7 Ιουλ 2007

Κόλπος του Γκουαντάναμο-Κούβα. Ο ποιητής με το νούμερο 651


Αληθεύει πως το χορτάρι ξανά-φυτρώνει μετά τη βροχή;

Αληθεύει πως τα λουλούδια θα ξαναβγούν την άνοιξη;

Αληθεύει ότι τα πουλιά πάλι θα ταξιδέψουν σπίτι;

Αληθεύει πως ο σολομός επιστρέφει στο ποτάμι του;

Αληθεύει. Αυτή είναι η αλήθεια. Είναι πραγματικά θαύματα.

Και μήπως αληθεύει πως μια μέρα θα φύγουμε από τον κόλπο του Γκουαντάναμο;
Αληθεύει πως μια μέρα θα γυρίσουμε στα σπίτια μας;

Στα όνειρα μου αρμενίζω. Ονειρεύομαι το σπίτι.

Είμαι με τα παιδιά, καθένα δική μου σάρκα

Είμαι με τη γυναίκα μου κι όσους αγαπώ

Είμαι με τους γονείς, καρδιές πολυαγαπημένες.

Ονειρεύομαι πως είμαι στο σπίτι, ελεύθερος απ΄ αυτό το κλουβί.

Αλλά μ ακούς, δικαστή, με ακούς καθόλου άραγε;

Είμαστε αθώοι εδώ, κανένα έγκλημα δεν κάναμε.

Ελευθέρωσέ με, Ελευθέρωσέ μας, αν ακόμα

κάπου στον κόσμο υπάρχει δικαιοσύνη και συμπόνια!


Ο Οσάμα Αμπού Καντίρ, ήταν οδηγός φορτηγού και αφοσιωμένος οικογενειάρχης, όπως διατείνονται όσοι τον ήξεραν στην Ιορδανία. Λίγο μετά την 11η του Σεπτέμβρη του 2001, συμμετέχοντας σε μια ισλαμική φιλανθρωπική αποστολή της Tablighi Jamat, ταξίδεψε στο Αφγανιστάν, όπου τον Νοέμβρη του ίδιου χρόνου συνελήφθη από τους Αμερικανούς στο Τζαλαλαμπάντ, με την κατηγορία πως η οργάνωση έστελνε μαχητές του τζιχάντ στην χώρα. Παραμένει έκτοτε , χωρίς δίκη, κρατούμενος στο κολαστήριο του Γκουαντάναμο, που έχουν οργανώσει οι ΗΠΑ στα πλαίσια του λεγόμενου αντιτρομοκρατικού αγώνα τους και είναι γνωστός στην διοίκηση των φυλακών με το νούμερο 651. Το ποίημα που έγραψε , είναι ανάμεσα στα είκοσι-δύο, και ο Οσάμα ένας από τους δεκαεπτά κρατούμενους ποιητές που οι στίχοι τους θα δημοσιευθούν στην ανθολογία με τίτλο «Ποιήματα από το Γκουαντάναμο: Οι κρατούμενοι μιλούν» τον ερχόμενο μήνα από το Πανεπιστήμιο της Αιόβα με υπεύθυνο της έκδοσης τον Μαρκ Φάλκοφ, καθηγητή νομικής στο Ιλινόις και δικηγόρο μιας ομάδας κρατούμενων. Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στην έκδοση κατάφεραν να περάσουν από την λογοκρισία του Πενταγώνου και να βρεθούν «αθώα» από τις υποψίες πως μπορεί να περιέχουν κωδικά μηνύματα για διάπραξη …τρομοκρατικών πράξεων! Αποτελούν μόνο ένα πολύ μικρό μέρος των χιλιάδων ποιημάτων που έχουν γράψει οι αιχμάλωτοι στο Γκουαντάναμο στα χρόνια που αυτό λειτουργεί.

Τα ποιήματα βγήκαν έξω από την φυλακή με πολλούς απίθανους τρόπους . Ο κυριότερος, χαραγμένα με πέτρες πάνω σε μικρά ποτηράκια αφρώδους πλαστικού, γραμμένα τα πιο πολλά στα Αραβικά και τα Παστού. Όλοι τους, εκτός από τον Αμπτούλραχίμ Ντοστ που ήταν συγγραφέας και ποιητής πριν συλληφθεί και εξαφανίστηκε στο Πακιστάν, (ύστερα από νέα σύλληψη του από τις υπηρεσίες του δικτάτορα Μουσάραφ) μετά την απελευθέρωση του από το Γκουαντάναμο, δεν είχαν γράψει το παραμικρό και αρκετοί είναι και αγράμματοι. Δίχως χαρτί και μελάνι, παρά μόνο όταν πρέπει να γράψουν λιγοστές γραμμές σε πολύ αραιά χρονικά διαστήματα για το ταχυδρομείο του Ερυθρού Σταυρού, οι κρατούμενοι μπορούν να έχουν μόνο ένα αντίτυπο του Κορανίου και μερικά βιβλία δυτικών συγγραφέων όπως η Αγκάθα Κρίστι και την σειρά του Χάρι Πότερ! Από τα γραπτά τους, ελάχιστα κατάφεραν να δραπετεύσουν, μιας και τα πιο πολλά τα σταμάτησε η λογοκρισία η καταστράφηκαν κατά την διακίνηση τους από κελί σε κελί. Υπολογίζεται πως μόνο ο Ντοστ έγραψε την περίοδο της ομηρίας του περίπου 25 χιλιάδες στίχους!

