12 Μαΐ 2007

Prestes Maia- Σάο Πάουλο. Σύμβολο αντίστασης των αστέγων


Η λεωφόρος Prestes Maia στο Σάο Πάουλο είναι αφιερωμένη στον πιο γνωστό δήμαρχο της πόλης στις δεκαετίες του τριάντα και του σαράντα, τον Francisco Prestes Maia υπεύθυνο για την πολεοδομική διαμόρφωση του, που σήμερα βέβαια έχει εξελιχτεί σε μια από τις μεγαπόλεις- τέρατα του κόσμου. Από το όνομα της λεωφόρου πήρε το όνομα και το κτίριο των είκοσιδύο ορόφων που στέκεται στο νούμερο 700, πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης. Το Prestes Maia όπως είναι πια γνωστό σε όλη την Βραζιλία, παλιότερα στέγαζε μαγαζιά και βιοτεχνίες ενδυμάτων μέχρις ότου εγκαταλείφθηκε σαν αποτέλεσμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Από το 2002, μερικές εκατοντάδες οικογένειες από την επαρχία αλλά και μετανάστες από άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής αποφάσισαν να το καταλάβουν για να στεγαστούν. Καθάρισαν και τροποποίησαν τους χώρους, οργάνωσαν συλλογικές υπηρεσίες, έφτιαξαν βιβλιοθήκη και χώρους εκπαίδευσης, δημιουργώντας έτσι την πιο ξακουστή και μεγαλύτερη κατάληψη αστέγων σε αστικό κτίριο σε όλη την Λατινική Αμερική. Στα πρώτα χρόνια της κατάληψης την καθημερινή μιζέρια έσπαγαν συχνά οι πολύχρωμες πολιτιστικές εκδηλώσεις και τα συλλογικά γλέντια ενώ ο αριθμός των κατοίκων του κτιρίου έφτανε ορισμένες φορές και τα τέσσερις χιλιάδες άτομα. Η κατάληψη υποστηρίχτηκε από την οργάνωση Movimento Sem Teto do Centro, οργάνωση ανάλογη του Κινήματος των Χωρίς Γη, που δραστηριοποιείται για τα δικαιώματα και τα προβλήματα των αστέγων στις μεγάλες βραζιλιάνικες πόλεις.

Το 2002 ήταν σημαδιακή χρονιά για τα λαϊκά κινήματα στην χώρα. Τον Οκτώβρη κέρδισε τις εκλογές το Εργατικό Κόμμα με επικεφαλής τον Λούλα και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστεψαν στην χώρα, πως τα πράγματα θα βελτιωθούν για τα εκατομμύρια των φτωχών Βραζιλιάνων. Ο άνεμος αυτός της αισιοδοξίας επηρέασε τα κινήματα αντίστασης που προχώρησαν με αποφασιστικές ενέργειες σε καταλήψεις, ειδικά στην επαρχία, αγροκτημάτων και μεγάλων γαιοκτησιών. Ακριβώς σε αυτή την περίοδο ευφορίας, το Prestes Maia, έγινε σύμβολο του αγώνα για στέγη και δικαιώματα για τους απόκληρους Βραζιλιάνους που συρρέουν αναγκαστικά στα αστικά κέντρα αναζητώντας δουλειά και μια καλύτερη τύχη.

Ούτε πέντε χρόνια μετά, η κοινότητα της κατάληψης του μεγάλου κτιρίου κινδυνεύει με έξωση από την αστυνομία και το Prestes Maia φιγουράρει ήδη στην ιστοσελίδα του Emporis Buildings σαν ακίνητο προς πώληση. Οι νόμιμοι ιδιοκτήτες, η εταιρία Hamuche & Co, το διεκδικεί για να το πωλήσει έτσι ώστε να ξεπληρώσει τα πέντε περίπου εκατομμύρια ρεάλ (ισοδύναμα με 2,2 εκ. δολάρια) που χρωστά σε δημοτικούς φόρους όπως ισχυρίζεται. Όπως και στις υπόλοιπες ανάλογες περιπτώσεις κοινωνικών διεκδικήσεων τόσο οι δημοτικές αρχές, όσο και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πήρε το μέρος των ιδιοκτητών και έστειλε τελεσίγραφο στους καταληψίες. Η κοινότητα των αστέγων στο κτίριο έχει αποδυναμωθεί αρκετά. Τόσο αριθμητικά όσο και πολιτικά. Οι διακόσιες πενήντα περίπου οικογένειες με ένα σύνολο 1600 ψυχών αν και δεν το βάζουν κάτω, βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Το κτίριο βρίσκεται σε άθλια κατάσταση εξαιτίας της πολύχρονης έλλειψης συντήρησης και οι πιέσεις για αποχώρηση αυξάνονται. Τους τελευταίους μήνες η κοινότητα των αστέγων προσπαθεί να συνδεθεί με τα κινήματα των ακτημόνων και το ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα, οργανώνει συγκεντρώσεις μπροστά στο κτίριο κλείνοντας συχνά την μεγάλη λεωφόρο και δηλώνει αποφασισμένη να μην δεχθεί αδιαμαρτύρητα την έξωση. Η κατάληψη του Prestes Maia έχει γίνει σημείο αναφοράς ενός διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης που οργανώνει κινητοποιήσεις συμπαράστασης και εκστρατείες συγκέντρωσης χρημάτων για την υποστήριξή της αλλά και μια ακόμη απόδειξη πως ελάχιστα πράγματα άλλαξαν για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία των φτωχών Βραζιλιάνων.

* Στα μέσα του Απρίλη η αντίσταση του Prestes Maia, κατάφερε να αποτρέψει για μια ακόμη φορά την απειλούμενη αστυνομική επιχείρηση έξωσης και να πάρει από τις δημοτικές αρχές διορία δύο μηνών. Σύντομα όμως η πίεση θα ξαναγίνει αφόρητη.

28 Απρ 2007

Μαρακές-Μαρόκο. Από που παίρνουν ζωή τα δέρματα;

 

Αν και όχι τόσο φημισμένα όσα αυτά της Φεζ, τα κατεργασμένα δέρματα από το Μαρακές  και τα προϊόντα που φτιάχνονται από αυτά   δεν υστερούν  διόλου σε ομορφιά και ποικιλία. Το Μαρόκο  θεωρείται  διεθνώς πως παράγει μαλακά και πολλή καλής ποιότητας δέρματα.  Σε όλα  σχεδόν τα τουριστικά πακέτα , η επίσκεψη στα βυρσοδεψεία της πόλης   συμπεριλαμβάνεται,  με την υπόμνηση πως αποτελεί σημαντική ατραξιόν.   Μπαίνοντας από την πύλη Bab Debbagh στην παλιά πόλη,  την Μεντίνα,   και προχωρώντας σε βορειοανατολική κατεύθυνση  από την μεγάλη πλατεία  Djemaa El-fna , μέσα σε  έναν λαβύρινθο από  στενά δρομάκια, στα εξωτερικά όρια της πόλης , πέρα  από τα παλιά τείχη, συναντάς την περιοχή με τα παραδοσιακά  βυρσοδεψεία. Ανάμεσα στα παλιά σπίτια η μέσα σε αυλές και ανοικτούς χώρους , αμέτρητες πέτρινες στέρνες , τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη, δημιουργούν μια εντυπωσιακή εικόνα με τα έντονα διαφορετικά χρώματα που περιέχει η κάθε μια. Απαραίτητο πάντα ένα κλαδάκι δυόσμο η άλλου αρωματικού φυτού , για να αντέξει κανείς την αφόρητη δυσοσμία.



