροκίνητο ρίκ-σο. Δουλεύει σε μια εταιρία δίτροχων χειραμαξών, βγάζοντας διακόσια, σε εξαιρετικές μάλιστα φορές και τετρακόσια, taka (70 taka / ένα αμερικάνικο δολάριο) την ημέρα. Από αυτά πρέπει να συντηρηθεί, να πληρώσει νοίκι επτακόσια τάκας τον μήνα και να στείλει και στην οικογένεια του. Ο Moizuddin μένει μόνος του στην παραγκούπολη Sabujbagh στην πρωτεύουσα του Μπαγκλαντές, κάτω από μια τσίγκινη στέγη, σε μια τρώγλη μαζί με άλλους τριαντατρείς ανθρώπους που μοιράζονται δύο τουαλέτες. Το δωμάτιο του, 1,5 Χ 2,1 μέτρα μόλις και φτάνει για να ξαπλώσει το σώμα του.

Ο Moizuddin υπήρξε περισσότερο από μία φορά άτυχος. Από τα τέσσερα παιδιά του τα τρία είναι κορίτσια. Στην βόρεια επαρχία Jamalpur, διακόσια πενήντα χιλιόμετρα από την Ντάκα, ο Moizuddin αναγκάστηκε να πουλήσει όλη την περιουσία του για να τις προικίσει. Οταν παντρεύτηκε η πρώτη κόρη του, πούλησε για επτακόσια περίπου δολάρια (50 χιλιάδες taka) το καλύτερο κομμάτι της καλλιεργήσιμης γης του. Στη δεύτερη έδωσε όσο-όσο και τα υπόλοιπα κομμάτια και από τότε αποφάσισε να κατέβει στην Ντάκα για δουλειά. Τώρα στέλνει κάθε μήνα πίσω λεφτά στην οικογένεια του με την ελπίδα πως κάποτε θα καταφέρει με τις οικονομίες του να ξανά-αγοράσει ένα κομμάτι γης αφού πρώτα φυσικά παντρέψει την τελευταία κόρη του.

Παρά τη νομοθετική απαγόρευση, το έθιμο της προίκας, που στην ουσία έχει μετατραπεί -με την βοήθεια της απέραντης φτώχειας- σε κατάρα παραμένει σε πλήρη ισχύ. Τόσο η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων όσο και η μειοψηφία των Ινδουιστών, Μπενγκαλέζων, που συνωστίζονται στην πάμπτωχη πυκνοκατοικημένη χώρα, ζητάνε ή δίνουν προίκα για να παντρευτεί ένα κορίτσι, που συνήθως από την ηλικία των δέκα-τέσσερα χρονών αρχίζει να παζαρεύεται. Η προίκα ακολουθεί τη νέα γυναίκα και αποτελεί όρο για να γίνει αποδεκτή από την καινούρια οικογένειά της. Πολλές φορές οι απαιτήσεις είναι μεγάλες και γι’ αυτό η προίκα δίνεται κατά δόσεις ακόμα και ύστερα από αρκετά χρόνια γάμου, είτε με μετρητά είτε μερικές φορές με ολόκληρες γεωργικές σοδειές. Αυτό είναι το λιγότερο. Γιατί η προίκα είναι συνδεμένη με την απίστευτη ταπείνωση της γυναίκας στην κοινωνία της χώρας και τις τρομακτικές κακοποιήσεις και δολοφονίες που γίνονται όταν δεν εκτελεστούν οι συμφωνίες ή όταν προκύψουν νέες απαιτήσεις. Το καθημερινό αστυνομικό δελτίο στις διάφορες περιοχές είναι γεμάτο με τέτοια περιστατικά και εγκλήματα, ενάντια σε νεόνυμφες κυρίως γυναίκες από τους συζύγους και τις οικογένειες τους.