Ακόμα και λογοκριμένα τα ποιήματα και με δυσκολίες στην απόδοση τους στα Αγγλικά, είναι δυνατές κραυγές καταγγελίας και διεκδίκησης της ελευθερίας και αποτελούν μια ακόμα επιβεβαίωση πως η ανθρώπινη αντίσταση, και στις πιο δύσκολες συνθήκες, δεν σταματά. « Δίνουν μια πιο σύνθετη εικόνα αυτών των λαών» αναγκάστηκε να παραδεχθεί ένας μεταφραστής από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, ομολογώντας ασυνείδητα αυτό που είναι και η αχίλλειος πτέρνα των αυτοκρατορικών σχεδίων της Ουάσιγκτον. Λαοί με χιλιάδες χρόνια πολιτισμού είναι αδύνατον να υποταχτούν για μεγάλο χρονικό διάστημα και να γίνουν υπήκοοι των δυτικών αξιών.

* Ο «Αθέατος Κόσμος» αυτήν την φορά ευθυγραμμίστηκε με την επικαιρότητα για προφανείς λόγους. Το ποίημα που μετέφρασε η Γιάννα Χουβαρδά, είναι ένα από τα τρία που προ-δημοσίευσε ο «Ιντιπέντεντ» πριν λίγες μέρες. Η κυκλοφορία της ανθολογίας θα γίνει τον Αύγουστο στις ΗΠΑ και ήδη η ηλεκτρονική σελίδα παραγγελιών της Άμαζον έχει κατακλυστεί από αιτήσεις προαγοράς.

23 Ιουν 2007

Σινγκούρ-Δυτική Βεγγάλη. Η μάνα-Ινδία επιμένει να αντιστέκεται!


Ήταν το πρωινό της 25ης του Μάη, όταν οι συγγενείς του ανακάλυψαν τον Πρασάντα Ντας κρεμασμένο, να αιωρείται από την οροφή του μικρού στάβλου δίπλα στο σπίτι του, στο μικρό χωριό Khaser Bheri, στο Σινγκούρ της επαρχίας Hooghly, της Δυτικής Βεγγάλης. Ο Πρασάντα, σε ηλικία σαράντα-τριών ετών, πατέρας δύο ανήλικων κοριτσιών, βρέθηκε σε απελπιστική κατάσταση, όταν η κυβέρνηση της Καλκούτα, δήμευσε αναγκαστικά την γη που καλλιεργούσε μαζί με τα δύο αδέλφια του και τον πατέρα τους και οι συχωριανοί του δήλωσαν πως είχε πέσει σε κατάθλιψη από τότε.

Ο Πρασάντα, που ήταν γνωστός και πέρα από τα όρια του χωριού του, δεν ήταν έτσι πριν λίγο καιρό. Υπήρξε ένας από τους δραστήριους αγρότες στον αγώνα για την υπεράσπιση της γης, ενεργό μέλος της Επιτροπής Υπεράσπισης των Καλλιεργήσιμων Εδαφών του Σινγκούρ, είχε τραυματιστεί σε συγκρούσεις με την αστυνομία τον Σεπτέμβρη του 2006 και ήταν από αυτούς που, παρ’ όλη την φτώχεια του, αρνήθηκε να εισπράξει περήφανα τις αποζημιώσεις-κοροϊδία. Ο Πρασαντα ήταν ο δεύτερος αγρότης που αυτοκτόνησε στο Σινγκούρ τους τελευταίους μήνες. Είχε προηγηθεί ο Beraberi Purbapara από το χωριό Haradhan, που κατάπιε ποσότητα φυτοφάρμακου. Μια μεγάλη οργισμένη διαδήλωση ακολούθησε το νεκρό σώμα του Πρασάντα, το οποίο πέρασε, πριν αποτεφρωθεί, κατά μήκος του τείχους που έκτισε η αυτοκινητοβιομηχανία Tata, γύρω από την δημευμένη γη των πέντε χωριών του Σινγκούρ.

Τα δύο ποτάμια, ο Hooghly και ο Damodar, που διασχίζουν την περιοχή κάνουν το έδαφος ιδιαίτερα εύφορο, με αποτέλεσμα οι αγρότες στο Σινγκούρ, να ζούνε φτωχικά μεν, αλλά καλά συγκριτικά με άλλες περιοχές της Ινδίας. Μια μεγάλη ποικιλία οπωροκηπευτικών μαζί με ρύζι και γιούτα παράγονται σε ικανοποιητικές ποσότητες από μικρούς γεωργικούς κλήρους. Στις περιόδους των συγκομιδών, που γίνονται σχεδόν όλους τους μήνες του χρόνου έρχονται χιλιάδες εργάτες γης από άλλες περιοχές της επαρχίας ενώ στα χωριά ζούνε αποκλειστικά μικροαγρότες, ακτήμονες -ενοικιαστές γης και οικογένειες που οι άντρες έχουν φύγει για τις χώρες του Περσικού σαν μετανάστες. Οι μεγαλοαγρότες ζούνε κυρίως στην Καλκούτα.