Η επεξεργασία των δερμάτων διαρκεί  περίπου είκοσι ημέρες και είναι περίπου ίδια εδώ  και αιώνες. Γίνεται αποκλειστικά με το ανθρώπινο σώμα και την δύναμη των μυών του.  Αφού αφαιρεθούν οι τρίχες και τα υπολείμματα της σάρκας του ζώου, τα δέρματα βαπτίζονται διαδοχικά αρκετές φορές  σε νερό και αίμα για να καθαριστούν και ύστερα να αναζωογονηθούν και να μαλακώσουν. Κατόπιν  μεταφέρονται στις στέρνες που περιέχουν τις χρωστικές ουσίες, οι πιο συνηθισμένες από τις οποίες είναι το  σαφράνι,  η χένα,  η  παπαρούνα και το ρόδι. Σε αυτές παίρνουν το έντονο χρωματισμό τους και ύστερα αλείφονται με λάδι για να αποκτήσουν λάμψη και μαλακή αφή. Δεν λείπουν φυσικά στα διάφορα στάδια και οι χημικές ουσίες που κάνουν δυνατή την επίσπευση της επεξεργασίας. Απλώνονται και τεντώνονται  με τα χέρια και τα πόδια για να πάρουν την τελική μορφή τους και να δοθούν στα εργαστήρια που κάνουν τα δερμάτινα είδη. Πίσω όμως από την εντυπωσιακή εικόνα για τους δυτικούς τουρίστες κρύβεται μια σκληρή πραγματικότητα.


Όπως και τα βυρσοδεψεία έτσι και οι άνθρωποι που δουλεύουν σε αυτά, από τα παλιά χρόνια, αντιμετωπίζονταν σαν μια αναγκαία αλλά και απόβλητη περίπτωση. Τα βυρσοδεψεία έπρεπε να βρίσκονται στην άκρη της πόλης και οι  εργάτες σε αυτά , μια κατώτερη ομάδα ανθρώπων. Αυτό ελάχιστα άλλαξε μέχρι σήμερα. Σε σημείο  που να αποτελεί  διαδεδομένη λαϊκή δοξασία πως οι εργάτες στα βυρσοδεψεία είναι απεσταλμένοι του διαβόλου , οι οποίοι με την βοήθεια του δίνουν ζωή στα δέρματα!
Όπως και στο υπόλοιπο Μαρόκο , οι βυρσοδέψες σχεδόν πάντα προέρχονται από μια κατώτερη κοινωνικά ομάδα, οι νέοι «κληρονομούν» από τους γονείς την θέση μέσα στις στέρνες   και οι εργάτες συνήθως  μένουν σε σπίτια δίπλα στα βυρσοδεψεία με αντίτιμο λιγοστά ντιρχάμ για  μεροκάματο.


Έως και είκοσι χρόνια , κατά μέσο όρο , είναι λιγότερη η ζωή αυτών των εργατών. Η σκληρή εργασία των δώδεκα τουλάχιστον ωρών καθημερινά, τον χειμώνα σε συνθήκες κρύου και το καλοκαίρι κάτω από τον καυτό ήλιο, τα χημικά που χρησιμοποιούνται και η μεγάλη καταπόνηση του σώματος, ιδιαίτερα μέσα στις στέρνες για το πλύσιμο και την βαφή, σε συνδυασμό με τις μίζερες συνθήκες ζωής, φέρνουν αυτό το αποτέλεσμα. Αρκετοί μάλιστα θεωρούν τυχερούς αυτούς που πεθαίνουν γρήγορα μιας και πολλοί βασανίζονται για χρόνια από αναπηρίες και αναγκαστικούς ακρωτηριασμούς των εξαιτίας της σκληρής δουλειάς, χωρίς την δυνατότητα αυτοσυντήρησης εξαιτίας της μεγάλης φτώχειας.

* Χαμηλά στην βαθμολόγηση του ΟΗΕ για την ανθρώπινη ανάπτυξη το Μαρόκο, (στην 123η θέση από τις 177 χώρες του καταλόγου) παρουσιάζει   έντονες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες. Το 35% των Μαροκινών ζούνε χωρίς ηλεκτρικό και τρεχούμενο νερό στα σπίτια τους και τουλάχιστον δύο στους δέκα βρίσκονται  κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας. Στο Μαρακές ακόμη υπάρχει έντονη η ανάμνηση της εξέγερσης για το ψωμί τον Γενάρη του 1984 με τους 110 νεκρούς διαδηλωτές καθώς τα κοινωνικά προβλήματα για την πλειοψηφία  παραμένουν μεγάλα.

14 Απρ 2007

Βetenase-Δυτική Γκάνα. Φιλιά με πικρή σοκολάτα


Το Betenase είναι ένα μικρό χωριό στην περιφέρεια Sefwi Wiawso κοντά στην επαρχιακή πρωτεύουσα Wiawso μια μικρή πόλη στην δυτική Γκάνα γύρω στις επτά ώρες με το αυτοκίνητο από την Ακκρα. Πρέπει να διασχίσεις πολλά χιλιόμετρα κόκκινου χωματόδρομου για να αντικρίσεις τα σπίτια από λάσπη, στα οποία κατοικούν περίπου χίλιοι πεντακόσιοι άνθρωποι, χωρίς νερό και ηλεκτρικό. Όπως και άλλα πολλά χωριά στην δυτική δασική ζώνη στα σύνορα με την Ακτή του Ελεφαντοστού, η ζωή στο Betenase είναι δεμένη με την παραγωγή του κακάο και το μικρό σχολείο με τις τρεις αίθουσες για εκατό παιδιά, τις περισσότερες ημέρες του χρόνου είναι άδειο, μιας και οι υποψήφιοι μαθητές δουλεύουν στις φάρμες με τα κακαόδεντρα που περιβάλλουν το χωριό.

Δεκαοκτώ με τριάντα μήνες μετά το φύτεμα, τα κακαόδεντρα, που μπορεί να ξεπεράσουν και τα επτά μέτρα σε ύψος, αρχίζουν να δίνουν τον πολύτιμο καρπό, καθιστώντας την Γκάνα την δεύτερη σε εξαγωγές στην δυτική Αφρική με πεντακόσιες εξήντα χιλιάδες μετρικούς τόνους παραγωγή (2005) και νούμερο δύο στις κακάο-παραγωγές χώρες στον κόσμο. Μαζί με την Ακτή του Ελεφαντοστού, το Καμερούν και την Νιγηρία καλύπτουν το 70% της παγκόσμιας ζήτησης. Πάνω από δύο εκατομμύρια αγρότες δουλεύουν στην παραγωγή κακάο στην χώρα.

Στην συγκομιδή και στην καλλιέργεια των κακαόδεντρων, όπως και στις υπόλοιπες αφρικάνικες χώρες, η παιδική εργασία είναι πολύ διαδεδομένη. Μικρά παιδιά με τις ματσέτες στα χέρια ξημεροβραδιάζονται κάτω από το καυτό ήλιο, αντιμετωπίζοντας την επίδραση των χημικών φυτοφαρμάκων, τα καθημερινά ατυχήματα και την βαναυσότητα των αφεντικών. Υπολογίζονται σε πάνω από ογδόντα χιλιάδες τα παιδιά σχολικής ηλικίας, που εργάζονται στις φυτείες κακάο στην Γκάνα και η Gawu, η εθνική συνδικαλιστική ένωση εργαζόμενων στην γεωργία, με έκθεση της τον Ιούλιο του 2006, κατήγγειλε για μια ακόμη φορά πως ο μέσος όρος ηλικίας δεν ξεπερνά τα 13,5 χρόνια. Τα περισσότερα είναι από τις φτωχές βόρειες επαρχίες της χώρας αλλά και από τις γειτονικές Μπουργκίνα Φάσο, Μάλι και την περιοχή της νότιας Σαχάρας και δουλεύουν για τριακόσιες χιλιάδες Cedi τον χρόνο που ισοδυναμούν μόνο με τριάντα δολάρια! Τους παρέχεται ένα άθλιο φαγητό και δωρεάν στέγη σε αποθήκες αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως η εκμετάλλευση είναι εξοργιστική.