Παρά τις υποκριτικές αντιδράσεις του μαφιόζικου φεουδαρχικού καθεστώτος που λυμαίνεται τον πλούτο και την εργασία των ανθρώπων στο Μπανγκλαντές, για την προίκα και τις βάρβαρες μεθόδους των φτωχών ανθρώπων, η αλήθεια είναι πως αυτές δεν αποτελούν κυρίως κάποια πολιτισμική ιδιοτροπία ή είναι μόνο ένδειξη καθυστέρησης. Στη βασική πλευρά τους αυτές οι σκληρές σχέσεις υπαγορεύονται από την ανάγκη της επιβίωσης των εκατομμυρίων δύστυχων κατοίκων της χώρας που αντιμετωπίζουν συνθήκες βαθιάς φτώχειας και εξαθλίωσης.

* Σε έρευνα του BSS, του επίσημου ειδησεογραφικού πρακτορείου της χώρας, τον Μάη του 2004, σε δείγμα 2000 ερωτηθέντων σε 64 περιοχές, το 91% συμφώνησε με την ανάγκη κατάργησης της προίκας. Παρόλα αυτά όμως οι συνθήκες και οι ανάγκες αποδείχνονται για μια ακόμη φορά δυνατότερες από την ευαισθησία των ανθρώπων.

10 Ιουν 2006

Κάστρα Τρανσυλβανίας-Ρουμανία. Η επιστροφή του Δράκουλα


Το κάστρο Πέλες, παρά την μικρή ηλικία του, είναι για πολλούς το ομορφότερο από άλλα που υπάρχουν στη Ρουμανία αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Βρίσκεται σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία στην ορεινή κοιλάδα του ποταμού Πράχοβα, εξήντα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από το Πλοέστι και πενήντα χιλιόμετρα νότια από το Μπρασόφ. Κτισμένο ανάμεσα στο 1873 και στο 1883, στην ορεινή μικρή πόλη Σινάια, σημερινό χειμερινό θέρετρο 15 χιλιάδων περίπου μόνιμων κατοίκων, είναι κορυφαίο δείγμα γερμανικής αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Ανάμεσα στα 160 συνολικά δωμάτια του κάστρου ξεχωρίζουν αρκετά που είναι φορτωμένα με πολυελαίους από κρύσταλλα Μουράνο, πορσελάνες Σεβρών, είναι ντυμένα με δέρμα από την Κόρντοβα, ενώ τα παράθυρα είναι κατασκευασμένα από γερμανικό γυαλί, υψηλής ποιότητας. Με σημερινές εκτιμήσεις το κάστρο, που άλλοτε ήταν θέρετρο της βασιλικής οικογένειας της Ρουμανίας, ξεπερνά σε αξία τα 25 εκατομμύρια δολάρια. Από το 1948 πέρασε στην ιδιοκτησία του Ρουμανικού κράτους και μετατράπηκε σε μουσείο.

Σχετικά κοντά στο κάστρο Πέλες, το κάστρο Μπράν έχει μεγαλύτερη και βαρύτερη ιστορία. Εικοσιοκτώ χιλιόμετρα από το Μπρασόφ, στην καρδιά της Τρανσυλβανίας, το κάστρο κτίστηκε το 1212 από Τεύτονες ιππότες. Εγινε γνωστό στα τέλη του 18ου αιώνα όταν θεωρήθηκε πως υπήρξε η έδρα του Βλαντ Τέπες του Τρίτου, βοιβόδα της Βλαχίας, που έζησε από το 1431 έως το 1476. Ο τρομερός Βλάντ, πέρασε στην ιστορία σαν ο Βλάντ ο Ανασκολοπιστής και αλλιώς με το προσωνύμιο Δράκουλας. Το κάστρο Μπράν, λοιπόν, με την βοήθεια της λαϊκής παράδοσης και ενός Ιρλανδού συγγραφέα, του Αβραάμ Στόκερ, που έγραψε πολλές νουβέλες τρόμου, θεωρείται έκτοτε η κατοικία του Δράκουλα της Τρανσυλβανίας. Το κάστρο, πριν περάσει και αυτό στην ιδιοκτησία της Ρουμανικής κυβέρνησης το 1948 και γίνει τουριστικό αξιοθέατο, ήταν ιδιοκτησία του βασιλικού οίκου των Αμψούργων.