Από αυτό το έδαφος, η κυβέρνηση του λεγόμενου ΚΚΙνδίας (Μαρξιστικού), που βρίσκεται στην εξουσία στην Καλκούτα εδώ και τριάντα χρόνια, με έναν νόμο του 1894, δήμευσε με ελάχιστες αποζημιώσεις πάνω από τέσσερις χιλιάδες στρέμματα, με σκοπό την εγκατάσταση μια μονάδας παραγωγής μικρών αυτοκινήτων του ινδικού κολοσσού Tata. Η περιοχή είχε την ατυχία να βρίσκεται δίπλα στην καινούρια οδό ταχείας κυκλοφορίας και κοντά στην Καλκούτα και το έδαφος να μην είναι ελώδες για να χρειάζεται η Tata να ξοδέψει χρήματα για επιχωματώσεις. Στην μαζική αντίσταση των μικροαγροτών, που ξεκίνησε από την άνοιξη του 2006, απάντησε με βία, συλλήψεις, δικαστικές διώξεις και εξαπόλυση παρά-αστυνομικών δυνάμεων που έσπειραν την τρομοκρατία στα χωριά. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη ένας στους τρεις μικρό-ιδιοκτήτες αρνείται να δεχθεί τις αποζημιώσεις και οι κινητοποιήσεις με αποκλεισμούς δρόμων, απεργίες και διαδηλώσεις συνεχίζονται, οξύνοντας ακόμα και την εσωτερική κρίση στην λεγόμενη αριστερή κυβέρνηση.

Τα γεγονότα στο Σινγκούρ, που έγιναν γνωστά σε όλη την χώρα, (μέχρι και η Αρουντάντι Ρόι και ο Αμάρτια Σεν ενεπλάκησαν σε δημόσια αντιπαράθεση με διαμετρικά αντίθετες απόψεις) και ξεσήκωσαν μεγάλο κύμα αλληλεγγύης, δεν είναι τα μοναδικά στην Δυτική Βεγγάλη που αφορούν το ξερίζωμα αγροτών από την γη τους. Η κυβέρνηση της Καλκούτα, που κρατά από την μια την σημαία με το σφυροδρέπανο και από την άλλη υπογράφει σωρηδόν συμφωνίες με ινδικές και ξένες πολυεθνικές για την υλοποίηση επενδύσεων σε περιοχές που έχουν ονομαστεί Ειδικές Οικονομικές Ζώνες, κατά τα πρότυπα της Κίνας και τις οδηγίες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, επιμένει πως όλα αυτά γίνονται για την ανάπτυξη και την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Στην πραγματικότητα όμως αυτές οι Ζώνες, που με νόμο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης συνασπισμού πρόκειται να δημιουργηθούν σε πολλές περιοχές της χώρας, αποτελούν, όπως καταγγέλλεται από τις λαϊκές και εργατικές οργανώσεις, σύγχρονα επιχειρηματικά Γκουαντάναμο, στα οποία κυριαρχεί η φτηνή εργατική δουλειά και η υψηλή κερδοφορία για τους καπιταλιστές αφού πρώτα καταστραφούν οι αγροτικές κοινότητες και η τοπική οικονομία.

* Η αντίσταση στο Σινγκούρ και οι δολοφονίες στο Ναντιγκράμ τον Μάρτη αναβίωσαν τις μνήμες από την σφαγή στο Ναξαλμπαρί. Φέτος συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από την αγροτική εξέγερση με επίκεντρο αυτό το χωριό της Δυτικής Βεγγάλης, που αποτέλεσε την κοιτίδα του Ναξαλίτικου επαναστατικού κινήματος που συνεχίζει να αποτελεί το νούμερο 1 εσωτερικό κίνδυνο για το Νέο Δελχί. Για περισσότερες πληροφορίες στο http://www.singur-singur.blogspot.com/

9 Ιουν 2007

Νησιά Riau-Στενά της Μαλάκα. Τρομοκράτες …οι απόγονοι του Κάπτεν-Χούκ


Το σύμπλεγμα των νησιών Ριάου στέκει σαν φυσικός φραγμός στην νότια είσοδο των στενών Μαλάκα και το ομώνυμο αρχιπέλαγος που τα περιτριγυρίζει εκτείνεται από τις ανατολικές ακτές της Σουμάτρα έως τα δυτικά του Βόρνεο. Τα νησιά είναι γνωστά για τη στρατηγική θέση τους στην είσοδο των Στενών αλλά και σαν ορμητήριο των σύγχρονων πειρατικών ομάδων που εξορμούν από εκεί ληστεύοντας τα μεγάλα εμπορικά πλοία που ακολουθούν έναν από τους πιο πολυσύχναστους ναυτικούς δρόμους του κόσμου.