Με τρεις δυτικές πολυεθνικές να ελέγχουν το 83% του παγκόσμιου εμπορίου κακάο, είναι προφανές πως οι φτωχές χώρες παραγωγής της πρώτης ύλης είναι χειροπόδαρα δεμένες στις απαιτήσεις και τους εκβιασμούς των αγοραστών. Η δραματική καθίζηση των τιμών το 1998, που τις έριξε στο μισό, ανάγκασε τους μικρούς παραγωγούς να ψάξουν τρόπους μείωσης του κόστους για να επιβιώσουν. Ο κυριότερος ήταν η επέκταση της παιδικής εργασίας που στην Γκάνα αλλά και στην Ακτή του Ελεφαντοστού ιδιαίτερα, έχει πάρει την μορφή επιδημίας.

Την ίδια στιγμή στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, η Herseys Company, γιορτάζει φέτος τα εκατό χρόνια από την κυκλοφορία του πιο αγαπημένου της προϊόντος. Ήταν το 1907, που εμφανίστηκαν στα μαγαζιά τα Hersheys Κisses, οι μικρές σοκολατένιες καραμέλες που φέρνουν τεράστια κέρδη στα ταμεία της και έφτασαν πέρυσι τα ογδόντα εκατομμύρια κομμάτια καθημερινές πωλήσεις. Η Hersheys μαζί με της Μars ελέγχουν τα 2/3 από τα 13 δις δολάρια πωλήσεων σοκολάτας στις ΗΠΑ και προμηθεύονται κακάο κυρίως από την Δυτική Αφρική. Μαζί με την Nestle και μερικές ακόμη ευρωπαϊκές πολυεθνικές, πάρα τις δεσμεύσεις και την διεθνή κατακραυγή συνεχίζουν να αγοράζουν πρώτη ύλη που μαζεύεται από παιδικά χέρια, συμμετέχοντας ταυτόχρονα και σε εκστρατείες ενάντια στην παιδική εργασία!

* Γύρω από την παιδική εργασία στις φυτείες κακάο έχει αναπτυχθεί μια τεράστια υποκριτική εκστρατεία με επίκεντρο το Πρωτόκολλο Harkin-Enger, που υπογράψανε με παρακίνηση του αμερικάνικου Κογκρέσου το 2001, οι μεγάλες σοκολατο-βιομηχανίες και διεθνείς οργανισμοί. Ενεργός στην προώθηση του η αμερικάνικη Usaid και μια ομάδα δυτικών ΜΚΟ που στις βαθιές πληγές των οικονομιών και των ανθρώπων της Δυτικής Αφρικής δίνουν «ασπιρίνες» ενώ υπερασπίζονται το υποτιθέμενο ελεύθερο εμπόριο και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

31 Μαρ 2007

Svay Pak –Καμπότζη. Τρόμος στα παιδικά πορνεία


Με ένα δολάριο, ένας μοτοσικλετιστής μπορεί να σε πάει από το κέντρο της Πνομ-Πενχ, παρακάμπτοντας το μποτιλιάρισμα, στο Svay Pak, διασχίζοντας στα γρήγορα τα σκονισμένα ένδεκα χιλιόμετρα που το χωρίζουν από τις παρυφές της πρωτεύουσας με κατεύθυνση τον βορρά. Το Svay Pak είναι ένα σύγχρονο μνημείο της τουριστικής βιτρίνας της χώρας, κάτι σαν το Angor Wat, αλλά από την ανάποδη. Το Angor Wat σηματοδοτεί την μεγάλη πολιτιστική άνθιση πριν χίλια χρόνια και το Svay Pak την σημερινή αθλιότητα και βαρβαρότητα. Στο μικρό χωριό με τις φτωχικές ξύλινες κατοικίες, μέχρι τον Μάρτιο του 2003, λειτουργούσαν δεκάδες πορνεία με μικρά κορίτσια και αγόρια και μια επίσκεψη σε αυτό ήταν απαραίτητη για κάθε δυτικό σεξο-τουρίστα που σεβόταν τον άθλιο εαυτό του. Στα εκατό περίπου μέτρα μόνο του κεντρικού δρόμου, από την αριστερή πλευρά υπήρχαν δεκαοκτώ πορνεία ενώ την δεξιά πλευρά καταλάμβαναν τα μπαρ-καραόκε και τα ρεστοράν για να είναι πλήρης η αναψυχή των δυτικών. Τότε η κυβέρνηση με την εξαχρειωμένη αστυνομία, ύστερα από την διεθνή κατακραυγή, προχώρησε σε μια επιχείρηση δημοσίων σχέσεων και έκλεισε πενήντα από αυτά τα πορνεία, στέλνοντας σε ιδρύματα τα μικρά παιδιά και στις φυλακές μερικούς προαγωγούς. Σε λίγο διάστημα φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, τα πορνεία ξανά-λειτούργησαν σε διαφορετικές πλευρές του χωριού ενώ άλλα μετακόμισαν στην πρωτεύουσα. Στην τελευταία η πορνεία έχει εξελιχτεί σε μια μεγάλη και προσοδοφόρα βιομηχανία και οι καχύποπτοι όχι άδικα θεωρούν πως το αστυνομικό κυνηγητό στο Svay Pak, ωφελεί τα δυνατά κυκλώματα σωματεμπορίας στην Πνομ-Πενχ στα οποία συμμετέχουν ενεργά πολλοί δυτικοί.

Όπως έγραφε η κινέζικη εφημερίδα «Σαγκάη Σταρ», η Καμπότζη έχει γίνει η Μέκκα της παιδεραστίας και η πορνεία έχει αυξηθεί κατακόρυφα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Υπολογίζονται σε πάνω από εκατό χιλιάδες οι νέοι και οι νέες πόρνες, το ένα τρίτο από τους οποίους είναι ανήλικα παιδιά ακόμη και κάτω από την ηλικία των δέκα ετών. Η πρωτεύουσα συγκεντρώνει το ένα τέταρτο της πορνείας, στους δρόμους και τα σπίτια της οποίας βιάζονται στην ουσία καθημερινά, έναντι ελάχιστων δολαρίων πάνω από οκτώ χιλιάδες παιδιά. Επίσημες κυβερνητικές στατιστικές δεν υπάρχουν και τα στοιχεία βασίζονται σε εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών και ΜΚΟ, που δραστηριοποιούνται στην χώρα. Όλοι συνομολογούν πως η πορνεία επεκτάθηκε από την εποχή που τα Ηνωμένα Έθνη έστειλαν στην Καμπότζη πάνω από είκοσι χιλιάδες στρατιώτες και αστυνομικούς στα πλαίσια της πολυεθνούς δύναμης που συνεστήθη από το 1991 για να επιβάλει την «σταθερότητα». Αργότερα τη σκυτάλη πήραν τα δυτικά τουριστικά πρακτορεία, οι προαγωγοί και οι διεφθαρμένοι κυβερνητικοί υπάλληλοι, που την μετέτρεψαν σταδιακά στον ελκυστικότερο τόπο σεξο-τουρισμού για τους άθλιους δυτικούς τουρίστες από την Βόρεια Ευρώπη, την Βόρεια Αμερική, την Ιαπωνία και την Αυστραλία, ύστερα μάλιστα από τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στην γειτονική Ταϊλάνδη. Ομάδες παιδιών από το Βιετνάμ κυρίως αλλά και την Καμποτζιανή ενδοχώρα, απάγονται και οδηγούνται βίαια στα πορνεία. Σε αυτά βασιλεύει η αθλιότητα, οι συνεχείς κακοποιήσεις, οι εξαφανίσεις και ο «πάγος», ένα φτηνό χημικό ναρκωτικό, που βυθίζει τα παιδιά σε έναν διαρκή λήθαργο.