Τα δύο κάστρα, έμελλε να έχουν την ίδια τύχη σχεδόν, μετά την πτώση του καθεστώτος του ανύπαρκτου. Για χρόνια παραμελημένα, αποφασίστηκε να δοθούν πρόσφατα στους παλιούς ιδιοκτήτες τους. Ετσι το πρώτο παραχωρήθηκε στον υπέργηρο πρώην βασιλιά Μιχαήλ, που διώχτηκε από τη χώρα το 1948 ενώ το δεύτερο σε έναν απόγονο των Αμψούργων, τον Γερμανό αρχιτέκτονα Ντομινίκ φον Χάμπσμπουργκ, που κατοικεί τώρα στην Νέα Υόρκη. Για τον Μιχαήλ, έγινε γνωστό πως ήταν μια επιπλέον ένδειξη ευγνωμοσύνης του νέου καθεστώτος για τις υπηρεσίες που πρόσφερε για την προώθηση της ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η επιστροφή των παλιών ιδιοκτητών θα είχε λίγη σημασία, εάν δεν ήταν το συμβολικό επιστέγασμα μιας ευρύτερης κοινωνικής οπισθοδρόμησης της χώρας, η τροχιά της οποίας διαγράφτηκε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με ραγδαίους ρυθμούς. Ακριβώς γι’ αυτό ο συμβολισμός είναι ισχυρός και ταυτόχρονα ενδεικτικός της αντίστροφης πορείας προς το παρελθόν που έχουν πάρει οι λεγόμενες χώρες της μετάβασης από τον ανύπαρκτο σοσιαλισμό με τα υπολείμματα των μεταπολεμικών κοινωνικοπολιτικών κατακτήσεων στην καπιταλιστική μεσαιωνική βαρβαρότητα.

* Ο εξηνταοχτάχρονος Habsburg, περιχαρής δήλωσε σε δημοσιογράφους πως δεν έχει λόγια να ευχαριστήσει τον λαό της Ρουμανίας και υπενθύμισε πως το κάστρο Μπράν είναι συνδεμένο με τη δικαιοσύνη και την αγαθοεργία στη χώρα!

27 Μαΐ 2006

Μέξικο-Σίτι. Η διψασμένη μεγαλούπολη


Με πάνω από είκοσι εκατομμύρια πληθυσμό η Πόλη του Μεξικό επεκτείνεται διαρκώς σε μια λεκάνη μήκους εκατό χιλιομέτρων που σχηματίζουν μεγάλοι ορεινοί όγκοι σε υψόμετρο 2.240 μέτρων πάνω από τη θάλασσα. Επτά αιώνες πριν, όταν οι Αζτέκοι αποφάσισαν να κατοικήσουν εδώ, η περιοχή ήταν γεμάτη με λίμνες και άφθονα επίγεια νερά. Σύμφωνα με την παράδοση ο τόπος επιλέχτηκε ύστερα από το εντυπωσιακό πέταγμα ενός αετού, που κουβαλώντας ένα αιχμαλωτισμένο φίδι, σταμάτησε πάνω σε ένα κάκτο σε ένα μικρό νησί στην μέση της λίμνης. Για τους ιθαγενείς Ναχούα, το σημείο ήταν ο ομφαλός του φεγγαριού, έκφραση από την οποία πήρε το όνομα της η πόλη και ολόκληρη η χώρα. Ακόμη και τώρα στο κέντρο της πόλης η εντυπωσιακή πλατεία Ζόκαλο συμβολίζει το σημείο-μηδέν, δηλαδή την αρχή κάθε ανθρώπινου υπολογισμού σε σχέση με τα βουνά και τα άστρα. Οταν οι Ισπανοί έφτασαν στην περιοχή το 1519 εντυπωσιάστηκαν από τη φυσική ομορφιά και το ειδυλλιακό τοπίο.