Από τα Στενά της Μαλάκα που χωρίζουν την Μαλαïκή χερσόνησο και την Σουμάτρα περνάνε κατά μέσο όρο διακόσια εμπορικά πλοία την ημέρα, περίπου εξήντα χιλιάδες τον χρόνο. Σύμφωνα με επίσημους υπολογισμούς από εδώ μεταφέρεται το ένα τρίτο των παγκόσμιων εμπορευμάτων που διακινούνται διαμέσου της θάλασσας και το μισό της παγκόσμιας χρησιμοποιούμενης ενέργειας, περίπου ένδεκα εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα. Έτσι τα στενά που εδώ και αιώνες αποτελούν σημαντική ναυτική δίοδο που ενώνει τον Ινδικό Ωκεανό και την Δύση με τον Ειρηνικό, την Κίνα και την Ιαπωνία, έχουν μετατραπεί στο δεύτερο -μετά το Ντόβερ- σημαντικό ναυτικό πέρασμα στον κόσμο. Για να διασχίσει ένα εμπορικό πλοίο τα 937 χιλιόμετρα των Στενών χρειάζεται με κανονικές συνθήκες περίπου τρεις ημέρες και οι κίνδυνοι δεν προέρχονται μόνο από τις καιρικές συνθήκες. Στην παγκόσμια κατάταξη η διαδρομή αυτή θεωρείται από τις πιο επικίνδυνες εξαιτίας των συχνών πειρατικών επιθέσεων που καταγράφονται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με το ειδικό παρατηρητήριο, το Piracy Reporting Centre που εδρεύει στην Κουάλα Λουμπούρ, στα Στενά καταγράφτηκαν την τελευταία επταετία τα μισά από τα πειρατικά περιστατικά παγκοσμίως.( Άλλες περιοχές με έντονη πειρατική δράση είναι τα παράλια της Ινδίας, η ανατολική Αφρική και το αρχιπέλαγος των Φιλιππίνων) Πειρατικές ομάδες με ταχύπλοα και εξοπλισμένες ακόμη και με σύγχρονα όπλα εξορμούν από τα φυσικά κρησφύγετα που σχηματίζουν τα νησιά του αρχιπελάγους αλλά και οι ακτές των μεγάλων νησιών όπως η Σουμάτρα και το Βόρνεο. Σκαρφαλώνουν στις γέφυρες και κλέβουν εμπορεύματα, χρήματα και μερικές φορές καταφέρνουν να πάρουν ολόκληρο το πλοίο. Η πειρατεία είναι μια παραδοσιακή ενασχόληση των φτωχών ιθαγενικών κοινοτήτων στην περιοχή που χάνεται πίσω στους αιώνες και συνεχίζεται εξαιτίας της φτώχειας και της έλλειψης ευκαιριών για επιβίωση.

Η καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ αντιτρομοκρατική υστερία ύστερα από το 2001, επέβαλλε την συμπερίληψη στις τρομοκρατικές λίστες και των σύγχρονων πειρατών στην περιοχή. Κυρίως η Ουάσιγκτον και από κοντά το Δελχί και το Τόκιο πίεσαν τις κυβερνήσεις της Ινδονησίας, της Μαλαισίας και της Ταϊλάνδης να συνυπογράψουν συμφωνίες κοινής αντιπειρατικής δράσης και να αυξήσουν τα μέτρα επιτήρησης των Στενών. Παρά τα πενιχρά αποτελέσματά τους οι συμφωνίες εκτόξευσαν στα ύψη τα ναύλα και τα ασφάλιστρα με αποτέλεσμα, τελευταία, ορισμένοι ναυτιλιακοί παράγοντες να ζητάνε να αποσυνδεθεί η τοπική πειρατεία από την δυτική αντιτρομοκρατική εκστρατεία και να αντιμετωπιστεί στις πραγματικές της διαστάσεις, δίχως δαιμονοποιήσεις και με στόχο τις κοινωνικές και οικονομικές αιτίες που την συντηρούν σε αυτήν την ευρύτητα.

Παρ’ όλα αυτά οι σύγχρονοι πειρατές στις Ινδονησιακές θάλασσες, παρακινημένοι από την φτώχεια αλλά και από τις φυσικές καταστροφές όπως το τσουνάμι που κατέστρεψε τις τοπικές οικονομίες συνεχίζουν να θεωρούνται πολύ σοβαρός κίνδυνος για τις μεγάλες εμπορικές δυνάμεις και το πολυεθνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο. Το αμερικάνικο Φορμπς πέρυσι σε εκτενή ανάλυση του υπολόγιζε σε 15 δις δολάρια τον χρόνο το επίσημο πειρατικό κόστος και σε 50 δις το ανεπίσημο στα Στενά, μιας και οι μεγάλοι μεταφορείς πολλές φορές δεν ανακοινώνουν τα περιστατικά για να μην χαλάσουν την φήμη τους.

* Είναι τέτοια η σημασία που δίνεται στο φαινόμενο της σύγχρονης πειρατείας στα Στενά, που πέρυσι τον Ιούλιο, το γερμανικό ίδρυμα Αντενάουερ οργάνωσε ένα διήμερο συνέδριο στην πρωτεύουσα της Μαλαισίας στο οποίο μίλησαν αρκετοί δυτικοί ειδικοί και ανάμεσα τους ο Eric Frecon που πέρασε έξι μήνες μαζί με τους πειρατές στα νησιά Riau και συμπεριέλαβε τις εμπειρίες του στο ντοκιμαντέρ «Piracy in the Straits». Για τους απαιτητικούς αναγνώστες του «Αθέατου Κόσμου», τα υλικά του συνεδρίου βρίσκονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.kas.de/db_files/dokumente/veranstaltungsbeitraege/7_dokument_dok_pdf_10478_2.pdf