Το ίδιο άθλιοι όμως με τους δυτικούς σεξο-τουρίστες είναι και οι δυτικοί αναλυτές και διάφορες ΜΚΟ που επιμένουν πως για το φαινόμενο ευθύνεται κυρίως η κληρονομιά των «κόκκινων δαιμόνων», που κατέστρεψαν κοινωνικά και οικονομικά την χώρα όταν πήραν την εξουσία. Το ότι πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε και το γεγονός πως την πορνεία την επέβαλλαν κυρίως οι ξένοι όχι μόνο στην Καμπότζη αλλά και σε άλλες χώρες της Ινδοκίνας αποτελεί για αυτούς ασήμαντη λεπτομέρεια.

* Ο «Αθέατός Κόσμος» ένιωσε ικανοποίηση από το γεγονός πως στο 9ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ στην Θεσσαλονίκη ορισμένα από τα παλιότερα θέματά του υποκίνησαν και άλλους ανθρώπους να μιλήσουν κινηματογραφικά για αυτά. Λόγου χάρη το El Ejido του Μαροκινού Ρχαλίπμ και τα Φαντάσματα της Cite Soleil του Δανού Λετ.

17 Μαρ 2007

Daechuri- Νότια Κορέα. Αντίσταση στους ορυζώνες



Το Daechuri ήταν ένα από τα μικρά χωριά καλλιεργητών ρυζιού, που βρίσκονται έξω από την πόλη Pyeongtaek στην επαρχία Gyeonggi στο βορειοδυτικό μέρος της Νότιας Κορέας. Η περιοχή, εβδομήντα περίπου χιλιόμετρα νότια της Σεούλ, είναι πεδινή με λιγοστούς μικρούς λόφους, κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια και ποτίζεται γενναιόδωρα από τον Ansong, που ρέει από τα ανατολικά προς τα δυτικά και εκβάλει στον κόλπο Ασάν στην Κίτρινη Θάλασσα. Στα παλιά έλη του ποταμού, μετά τον πόλεμο, οργανώθηκε η καλλιέργεια του ρυζιού και στο Daechuri, που στα κορεατικά σημαίνει το χωριό των μεγάλων συγκομιδών, κατοικούσαν ειρηνικά -όποτε το επέτρεπαν οι πολεμικές συγκρούσεις και οι ξένες εισβολές- εκατοντάδες οικογένειες μικρών αγροτών.

Από τα τέλη του 19ο αιώνα, στην διάρκεια του σινο-ιαπωνικού πολέμου, η στρατηγική θέση της περιοχής την έκανε σημείο εγκατάστασης στρατιωτικών και ναυτικών βάσεων. Αυτές χτίστηκαν συνήθως με την καταναγκαστική εργασία των αγροτών, οι οποίοι συχνά επιστρατεύονταν από τους εισβολείς. Στην αρχή ήταν οι Γιαπωνέζοι και μεταπολεμικά οι Αμερικάνοι. Οι τελευταίοι μεγάλωσαν τις εγκαταστάσεις και επέκτειναν τους αεροδιάδρομους την περίοδο του Κορεατικού πολέμου.



Σήμερα η περιοχή συγκεντρώνει δύο τεράστιες αμερικάνικες βάσεις. Την αεροπορική στο Οσάν και το στρατόπεδο Humphreys. Από το 1952 η επέκταση των βάσεων έγινε με αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και βίαιες μετακινήσεις αγροτών από τα χωριά τους, εξέλιξη που συνεχίζεται ως τα σήμερα. Στα πλαίσια της τελευταίας συμφωνίας του καθεστώτος της Σεούλ με τους Αμερικάνους, το στρατόπεδο Humphreys, θα επεκταθεί μέχρι το 2011 από 1200 στρέμματα σε 3600, για να στεγάσει στρατιώτες που θα μετακινηθούν από άλλα σημεία της χώρας. Η επέκταση περιλαμβάνει ορυζώνες και τα χωριά Daechuri και το διπλανό Doduri, που θα πρέπει να μετακινηθούν.

Από την ημέρα που έγιναν γνωστά τα σχέδια, πριν τέσσερα χρόνια, το Daechuri έγινε επίκεντρο μιας αληθινής εποποιίας αντίστασης με πρωταγωνιστές τους 1500 περίπου κατοίκους, οι περισσότεροι μεγάλης ηλικίας. Τον Φλεβάρη του 2006, μάλιστα, αφότου πάρθηκε η τελική απόφαση για την υπεράσπιση με κάθε μέσο του χωριού, όλοι οι κάτοικοι έκαψαν τις ταυτότητές τους και ανακήρυξαν το χωριό ανεξάρτητη περιοχή. Δίκαια το κορεατικό περιοδικό “Hankyoreh 21” τους ανακήρυξε σαν ανθρώπους της περυσινής χρονιάς. Γιατί για όλο σχεδόν το 2006, ύστερα από την απόρριψη των δικαστικών προσφυγών, οι αγρότες έγιναν σημείο αναφοράς για όλο το αντι-αμερικάνικο και αντιπολεμικό κίνημα της χώρας. Οχυρωμένοι στα σπίτια και τα χαντάκια των ορυζώνων αντιμετώπισαν τις αστυνομικές δυνάμεις και τη στρατιωτική αστυνομία όχι λίγες φορές και οι ημέρες αντίστασης στο Daechuri, έγιναν παγκόσμια γνωστές, συγκέντρωσαν την αλληλεγγύη τοπικά και διεθνώς και συγκίνησαν χιλιάδες ανθρώπους από όλο τον κόσμο.



Ειδικά τον περασμένο Μάρτιο και Αύγουστο 13000 πάνοπλοι αστυνομικοί και 3000 στρατιώτες εισέβαλλαν με μπουλντόζες στο Daechuri, γκρέμισαν δημόσια κτίρια, σπίτια και το σχολείο, έριξαν τσιμέντο στα αρδευτικά χαντάκια των ορυζώνων, μάτωσαν εκατοντάδες υπερασπιστές και έσυραν στα κρατητήρια και τις φυλακές πολλούς από αυτούς. Οι αγρότες και αλληλέγγυοι νέοι από όλη την χώρα τους αντιμετώπισαν ηρωικά πρώτα με τα αγροτικά μηχανήματα και εργαλεία και ύστερα με γυμνά χέρια για ολόκληρες ημέρες. Οι φωτογραφίες και η περιγραφή των συγκρούσεων ειδικά στους ορυζώνες δείχνουν το πείσμα και την αποφασιστικότητα των κατοίκων και πραγματικά εντυπωσιάζουν.

Παρά την διεθνή κατακραυγή και την πανεθνική κινητοποίηση αλληλεγγύης, τις διαδηλώσεις στην Σεούλ και άλλες πόλεις, η μάχη ήταν άνιση. Οι τελευταίες 59 οικογένειες των δύο χωριών που επέμεναν να μένουν στα χαλάσματα των σπιτιών τους, πιεσμένες από την δεινή οικονομική θέση και την απαγόρευση να πάνε στα ρυζοχώραφα, αποφάσισαν στις αρχές του φετινού Φλεβάρη ύστερα από δώδεκα κύκλους συνομιλιών με την κυβέρνηση να δεχτούν την προτεινόμενη συμφωνία. Έτσι θα λάβουν οικονομική ενίσχυση και θα μετακινηθούν σε άλλη περιοχή που θα τους παραχωρηθεί για καλλιέργεια και στέγαση. Η προθεσμία αποχώρησης ορίστηκε η 31 του Μάρτη 2007. Η κυβέρνηση μίλησε με θράσος για συμφωνία, αλλά όλοι στην χώρα ξέρουν πως αυτή ήταν μια βίαια υπαγόρευση. Ακόμη και έτσι όμως ο αγώνας στο Daechuri, δεν πήγε χαμένος. Αποτελεί πλέον πανεθνικό σύμβολο και θα εμπνέει για πολλά χρόνια μετά, το μεγάλο κίνημα στην χώρα για ανεξαρτησία και επανένωση.