Από τότε όλα σχεδόν άλλαξαν και η περιοχή έχει γίνει αγνώριστη από τη δημιουργία της μεγαλύτερης τερατούπολης στον κόσμο. Η πόλη έχει μετατραπεί σε μια δημογραφική βόμβα, κτισμένη πάνω σε ανύπαρκτες υποδομές ενώ στα σπλάχνα της κουβαλά τεράστια κοινωνικά χάσματα, ανισότητες και εκρηκτικά προβλήματα. Ενα από αυτά είναι και η έλλειψη του νερού, η εξάντληση του πλούσιου προαιώνιου υδροφόρου ορίζοντα, η μόλυνση αυτού που απομένει και η ραγδαία καταστροφή του δικτύου μεταφοράς από την έλλειψη επενδύσεων και τις καθιζήσεις. Η υπέρ-άντληση, έχει σαν αποτέλεσμα τη συνεχή καθίζηση του εδάφους, που από το 1900 κατέβηκε μέχρι και δέκα μέτρα σε ορισμένα σημεία! Ετσι το Μέξικο-Σίτι είναι η πιο διψασμένη πόλη του πλανήτη!

Δύο εκατομμύρια άνθρωποι ζούνε χωρίς να έχουν καμιά πρόσβαση σε νερό στα σπίτια τους και αρκετοί περισσότεροι έχουν νερό μόνο για μία ώρα την εβδομάδα. Στην Iztapalapa, λόγου χάρη, μια βιομηχανική συνοικία με απέραντες φτωχογειτονιές, το όνειρο των Μεξικάνων είναι να φέρουν νερό έστω για μια ακόμη ώρα την εβδομάδα. Από την άλλη, μόνο το 10% των αστικών λυμάτων της πόλης τυχαίνουν μιας υποτυπώδους διαχείρισης, ενώ τα υπόλοιπα ρίχνονται στην θάλασσα ή στα ποτάμια. Ετσι, παρά το γεγονός πως ένα παχύ σκληρό στρώμα από άργιλο, κάτω από την πόλη, προσπαθεί να προστατεύσει τα υπόγεια νερά, αυτά έχουν προ πολλού μολυνθεί. Ετσι η αγορά εμφιαλωμένου νερού στο Μεξικό είναι ίσως η πιο πλούσια σε όλο τον κόσμο με τζίρο που υπολογίζεται στα 32 δις δολάρια!

Σαν απάντηση στο πρόβλημα, που οι επιστήμονες θεωρούν πως θα πάρει εκρηκτικές διαστάσεις μέχρι το 2020, οι κυβερνήσεις της χώρας και οι τοπικές αρχές βρήκαν το γιατρικό. Την πλήρη ιδιωτικοποίηση της παραγωγής και διανομής. Φυσικά τα πράγματα πήγαν από το κακό στο χειρότερο και το νερό εκτός από σπάνιο έγινε και πολύ πιο ακριβό.

* Οπως και για τα υπόλοιπα προβλήματα της πόλης, έτσι και γι’ αυτό του νερού, αυτοί που το αντιμετωπίζουν είναι τα εκατομμύρια των φτωχών. Στις αριστοκρατικές συνοικίες με τις πολυτελείς επαύλεις που είναι οχυρωμένες σαν φρούρια το νερό ρέει άφθονο και σπαταλιέται. Υπολογίζεται πως στο πλουσιότερο 9% του πληθυσμού της πόλης αντιστοιχεί το 75% της συνολικής κατανάλωσης!

13 Μαΐ 2006

Δυτική Παπούα – Grasberg. Το ορυχείο που σκότωσε τα προγονικά πνεύματα


Η κορυφή Puncak Jaya, χάνεται στον ουρανό σε ύψος 4884 μέτρων στο κέντρο της Δυτικής Παπούα, στο νησί της Νέας Γουινέα. Τμήμα της οροσειράς Surdirman, η κορυφή για την κοσμολογία των αυτόχθονων της φυλής Amungme συμβολίζει το ιερό κεφάλι της μητέρας τους ενώ το βουνό την καρδιά της. Στους κρατήρες της οροσειράς κατοικούν τα προγονικά πνεύματα που συνόδευσαν για πάνω από πέντε χιλιάδες χρόνια την ανθρώπινη διαδρομή σε αυτήν την εξωτική περιοχή, στο δεύτερο μεγαλύτερο νησί του κόσμου.