26 Μαΐ 2007

Μάρας – Πόλη της Γουατεμάλα. Συμμορίες made in USA


Η El-Mezqital, βρίσκεται στο νότιο άκρο της Πόλης της Γουατεμάλα και στις έξι μεγάλες γειτονιές της ζούνε περίπου εκατόν είκοσι χιλιάδες άνθρωποι. Μαζί με την La Limonada και την Carolingia είναι μερικά από τα asentamientos, δηλαδή τις δορυφορικές κωμοπόλεις που αναπτύχθηκαν ύστερα από το μεγάλο κύμα αστικοποίησης την δεκαετία του Ογδόντα και από τα πιο επικίνδυνα σημεία της, ουσιαστικά «κόκκινες ζώνες», αφού είναι παραδοσιακά ορμητήρια των άγριων νεανικών συμμοριών που λυμαίνονται την πρωτεύουσα της κέντρο-αμερικάνικης χώρας. Από το δεύτερο μισό της ίδιας δεκαετίας όταν στην πόλη υπήρχαν μερικές δεκάδες νεανικές τοπικές συμμορίες όπως η Tigresa (τίγρη), οι Angeles Infernales (σατανικοί άγγελοι), ο Escorpion (σκορπιός) κ.λπ. ορισμένες σημαντικές εξελίξεις αναγόρευσαν τις συμμορίες Μάρας 13 και 18 σε αδιαφιλονίκητους αρχηγούς που κατάφεραν να απορροφήσουν όλες τις μικρές ομάδες.

Οι Μάρας ή Marabuntas, από το ισπανικό λαϊκό ιδίωμα που ονομάζει την συμμορία αλλά και ένα επικίνδυνο μυρμήγκι στην Κεντρική Αμερική, γεννήθηκαν στις ισπανόφωνες προσφυγο-γειτονιές του Λος Άντζελες, από νέους που δραπέτευσαν από την κόλαση των εμφυλίων και της κρατικής τρομοκρατίας που κυρίευσε την περιοχή στην δεκαετία του Ογδόντα με οργανωτές τους Αμερικάνους. Από τους δρόμους της αμερικάνικης μεγαλούπολης δεν πήραν μόνο τους αριθμούς που ξεχώριζαν τους Μάρας ανάλογα με την χώρα προέλευσης αλλά και τον επαγγελματισμό, τις διασυνδέσεις και την σταθερή ενασχόληση με το οργανωμένο έγκλημα, τα ναρκωτικά και την πορνεία. Η συνεχής μεταναστευτική ροή από αυτές τις χώρες προς τις ΗΠΑ υπήρξε η δεξαμενή γιγάντωσης των συμμοριών αλλά και το κανάλι για κερδοφόρες δουλειές από και προς τις αμερικάνικες πόλεις.

Με το τέλος του εμφύλιου στην Γουατεμάλα αλλά και τις ανάλογες εξελίξεις στο γειτονικό Σαλβαδόρ και την Νικαράγουα, η Ουάσιγκτον υλοποίησε ένα πρόγραμμα επαναπρόωθησης των προσφύγων. Από τις φυλακές και τους δρόμους χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες γύρισαν με το ζόρι πίσω, αυξάνοντας έτσι τους κοινωνικά περιθωριοποιημένους που οι κατεστραμμένες οικονομίες αυτών των χωρών δεν μπορούσαν να απορροφήσουν και οι διαλυμένες κοινωνικές και κρατικές δομές άφηναν μεγάλα κενά για παράνομες δραστηριότητες. Σχεδόν ταυτόχρονα το εμπόριο της κοκαΐνης από την Κολομβία αναζήτησε καινούριους δρόμους και σταθμούς και η Κεντρική Αμερική προσφερόταν για αυτό.

Έτσι οι Μάρας γιγαντώθηκαν σε ένα πανίσχυρο παρακράτος, συνενώθηκαν με τους αποστρατευμένους από τα αντίπαλα στρατόπεδα των εμφυλίων, οι Μαρέρος έγιναν κανονικός στρατός με ιεραρχικές δομές, διεύρυναν τις διεθνείς διασυνδέσεις τους και οργάνωσαν πολυεθνικά δίκτυα. Υπολογίζεται βάσιμα πως ο αριθμός των Μαρέρος είναι αρκετά πάνω από τις δεκαεννιά χιλιάδες άνδρες της αστυνομίας σε όλη την χώρα και ξεχωρίζουν από το κατάστικτο από τατουάζ και διάφορα σύμβολα δέρμα τους. Αποτέλεσμα να ανέβουν κατακόρυφα τα ποσοστά της εγκληματικότητας σε σημείο που να ξεπεράσουν και αυτά της Κολομβίας! Στην Γουατεμάλα αναλογούσαν 37,5 δολοφονημένοι στους εκατό χιλιάδες το 2005 ενώ στην Κολομβία 33,7. Το 2006 οι δολοφονημένοι έφτασαν στους έξι χιλιάδες περίπου, δηλαδή πεντακόσιοι περισσότεροι από το 2005 και 60% περισσότεροι από το 2003, τους πρώτους μήνες του 2007, τα ποσοστά έχουν αυξηθεί κατά 25% από πέρυσι και ο ετήσιος μέσος όρος ξεπέρασε πλέον και την περίοδο του 26χρονου εμφυλίου που κόστισε στην χώρα διακόσιες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Άλλωστε η πηγή των μεγάλων δεινών στην χώρα ξεκίνησε όταν οι Αμερικάνοι για να εξυπηρετήσουν την United Fruit οργάνωσαν το πραξικόπημα του 1954 και έκτοτε επέβαλλαν στην ουσία ένα βρώμικο εμφύλιο πόλεμο που τσάκισε την Αριστερά. Από τότε η Γουατεμάλα παραπαίει οικονομικά και κοινωνικά με το 75% των κατοίκων της να ζούνε κάτω από το όριο της φτώχειας.