* Η εποποιία στο Daechuri αδικείται από τον περιορισμένο χώρο που διαθέτει ο «Αθέατος Κόσμος». Για τους απαιτητικούς αναγνώστες της στήλης συνιστούμε δύο ηλεκτρονικές διευθύνσεις για περισσότερη ενημέρωση και πλούσιο φωτογραφικό υλικό: www.saveptfarmers.org και http://kalaniosullivan.com/OsanAB/USFKCampHumphreys.html

3 Μαρ 2007

Moss Side- Μάντσεστερ. Σύγχρονοι …Ολιβερ Τουίστ


Από μια ελώδη και αφιλόξενη περιοχή με χαμηλή βλάστηση, όπως πρωτοαναφέρεται στο κτηματολόγιο του 1086 (Domes Day Book), το Moss Side για αιώνες ήταν ένα μικρό χωριό, δύο-τριών εκατοντάδων κατοίκων ως τις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης. Νότια του Μάντσεστερ, περίπου τρία χιλιόμετρα μακριά, ενσωματώθηκε σε αυτό το 1904, και γνώρισε την μεγάλη ακμή του όταν στις αρχές του αιώνα έφτασε να συγκεντρώνει πάνω από είκοσι επτά χιλιάδες κατοίκους, που απασχολούνταν κυρίως στα εργοστάσια βαμβακιού και υφασμάτων. Αυτήν την περίοδο χτίστηκαν τα περισσότερα σπίτια και κτίρια και ανέβηκε κατακόρυφα η αξία της γης. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960, το Μoss Side υποδέχθηκε πολλούς μετανάστες από την Αφρική και την Καραϊβική μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 που άρχισε να παρακμάζει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της μεγάλης ανεργίας. Από τότε η περιοχή έγινε μια από τις πιο γνωστές «μαύρες κοινωνικές τρύπες» στον χάρτη της βορειοδυτικής Αγγλίας. Το καλοκαίρι του 1981, για τρεις τουλάχιστον ημέρες, το Moss Side, πήρε φωτιά, στην κυριολεξία, από την εξέγερση των νεαρών μαύρων, παράλληλα με τις μεγάλες ταραχές στο Μπρίξτον. Στις 8 του Ιούλη του 1981, περίπου 1500 νέοι επιτέθηκαν στο αστυνομικό τμήμα οργισμένοι από τη σκληρή καταστολή της κυβέρνησης. Τα επόμενα χρόνια η απόγνωση έδωσε τη θέση της στην μεγάλη εγκληματικότητα για τους άνεργους νέους. Δημιουργήθηκαν μεγάλες συμμορίες με επίκεντρο την διακίνηση ναρκωτικών όπως η συμμορία Gooch, η Pepperhill (από το ομώνυμο μπαρ) και η διάδοχός της η Doddington και το Moss Side πήρε το προσωνύμιο Gunchester και Βρετανικό Μπρονξ.

Τώρα η πόλη, που ανήκει στο μητροπολιτικό Μάντσεστερ, με μεγάλη αφρό-καραϊβική κοινότητα (32%) και Ασιάτες (10%) βρίσκεται στην κορυφή της αθλιότητας και πολύ ψηλά στην κλίμακα των κοινωνικών προβλημάτων που δημιούργησε ο Θατσερισμός και ο ύστερος διάδοχος του, ο Μπλερισμός, σε όλη την χώρα. Η ανεργία είναι τριπλάσια από τον εθνικό μέσο όρο (8,3%) και διπλάσια από αυτήν στο Μάντσεστερ και ο μέσος όρος ζωής είναι από τους χαμηλότερους πανεθνικά. Τα παιδιά στο Moss Side, είναι από τους μεγάλους χαμένους. Σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατων ερευνών, πάνω από το 62% των παιδιών ζούνε κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας (2150 παιδιά το 2004), η παιδική θνησιμότητα είναι από τις μεγαλύτερες στην ηλικία των πρώτων δώδεκα μηνών και είναι συνηθισμένο φαινόμενο η γέννηση ελλειποβαρών νεογνών. Η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης είναι από τις χειρότερες στην Βρετανία και η πόλη μαζί με το Μάντσεστερ έρχεται δεύτερη στην χώρα σε συνταγογράφηση αντικαταθλιπτικών χαπιών. Ταυτόχρονα συνεχίζουν να καταγράφονται μεγάλα ποσοστά εγκληματικότητας και πρόσφατα το Moss Side θρήνησε μαζικά την άγρια δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Jessie James στις 9 του περασμένου Σεπτέμβρη από πυροβολισμό στον δρόμο.

Το Μoss Side δεν είναι η μοναδική περίπτωση τριτοκοσμικής παιδικής φτώχειας στην Βρετανία. Πριν λίγες εβδομάδες η Γιούνισεφ στην έβδομη περιοδική έκθεσή της για την κατάσταση των παιδιών στις αναπτυγμένες χώρες, που δημοσιεύτηκε στην Φλωρεντία, περιέγραφε με μελανά χρώματα την κατάσταση στην χώρα. Η Βρετανία μαζί με τις ΗΠΑ είναι πιο ψηλά ακόμη και από χώρες σαν την Τσεχία, την Πολωνία και την Ελλάδα στα επίπεδα της παιδικής φτώχειας και πολύ πίσω στην παροχή ασφαλών συνθηκών ζωής για τους νέους!

* Στα πλαίσια της «εβδομάδας ειρήνης» που οργάνωσαν σε συνεργασία ορισμένες ΜΚΟ και η αστυνομία στο Μoss Side, από την Κυριακή 25 του Φλεβάρη, για να καταπολεμήσουν τη βία και την οπλοφορία στους δρόμους, την πόλη επισκέφτηκε ο πρωθυπουργός Μπλέρ και ο αρχηγός των Τόρις, Κάμερον. Περίσσεψαν οι υποκριτικές δηλώσεις και οι υποσχέσεις σαν και εκείνη που είχε κάνει ο Μπλερ, πριν μερικά χρόνια πως έως το 2010 θα μειωθεί στο μισό η παιδική φτώχεια και έως το 2020 θα εξαφανιστεί! (Για να είναι ταιριαστή η παρουσίαση της κοινωνικής επιστροφής στο παρελθόν, η φωτογραφία είναι από το Μοss Side, όπως ήταν στις αρχές του εικοστού αιώνα)

17 Φεβ 2007

Θάλασσα Οχότσκ- Σαχαλίνη. Μεθυσμένοι ψαράδες


Με έκταση εβδομήντα οκτώ χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα η Σαχαλίνη, μια στενόμακρη λωρίδα γης, μήκους εννιακοσίων πενήντα χιλιομέτρων, απλώνεται παράλληλα με την ακτή στο ανατολικό άκρο της Ρωσίας, ανάμεσα στο νησί Χοκάιντο και στις εκβολές του Αμούρ στα νοτιοδυτικά της Οχοτσκικής θάλασσας. Το ποτάμι έδωσε έμμεσα το όνομα στο νησί, στην γλώσσα Μαντσού, απόδειξη πως η Σαχαλίνη για τους ντόπιους πληθυσμούς αποτέλεσε φυσική προεξοχή του Αμούρ. Διαμέσου της κοιλάδας του οι νομαδικοί πληθυσμοί κινήθηκαν προς αυτό περνώντας το στενό Tatar. Τόπος εξορίας φυλακισμένων στην τσαρική Ρωσία (Ο Τσέχοφ συγκλονίστηκε από τα βάσανά τους όταν επισκέφτηκε το νησί το 1890) υπήρξε διαχρονικό μήλο της έριδος ανάμεσα στους Ρώσους, τους Κινέζους και τους Γιαπωνέζους ως το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Από τότε αποτελεί ρωσικό ομπλάστ μαζί με τις Κουρίλες με πρωτεύουσα την Γιούζνο-Σακχαλίνσκ, στην οποία κατοικούν σήμερα πάνω από διακόσιες χιλιάδες ψυχές.