Ακριβώς στην σκιά της μεγάλης κορυφής, κοντά στην πόλη Τεμπαγκαπούρα, το ορυχείο Grasberg εδώ και τρεις δεκαετίες τρώει τα σπλάχνα του βουνού. Το ορυχείο, που εκτείνεται σε μια περιοχή 2,5 εκατομμυρίων, είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο σε παραγωγή χρυσού και το τρίτο σε παραγωγή χαλκού. Ξεκίνησε την λειτουργία του το 1973, την περίοδο της σκληρής δικτατορίας Σουχάρτο από την εταιρία «Φρήπορτ Μακ- Μόραν» θυγατρική του αμερικάνικου γίγαντα ορυχείων Μακ-Μόραν που έχει έδρα την Νέα Ορλεάνη. Η Μακ-Μόραν ήταν η πρώτη πολυεθνική που ένα μήνα μετά το αιματηρό πραξικόπημα του 1966, υπέγραψε συμφωνία επένδυσης με το στρατιωτικό καθεστώς και από τότε λειτουργεί με την πλήρη στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη της Τζακάρτα.

Το ορυχείο έχει γίνει ένα από τα επίκεντρα του αγώνα των αυτοχθόνων ενάντια στην ινδονησιακή κατοχή και σύμβολο της ληστρικής αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Η περιοχή, στόχος των επιθέσεων του ένοπλου αυτονομιστικού κινήματος παλιότερα, έχει μετατραπεί σε μια από τις πιο στρατοκρατούμενες περιοχές της Ινδονησίας. Λειτουργώντας σε 24ωρη βάση, συνέχεια για 365 ημέρες το χρόνο το ορυχείο παράγει 110 χιλιάδες τόνους απόβλητα την ημέρα, τα περισσότερα τοξικά που έχουν μολύνει όλο τον υδροφόρο ορίζοντα και το σύστημα των ποταμών που κατευθύνονται προς την θάλασσα της Αραφούρα νότια. Πρόσφατες φωτογραφίες από δορυφόρους πιστοποιούν την τεράστια οικολογική καταστροφή από τα μεγάλα φορτία αποβλήτων που εναποτίθονται σε διπλανές κοιλάδες, ενώ υπολογισμοί ανεβάζουν τον όγκο τους σε διπλάσιο μέγεθος από αυτό των χωμάτινων όγκων που μετακινήθηκαν για να ανοίξει η διώρυγα του Παναμά! Πλήθος επιδημιολογικών ερευνών αλλά και εμπειρικές ιατρικές καταγραφές αναφέρουν κατακόρυφη αύξηση των ασθενειών και των μολύνσεων στους αυτόχθονες πληθυσμούς.

Οι τελευταίοι, και ειδικά η φυλή των Αmungme, που έχει αποδεκατιστεί πρώτα από τους Ολλανδούς αποικιοκράτες και ύστερα από τους Ινδονήσιους συνεχίζουν να αντιστέκονται. Γι’ αυτούς το ορυχείο είναι απόλυτη καταστροφή. Ακόμη και από την εργασία στο ορυχείο είναι αποκλεισμένοι. Από τους 7500 εργαζόμενους σε αυτό μόνο 150 είναι αυτόχθονες ενώ η βία, οι δολοφονίες και οι εξαφανίσεις από τον στρατό και την ABRI, την περιβόητη Ινδονησιακή μιλίτσια που πληρώνεται αδρά από την εταιρία είναι συχνά φαινόμενα. Η δυτική Παπούα, ένας πραγματικός φυσικός παράδεισος με 245 φυλές αυτόχθονων και με το 20% των γνωστών γλωσσών παγκοσμίως να μιλιούνται εκεί, συνεχίζει να αιμορραγεί και να καταστρέφεται.

* Τον περασμένο Φλεβάρη και Μάρτη η οργή των νεαρών αυτόχθονων και των φοιτητών ενάντια στο ορυχείο ξέσπασε και οδήγησε σε σκληρές συγκρούσεις με τον στρατό και την αστυνομία γύρω από το ορυχείο αλλά και στην πρωτεύουσα Τιμίκα. Σκοτώθηκαν τρεις αστυνομικοί και τραυματίστηκαν πολλοί διαδηλωτές. Χίλιοι φοιτητές επιτέθηκαν στα γραφεία της εταιρίας στην Τζακάρτα ενώ η παραγωγή του ορυχείου σταμάτησε για μερικές ημέρες για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.