* Στο επίκεντρο των προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Σεπτέμβρη έχει μπει αναγκαστικά το μεγάλο κύμα εγκληματικότητας. Ετσι ο δεξιός υποψήφιος, απόστρατος στρατηγός Otto Perez Molina έχει κεντρικό σύνθημα «Χρειάζεται ένα σκληρό χέρι τώρα!» συντασσόμενος με την αντιτρομοκρατική ρητορεία των ΗΠΑ που συμπεριέλαβαν τα τελευταία χρόνια, τις συμμορίες που ουσιαστικά οι ίδιες δημιούργησαν με την επεμβατική ληστρική πολιτική τους, στις λίστες των εν δυνάμει τρομοκρατών.

12 Μαΐ 2007

Prestes Maia- Σάο Πάουλο. Σύμβολο αντίστασης των αστέγων


Η λεωφόρος Prestes Maia στο Σάο Πάουλο είναι αφιερωμένη στον πιο γνωστό δήμαρχο της πόλης στις δεκαετίες του τριάντα και του σαράντα, τον Francisco Prestes Maia υπεύθυνο για την πολεοδομική διαμόρφωση του, που σήμερα βέβαια έχει εξελιχτεί σε μια από τις μεγαπόλεις- τέρατα του κόσμου. Από το όνομα της λεωφόρου πήρε το όνομα και το κτίριο των είκοσιδύο ορόφων που στέκεται στο νούμερο 700, πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης. Το Prestes Maia όπως είναι πια γνωστό σε όλη την Βραζιλία, παλιότερα στέγαζε μαγαζιά και βιοτεχνίες ενδυμάτων μέχρις ότου εγκαταλείφθηκε σαν αποτέλεσμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Από το 2002, μερικές εκατοντάδες οικογένειες από την επαρχία αλλά και μετανάστες από άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής αποφάσισαν να το καταλάβουν για να στεγαστούν. Καθάρισαν και τροποποίησαν τους χώρους, οργάνωσαν συλλογικές υπηρεσίες, έφτιαξαν βιβλιοθήκη και χώρους εκπαίδευσης, δημιουργώντας έτσι την πιο ξακουστή και μεγαλύτερη κατάληψη αστέγων σε αστικό κτίριο σε όλη την Λατινική Αμερική. Στα πρώτα χρόνια της κατάληψης την καθημερινή μιζέρια έσπαγαν συχνά οι πολύχρωμες πολιτιστικές εκδηλώσεις και τα συλλογικά γλέντια ενώ ο αριθμός των κατοίκων του κτιρίου έφτανε ορισμένες φορές και τα τέσσερις χιλιάδες άτομα. Η κατάληψη υποστηρίχτηκε από την οργάνωση Movimento Sem Teto do Centro, οργάνωση ανάλογη του Κινήματος των Χωρίς Γη, που δραστηριοποιείται για τα δικαιώματα και τα προβλήματα των αστέγων στις μεγάλες βραζιλιάνικες πόλεις.

Το 2002 ήταν σημαδιακή χρονιά για τα λαϊκά κινήματα στην χώρα. Τον Οκτώβρη κέρδισε τις εκλογές το Εργατικό Κόμμα με επικεφαλής τον Λούλα και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστεψαν στην χώρα, πως τα πράγματα θα βελτιωθούν για τα εκατομμύρια των φτωχών Βραζιλιάνων. Ο άνεμος αυτός της αισιοδοξίας επηρέασε τα κινήματα αντίστασης που προχώρησαν με αποφασιστικές ενέργειες σε καταλήψεις, ειδικά στην επαρχία, αγροκτημάτων και μεγάλων γαιοκτησιών. Ακριβώς σε αυτή την περίοδο ευφορίας, το Prestes Maia, έγινε σύμβολο του αγώνα για στέγη και δικαιώματα για τους απόκληρους Βραζιλιάνους που συρρέουν αναγκαστικά στα αστικά κέντρα αναζητώντας δουλειά και μια καλύτερη τύχη.

Ούτε πέντε χρόνια μετά, η κοινότητα της κατάληψης του μεγάλου κτιρίου κινδυνεύει με έξωση από την αστυνομία και το Prestes Maia φιγουράρει ήδη στην ιστοσελίδα του Emporis Buildings σαν ακίνητο προς πώληση. Οι νόμιμοι ιδιοκτήτες, η εταιρία Hamuche & Co, το διεκδικεί για να το πωλήσει έτσι ώστε να ξεπληρώσει τα πέντε περίπου εκατομμύρια ρεάλ (ισοδύναμα με 2,2 εκ. δολάρια) που χρωστά σε δημοτικούς φόρους όπως ισχυρίζεται. Όπως και στις υπόλοιπες ανάλογες περιπτώσεις κοινωνικών διεκδικήσεων τόσο οι δημοτικές αρχές, όσο και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πήρε το μέρος των ιδιοκτητών και έστειλε τελεσίγραφο στους καταληψίες. Η κοινότητα των αστέγων στο κτίριο έχει αποδυναμωθεί αρκετά. Τόσο αριθμητικά όσο και πολιτικά. Οι διακόσιες πενήντα περίπου οικογένειες με ένα σύνολο 1600 ψυχών αν και δεν το βάζουν κάτω, βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Το κτίριο βρίσκεται σε άθλια κατάσταση εξαιτίας της πολύχρονης έλλειψης συντήρησης και οι πιέσεις για αποχώρηση αυξάνονται. Τους τελευταίους μήνες η κοινότητα των αστέγων προσπαθεί να συνδεθεί με τα κινήματα των ακτημόνων και το ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα, οργανώνει συγκεντρώσεις μπροστά στο κτίριο κλείνοντας συχνά την μεγάλη λεωφόρο και δηλώνει αποφασισμένη να μην δεχθεί αδιαμαρτύρητα την έξωση. Η κατάληψη του Prestes Maia έχει γίνει σημείο αναφοράς ενός διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης που οργανώνει κινητοποιήσεις συμπαράστασης και εκστρατείες συγκέντρωσης χρημάτων για την υποστήριξή της αλλά και μια ακόμη απόδειξη πως ελάχιστα πράγματα άλλαξαν για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία των φτωχών Βραζιλιάνων.