Παλιότερα οι ανάγκες και η προσφορά εργασίας στην αλιεία και αργότερα στην εξόρυξη πετρελαίου έφερε στο νησί, που για τους περισσότερους μήνες του χρόνου είναι σκεπασμένο με χιόνια και πάγους, πολλούς, κυρίως Ρώσους μετανάστες. Σήμερα από τους επτακόσιες χιλιάδες κατοίκους το 83% είναι Ρώσοι, με δεύτερη μεγαλύτερη κοινότητα τους Κορεάτες (5,5%). Πριν από αυτούς για αιώνες η Σαχαλίνη ήταν αραιοκατοικημένη από αυτόχθονες φυλές ψαράδων και κυνηγών, οι οποίες, ακόμη και σήμερα, διατηρούν τον τρόπο ζωής και τις κοινότητές τους κυρίως στο βόρειο τμήμα του νησιού. Οι Ainu, οι Nivks, οι Oroks και οι Evenks είναι οι κυριότερες ιθαγενικές ομάδες σήμερα με πληθυσμούς από λίγες χιλιάδες έως μερικές εκατοντάδες.

Η κύρια ασχολία τους είναι το ψάρεμα του σολομού αλλά και γαρίδων και καβουριών που αγοράζονται από τους Γιαπωνέζους. Αρκετοί από αυτούς συνεχίζουν να χρησιμοποιούν παραδοσιακούς τρόπους, ιδιαίτερα την περίοδο του μακρύ χειμώνα, κάνοντας τρύπες στους πάγους για να ρίξουν τα δίχτυα και τα αγκίστρια. Οχι λίγες φορές κινδυνεύουν όταν μεγάλα κομμάτια πάγου σπάνε στις ακτές και παρασύρονται στα ανοιχτά. Η Σαχαλίνη στην σοβιετική περίοδο κάλυπτε το 7% των αναγκών της χώρας σε ψάρια και ανέπτυξε μια σημαντική βιομηχανία επεξεργασίας, η οποία όμως διαλύθηκε ύστερα από το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων. Ακόμη και σήμερα όμως το ένα τρίτο των κατοίκων ζούνε φτωχικά από το ψάρεμα. Τώρα οι ψαράδες κινδυνεύουν με αφανισμό, ιδιαίτερα από τότε που η Μόσχα αποφάσισε σε συνεργασία με δυτικές πολυεθνικές να αναπτύξει τα πετρελαιοφόρα πεδία στην βορειοανατολική άκρη. Δυο μεγάλοι αγωγοί που κουβαλούν το πετρέλαιο από τον βορρά στα λιμάνια του νότου (το πρόγραμμα Σαχαλίνη 1 και 2) απειλούν με καταστροφή όχι μόνο τους ψαρότοπους αλλά και σημαντικά τμήματα του φυσικού περιβάλλοντος.

Το πετρέλαιο και η μυρωδιά του κέρδους έφεραν μαζί με τις πολυεθνικές και τους ρώσους μάνατζερ ένα κύμα επενδύσεων σε κατασκευές, ξενοδοχεία, καζίνο, και διάφορες υπηρεσίες. Από πίσω τους και αρκετές δυτικές ΜΚΟ που ενεπλάκησαν στον ανταγωνισμό των εταιριών και χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και από τον Πούτιν για να αρπάξει η Γκαζπρόμ ποσοστά από την Shell. Αυτά όμως όχι μόνο δεν άλλαξαν την ζωή των αυτοχθόνων ψαράδων αλλά την έκαναν πιο δύσκολη.

* Το Σάββατο 3 του Φλεβάρη 442 ψαράδες σώθηκαν ύστερα από μια τεράστια επιχείρηση διάσωσης, όταν αποκόπηκε ένα μεγάλο τμήμα πάγου 25 τετραγωνικών χιλιομέτρων, πάνω στο οποίο ψάρευαν. Ογδόντα από αυτούς αρνούνταν επί ώρες να ανεβούν στα ελικόπτερα για να μην αποχωριστούν τα εργαλεία τους. Οι διασώστες με έκπληξη διαπίστωσαν πως σχεδόν όλοι ήταν μεθυσμένοι από τις μεγάλες ποσότητες αλκοόλ που κατανάλωσαν για να επιβιώσουν. Οι παγιδευμένοι ψαράδες που βρέθηκαν σε κομμάτια πάγου ακόμα και δύο χιλιόμετρα στα ανοικτά ήταν τμήμα τριών χιλιάδων ανδρών, γυναικών και παιδιών που πήγαν για ομαδικό ψάρεμα στις ανατολικές ακτές της Σαχαλίνης, παρά τις προειδοποιήσεις πως ο φετινός ήπιος χειμώνας ελάττωσε επικίνδυνα τα στρώματα του πάγου.

3 Φεβ 2007

Χάρμπελ-Λιβερία. Σκλάβοι στις φυτείες καουτσούκ



Μερικά χιλιόμετρα έξω από την Μονροβία, νοτιότερα κατά μήκος της ακτής, το Χάρμπελ, είναι μια πόλη που στην κυριολεξία έχει συνδεθεί με την ιστορία της μεγάλης πολυεθνικής Firestone, γνωστής στην παραγωγή ελαστικών σε όλο τον κόσμο, όταν αυτή κατέφτασε πριν ογδόντα χρόνια στην Λιβερία. Το Χάρμπελ όχι μόνο ιδρύθηκε από την πολυεθνική, αφότου αυτή νοίκιασε, το 1926, για 99 χρόνια μια τεράστια έκταση, αλλά πήρε και το όνομά του από τον ιδρυτή της εταιρίας. Ο Αμερικάνος Harvey S. Firestone και η γυναίκα του Idabelle, σχημάτισαν από τα μικρά ονόματα τους, την ονομασία της πόλης και της μεγάλης φυτείας δένδρων καουτσούκ που την περιβάλλει, σε έκταση διακοσίων τετραγωνικών μιλίων.

Στη φυτεία, όπου υπολογίζονται σε πάνω από οκτώ εκατομμύρια τα καουτσουκόδεντρα, δουλεύουν σε συνθήκες που λίγο απέχουν από την παλιά αποικιοκρατική σκλαβιά, δέκα χιλιάδες άνθρωποι, αρκετοί από αυτούς παιδιά. Από τις τέσσερις τα χαράματα, για να προλάβουν τον ήλιο, οι συλλέκτες χάνονται με τα μικρά φαναράκια τους μέσα στην τεράστια φυτεία, για να καταφέρουν να χαράξουν όχι πάνω από εξακόσια πενήντα δένδρα ολημερίς και να κουβαλήσουν με τα χέρια σε μεγάλη απόσταση το παχύρρευστο υγρό, στα σημεία συγκέντρωσης. Από την χάραξη του κάθε κορμού πρέπει να μεσολαβήσουν τουλάχιστον πέντε ώρες για να γεμίσει το ξύλινο μαύρο δοχείο Ετσι μόνο θα καταφέρουν να βγάλουν το πολύ τέσσερα δολάρια την ημέρα ενώ το μέσο μεροκάματο δεν ξεπερνά τα δύο δολάρια συνήθως, μιας και ο κάθε συλλέκτης με δυσκολία φτάνει τους έξι κάδους. Αυτό είναι το αντάλλαγμα μιας σκληρής ημέρας κάτω από τον καυτό ήλιο, με το σώμα τους να βασανίζεται από τα φυτοφάρμακα και τους χημικούς διαλύτες και να διπλώνεται από το βάρος των δοχείων που μεταφέρουν, για μια διαδρομή πάνω από μία ώρα.

Οι πιο πολλοί από τους συλλέκτες ζούνε με τις οικογένειές τους στα παραπήγματα που έχτισε η εταιρία και τα οποία χρησιμοποιούνται από το 1926 χωρίς καμία συντήρηση η ανακαίνιση. Η Division 44 είναι ένας από αυτούς τους οικισμούς, στον οποίο ζούνε επτακόσιοι άνθρωποι, σε συνθήκες αθλιότητας με μια μόνο παροχή νερού, δίχως ηλεκτρικό και καμία άλλη υποδομή.

Η Firestone που από το 1988 πουλήθηκε στην γιαπωνέζικη Bridgestone και από τότε έχει ενταχθεί στον ενιαίο όμιλο, με έδρα των επιχειρήσεων το Νάσβιλ του Τενεσί και κεντρική διοίκηση στο Τόκιο, έχει επιβάλλει στους δύστυχους Λιβεριανούς συλλέκτες ένα σκληρό σύστημα αμοιβών με το κομμάτι, με ποινές, με αποτέλεσμα να πληρώνει πολύ κάτω και από αυτές ακόμη τις εξευτελιστικές αμοιβές που προβλέπουν οι αρχικές συμβάσεις. Φορτώνει επίσης το κόστος συλλογής και καλλιέργειας των δένδρων στους ίδιους με αποτέλεσμα να φέρνει στις ΗΠΑ την πρώτη ύλη με πολύ φτηνή τιμή και να έχει μεγάλα περιθώρια κέρδους, ειδικά την τελευταία περίοδο, που εξαιτίας της ανόδου των τιμών του πετρελαίου παρατηρείται μια στροφή της αγοράς προς το φυσικό ελαστικό.

Η Λιβερία, η υποτιθέμενη γη της ελευθερίας, που ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη από ομάδες απελευθερωμένων σκλάβων που ήρθαν από την Αμερική, το 1847, ύστερα από μια μακρά περίοδο νέο-αποικιοκρατίας, εμφυλίων πολέμων και εξωτερικών επεμβάσεων, με 80% ανεργία και απίστευτη φτώχεια, παραμένει αιχμαλωτισμένη από την μεγάλη πολυεθνική και εξαρτημένη από τις εξαγωγές καουτσούκ. Το ίδιο και οι σύγχρονοι σκλάβοι των φυτειών.

* Η Firestone άρχισε να διαπραγματεύεται τελευταία με τη νέα κυβέρνηση της χώρας την παράταση της μίσθωσης έως το 2042, ζητώντας ταυτόχρονα να αφαιρεθούν από το ενοίκιο τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου κατά τον οποίο εμποδίστηκε τμήμα της παραγωγής, όπως ισχυρίζεται.

20 Ιαν 2007

Μαρόκο- Oujda. Κυνηγημένοι στην έρημο


Η Oujda περιλαμβάνεται απαραίτητα στους τουριστικούς οδηγούς για τους δυτικούς επισκέπτες στο Μαρόκο, οι οποίοι όπως σχεδόν παντού στον κόσμο είναι καλοδεχούμενοι μαζί με το σκληρό συνάλλαγμα που κουβαλούν. Η πόλη που κτίστηκε από μια φυλή Βερβερίνων νομάδων που ονομάζονταν Zenata, έχει ιστορία πάνω από χίλια χρόνια,. Η Oujda μπορεί να μην έχει να δείξει αξιόλογα ιστορικά μνημεία, μιας και για χρόνια κυρίως υπήρξε στρατιωτική συνοριακή βάση, αλλά καυχάται για την ανεκτικότητα της, την,έντονη νυκτερινή ζωή και τους άνετους δρόμους που έφτιαξαν οι Γάλλοι στις δύο περιόδους που την κατείχαν. Σήμερα, με πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους, είναι πρωτεύουσα της Ανατολικής επαρχίας, στα βορειοανατολικά της χώρας, δεκαπέντε μόλις χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Αλγερία και περίπου εξήντα χιλιόμετρα από τις Μεσογειακές ακτές, τριγυρισμένη από καταπράσινους λόφους και εύφορα χωράφια.

Σε αντίθεση με τους δυτικούς τουρίστες, η πόλη θεωρείται ένα από τα πιο αφιλόξενα μέρη για τους παρανόμους μετανάστες που προέρχονται από την υποσαχάρια Αφρική. Εμπόδιο στην είσοδο τους στην χώρα και σημείο από όπου οι Μαροκινές αρχές τους απελαύνουν ομαδικά, στέλνοντας τους στην κυριολεξία στον θάνατο. Αφού τους συγκεντρώσουν από τις μεγάλες πόλεις της χώρας η από τους παράνομους δρόμους εισόδου, οι Μαροκινοί, τους αφήνουν αβοήθητους στην έρημο στην γραμμή των συνόρων με την Αλγερία. Δίχως τροφή και νερό, χωρίς χρήματα και κινητά τηλέφωνα, οι δύστυχοι Αφρικανοί, περιφέρονται σαν αγρίμια στην δύσβατη περιοχή, χωρίς δυνατότητα διαφυγής.

Παρά τα εμπόδια και την βία που τους εξασκείτε οι νεαροί κυρίως Αφρικανοί, από την Γκάμπια, την Νιγηρία, την Σιέρα Λεόνε, την Σενεγάλη, την Γουινέα, το Μάλι, την Γκάνα, το Κονγκό και αλλού, επιμένουν να προσπαθούν να φτάσουν στην Oujda.. Γιατί η πόλη είναι σχετικά κοντά στο στόχο που έχουν βάλει ξεκινώντας το απελπισμένο ταξίδι τους. Να φτάσουν στους Ισπανικούς θύλακες της Θέουτα και την Μελίλια και στις ακτές του Γιβραλτάρ, έτσι ώστε να μπουν σε έδαφος μιας ευρωπαϊκής χώρας. Περπατώντας οι περισσότεροι ολόκληρους μήνες, στις παρυφές της ερήμου και κάτω από αντίξοες συνθήκες.

Η ισπανική κυβέρνηση αλλά και στο σύνολό της η Ευρωπαϊκή Ένωση , πιέζει αφόρητα την κυβέρνηση του Μαρόκου να σκληρύνει την στάση της και να εμποδίσει αποτελεσματικά τα κύματα των Αφρικανών που προσπαθούν να μπούνε στους δύο θύλακες. Οι αρχές του Ραμπάτ, δεν ήθελαν και πολύ πίεση για να εξαπολύσουν ένα πογκρόμ βίαιων συλλήψεων και απελάσεων τα τελευταία χρόνια, και να μετατρέψουν την περιοχή των συνόρων σε πεδίο άγριου κυνηγιού των μεταναστών. Οργανώσεις αλληλεγγύης από την Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, καταγγέλλουν πως οι αρχές της χώρας χρησιμοποιούν ωμή βία για να αποθαρρύνουν τους Αφρικανούς. Περιστατικά άγριων ξυλοδαρμών, βιασμών και εγκατάλειψης γυναικών και παιδιών στην έρημο καταγράφονται συνεχώς. Και όταν ορισμένες από αυτές τις βάρβαρες πρακτικές, γίνονται γνωστές στην Ευρώπη, οι ιθύνοντες με απύθμενη υποκρισία, δηλώνουν πως γι αυτές είναι υπεύθυνες αποκλειστικά οι Μαροκινές αρχές!