* Στα μέσα του Απρίλη η αντίσταση του Prestes Maia, κατάφερε να αποτρέψει για μια ακόμη φορά την απειλούμενη αστυνομική επιχείρηση έξωσης και να πάρει από τις δημοτικές αρχές διορία δύο μηνών. Σύντομα όμως η πίεση θα ξαναγίνει αφόρητη.

28 Απρ 2007

Μαρακές-Μαρόκο. Από που παίρνουν ζωή τα δέρματα;

 

Αν και όχι τόσο φημισμένα όσα αυτά της Φεζ, τα κατεργασμένα δέρματα από το Μαρακές  και τα προϊόντα που φτιάχνονται από αυτά   δεν υστερούν  διόλου σε ομορφιά και ποικιλία. Το Μαρόκο  θεωρείται  διεθνώς πως παράγει μαλακά και πολλή καλής ποιότητας δέρματα.  Σε όλα  σχεδόν τα τουριστικά πακέτα , η επίσκεψη στα βυρσοδεψεία της πόλης   συμπεριλαμβάνεται,  με την υπόμνηση πως αποτελεί σημαντική ατραξιόν.   Μπαίνοντας από την πύλη Bab Debbagh στην παλιά πόλη,  την Μεντίνα,   και προχωρώντας σε βορειοανατολική κατεύθυνση  από την μεγάλη πλατεία  Djemaa El-fna , μέσα σε  έναν λαβύρινθο από  στενά δρομάκια, στα εξωτερικά όρια της πόλης , πέρα  από τα παλιά τείχη, συναντάς την περιοχή με τα παραδοσιακά  βυρσοδεψεία. Ανάμεσα στα παλιά σπίτια η μέσα σε αυλές και ανοικτούς χώρους , αμέτρητες πέτρινες στέρνες , τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη, δημιουργούν μια εντυπωσιακή εικόνα με τα έντονα διαφορετικά χρώματα που περιέχει η κάθε μια. Απαραίτητο πάντα ένα κλαδάκι δυόσμο η άλλου αρωματικού φυτού , για να αντέξει κανείς την αφόρητη δυσοσμία.



Η επεξεργασία των δερμάτων διαρκεί  περίπου είκοσι ημέρες και είναι περίπου ίδια εδώ  και αιώνες. Γίνεται αποκλειστικά με το ανθρώπινο σώμα και την δύναμη των μυών του.  Αφού αφαιρεθούν οι τρίχες και τα υπολείμματα της σάρκας του ζώου, τα δέρματα βαπτίζονται διαδοχικά αρκετές φορές  σε νερό και αίμα για να καθαριστούν και ύστερα να αναζωογονηθούν και να μαλακώσουν. Κατόπιν  μεταφέρονται στις στέρνες που περιέχουν τις χρωστικές ουσίες, οι πιο συνηθισμένες από τις οποίες είναι το  σαφράνι,  η χένα,  η  παπαρούνα και το ρόδι. Σε αυτές παίρνουν το έντονο χρωματισμό τους και ύστερα αλείφονται με λάδι για να αποκτήσουν λάμψη και μαλακή αφή. Δεν λείπουν φυσικά στα διάφορα στάδια και οι χημικές ουσίες που κάνουν δυνατή την επίσπευση της επεξεργασίας. Απλώνονται και τεντώνονται  με τα χέρια και τα πόδια για να πάρουν την τελική μορφή τους και να δοθούν στα εργαστήρια που κάνουν τα δερμάτινα είδη. Πίσω όμως από την εντυπωσιακή εικόνα για τους δυτικούς τουρίστες κρύβεται μια σκληρή πραγματικότητα.


Όπως και τα βυρσοδεψεία έτσι και οι άνθρωποι που δουλεύουν σε αυτά, από τα παλιά χρόνια, αντιμετωπίζονταν σαν μια αναγκαία αλλά και απόβλητη περίπτωση. Τα βυρσοδεψεία έπρεπε να βρίσκονται στην άκρη της πόλης και οι  εργάτες σε αυτά , μια κατώτερη ομάδα ανθρώπων. Αυτό ελάχιστα άλλαξε μέχρι σήμερα. Σε σημείο  που να αποτελεί  διαδεδομένη λαϊκή δοξασία πως οι εργάτες στα βυρσοδεψεία είναι απεσταλμένοι του διαβόλου , οι οποίοι με την βοήθεια του δίνουν ζωή στα δέρματα!
Όπως και στο υπόλοιπο Μαρόκο , οι βυρσοδέψες σχεδόν πάντα προέρχονται από μια κατώτερη κοινωνικά ομάδα, οι νέοι «κληρονομούν» από τους γονείς την θέση μέσα στις στέρνες   και οι εργάτες συνήθως  μένουν σε σπίτια δίπλα στα βυρσοδεψεία με αντίτιμο λιγοστά ντιρχάμ για  μεροκάματο.