* Στις 23 του περασμένου Δεκέμβρη, η αστυνομία στο Ραμπάτ, έκανε μαζικές συλλήψεις Αφρικανών μεταναστών που ζούσαν σε παραπήγματα και στους δρόμους. Πάνω από τριακόσιους από αυτούς τους έστειλαν στην Qujda, με σκοπό το διώξιμο τους από την χώρα. Πλήθος αντιρατσιστικών οργανώσεων και κινήσεων αλληλεγγύης συνεχίζουν να προσπαθούν να εμποδίσουν αυτές τις απελάσεις με δημόσιες καταγγελίες και διαβήματα στους διεθνείς οργανισμούς και την κυβέρνηση του Μαρόκου.

6 Ιαν 2007

Σιαλκότ-Πακιστάν. Η «ηθική» κρίση συνείδησης της ΝΙΚΕ


Η Σιαλκότ είναι μια από τις μεγάλες πόλεις του πακιστανικού Παντζάμπ στα βόρεια της χώρας, πάνω σχεδόν στα σύνορα με την Ινδία. Με παράδοση σιδηρουργίας και βιοτεχνίας από την εποχή της Αγγλικής κυριαρχίας, αποτελεί σήμερα ένα από τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα του Πακιστάν, ύστερα από την συντονισμένη εμφάνιση των δυτικών πολυεθνικών. Η πόλη που απέχει περίπου εκατό τριάντα χιλιόμετρα από την Λαχώρη, χτισμένη κοντά στον ποταμό Τσενάμπ, γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη τις δύο τελευταίες δεκαετίες εξαιτίας κυρίως δύο παραγόντων. Από την έλευση των πολυεθνικών που αναζητώντας φτηνά εργατικά χέρια εγκατέστησαν με την μέθοδο της υπεργολαβίας χιλιάδες επιχειρήσεις στον κλάδο του ιματισμού, της σιδηρουργίας και της αθλητικής βιομηχανίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο πληθυσμός να διογκωθεί απότομα και να φτάσει τα τρία εκατομμύρια, συγκεντρώνοντας ταυτόχρονα και μεγάλο κομμάτι από το προσφυγικό κύμα Αφγανών που κατέκλυσαν το Πακιστάν τα τελευταία χρόνια. Έτσι γύρω από το πολύβουο και βρώμικο κέντρο της Σιαλκότ, χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, δουλεύουν νυχθημερόν για μεγάλες δυτικές φίρμες, σαν την ΑDIDAS, τη ΝIKE και την PUMA.

Η πόλη έγινε γνωστή σαν η παγκόσμια πρωτεύουσα για τις μπάλες ποδοσφαίρου αφού υπολογίζεται πως πάνω από δέκα εκατομμύρια από αυτές, που χρησιμοποιούνται στα γήπεδα της Δύσης, ράβονται με τα χέρια στις δύο χιλιάδες μονάδες της Σιαλκότ απασχολώντας πάνω από σαράντα χιλιάδες ανθρώπους. Χρειάζονται τρεις περίπου ώρες για τους έμπειρους ράφτες, να ενώσουν με κερωμένη κλωστή τα τριάντα-δύο δερμάτινα κομμάτια μιας μπάλας. Έτσι καθημερινά η ατομική παραγωγή δύσκολα ξεπερνά τις τρεις με τέσσερις μπάλες, για την καθεμιά από τις οποίες η αμοιβή, δεν ξεπερνά το ισόποσο των εξήντα αμερικάνικων σεντς σε πακιστανικές ρουπίες. Για τα δεδομένα όμως της χώρας, που το κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα δεν ξεπερνά τα επτακόσια δολάρια, αυτοί οι ράφτες, με ένα μέσο μηνιαίο μισθό περίπου τα ογδόντα δολάρια, θεωρούνται καλοπληρωμένοι.

Λίγο η υποκριτική δυτική ευαισθησία, ειδικά την περίοδο των αγώνων των δύο τελευταίων Παγκόσμιων πρωταθλημάτων ποδοσφαίρου, λίγο ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των πολυεθνικών που έχει επεκταθεί και στην σφαίρα της «ηθικής» καθώς και το πλήθος των καταγγελιών που έφτασαν στα δυτικά ΜΜΕ για την χρησιμοποίηση παιδικών χεριών στις μονάδες ραφής της Σιαλκότ, εστίασαν την προσοχή των διεθνών δυτικών οργανισμών στο εκτεταμένο φαινόμενο της παιδικής εργασίας. Στο πακιστανικό Παντζάμπ και κυρίως στην Σιαλκότ, δυο εκατομμύρια παιδιά ηλικίας ανάμεσα στα πέντε και στα δεκατέσσερα δουλεύουν σκληρά κυρίως στους υπεργολάβους των πολυεθνικών. Σχεδόν δηλαδή το μισό της συνολικής παιδικής απασχόλησης σε όλη την χώρα που υπολογίζεται σε τέσσερα εκατομμύρια παιδιά. Η συμφωνία της Ατλάντα, τον Φλεβάρη του 1997 ανάμεσα την Γιούνισεφ, την FIFA, την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και το Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο της Σιαλκότ σε συνεργασία με διεθνείς ΜΚΟ, καθώς και άλλες πρωτοβουλίες επικέντρωσαν το δυτικό υποκριτικό ενδιαφέρον στα παιδιά της πόλης και ειδικά σε αυτά που ράβουν τις μπάλες. Στόχος -όπως διακηρύχτηκε- ο συνδυασμός της εργασίας με την εκπαίδευση και η σταδιακή αντικατάσταση των παιδιών με ενήλικους.

Όπως και πολλές άλλες αντίστοιχες «ηθικές» εκστρατείες των Δυτικών, τα παιδιά στην Σιαλκότ ξεχάστηκαν μέχρι τον περασμένο Νοέμβρη. Τότε με μια λακωνική δήλωση η ΝΙΚΕ ανακοίνωσε την απόφασή της να μην ανανεώσει τα συμβόλαια παραγωγής με την μεγάλη μονάδα «Saga Sports». Η Saga ράβει για λογαριασμό της αμερικάνικης πολυεθνικής τις περισσότερες δερμάτινες μπάλες στην Σιαλκότ και η NIKE την κατηγορεί πως δεν συμμορφώθηκε με τους «ηθικούς» όρους της. Ενημέρωσε μάλιστα πως θα κατευθύνει από εδώ και πέρα τις παραγγελίες της στην Ταϊλάνδη και στην Κίνα. Ελάχιστοι όμως πείστηκαν από τη δικαιολογία που προβλήθηκε και μάλιστα πολύ καθυστερημένα. Όλοι οι παρατηρητές την συνδύασαν με το κόστος παραγωγής αλλά κυρίως με τους γεωπολιτικούς κινδύνους που διαβλέπει η εταιρία σε μια περιοχή που ραγδαία αποσταθεροποιείται. Πίσω της η ΝΙΚΕ θα αφήσει μερικές χιλιάδες ανέργους και απελπισμένους αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία για τα σχέδια της.

* Λίγοι γνωρίζουν στη Δύση πως η Σιαλκότ, με την σιδηρουργική παράδοσή της όταν σε αυτήν κατασκευάζονταν τα φημισμένα μαχαίρια και τα ξίφη για όλη την Ινδική υποήπειρο, αποτελεί επίσης ένα από τα μεγάλα κέντρα παραγωγής μικρών χειρουργικών εργαλείων όπως νυστέρια και λαβίδες. Και σε αυτές τις μονάδες τα παιδικά χέρια είναι πολύ χρήσιμα στην επιμετάλλωση, την λείανση και τη διαλογή των προϊόντων.