Έως και είκοσι χρόνια , κατά μέσο όρο , είναι λιγότερη η ζωή αυτών των εργατών. Η σκληρή εργασία των δώδεκα τουλάχιστον ωρών καθημερινά, τον χειμώνα σε συνθήκες κρύου και το καλοκαίρι κάτω από τον καυτό ήλιο, τα χημικά που χρησιμοποιούνται και η μεγάλη καταπόνηση του σώματος, ιδιαίτερα μέσα στις στέρνες για το πλύσιμο και την βαφή, σε συνδυασμό με τις μίζερες συνθήκες ζωής, φέρνουν αυτό το αποτέλεσμα. Αρκετοί μάλιστα θεωρούν τυχερούς αυτούς που πεθαίνουν γρήγορα μιας και πολλοί βασανίζονται για χρόνια από αναπηρίες και αναγκαστικούς ακρωτηριασμούς των εξαιτίας της σκληρής δουλειάς, χωρίς την δυνατότητα αυτοσυντήρησης εξαιτίας της μεγάλης φτώχειας.

* Χαμηλά στην βαθμολόγηση του ΟΗΕ για την ανθρώπινη ανάπτυξη το Μαρόκο, (στην 123η θέση από τις 177 χώρες του καταλόγου) παρουσιάζει   έντονες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες. Το 35% των Μαροκινών ζούνε χωρίς ηλεκτρικό και τρεχούμενο νερό στα σπίτια τους και τουλάχιστον δύο στους δέκα βρίσκονται  κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας. Στο Μαρακές ακόμη υπάρχει έντονη η ανάμνηση της εξέγερσης για το ψωμί τον Γενάρη του 1984 με τους 110 νεκρούς διαδηλωτές καθώς τα κοινωνικά προβλήματα για την πλειοψηφία  παραμένουν μεγάλα.

14 Απρ 2007

Βetenase-Δυτική Γκάνα. Φιλιά με πικρή σοκολάτα


Το Betenase είναι ένα μικρό χωριό στην περιφέρεια Sefwi Wiawso κοντά στην επαρχιακή πρωτεύουσα Wiawso μια μικρή πόλη στην δυτική Γκάνα γύρω στις επτά ώρες με το αυτοκίνητο από την Ακκρα. Πρέπει να διασχίσεις πολλά χιλιόμετρα κόκκινου χωματόδρομου για να αντικρίσεις τα σπίτια από λάσπη, στα οποία κατοικούν περίπου χίλιοι πεντακόσιοι άνθρωποι, χωρίς νερό και ηλεκτρικό. Όπως και άλλα πολλά χωριά στην δυτική δασική ζώνη στα σύνορα με την Ακτή του Ελεφαντοστού, η ζωή στο Betenase είναι δεμένη με την παραγωγή του κακάο και το μικρό σχολείο με τις τρεις αίθουσες για εκατό παιδιά, τις περισσότερες ημέρες του χρόνου είναι άδειο, μιας και οι υποψήφιοι μαθητές δουλεύουν στις φάρμες με τα κακαόδεντρα που περιβάλλουν το χωριό.

Δεκαοκτώ με τριάντα μήνες μετά το φύτεμα, τα κακαόδεντρα, που μπορεί να ξεπεράσουν και τα επτά μέτρα σε ύψος, αρχίζουν να δίνουν τον πολύτιμο καρπό, καθιστώντας την Γκάνα την δεύτερη σε εξαγωγές στην δυτική Αφρική με πεντακόσιες εξήντα χιλιάδες μετρικούς τόνους παραγωγή (2005) και νούμερο δύο στις κακάο-παραγωγές χώρες στον κόσμο. Μαζί με την Ακτή του Ελεφαντοστού, το Καμερούν και την Νιγηρία καλύπτουν το 70% της παγκόσμιας ζήτησης. Πάνω από δύο εκατομμύρια αγρότες δουλεύουν στην παραγωγή κακάο στην χώρα.

Στην συγκομιδή και στην καλλιέργεια των κακαόδεντρων, όπως και στις υπόλοιπες αφρικάνικες χώρες, η παιδική εργασία είναι πολύ διαδεδομένη. Μικρά παιδιά με τις ματσέτες στα χέρια ξημεροβραδιάζονται κάτω από το καυτό ήλιο, αντιμετωπίζοντας την επίδραση των χημικών φυτοφαρμάκων, τα καθημερινά ατυχήματα και την βαναυσότητα των αφεντικών. Υπολογίζονται σε πάνω από ογδόντα χιλιάδες τα παιδιά σχολικής ηλικίας, που εργάζονται στις φυτείες κακάο στην Γκάνα και η Gawu, η εθνική συνδικαλιστική ένωση εργαζόμενων στην γεωργία, με έκθεση της τον Ιούλιο του 2006, κατήγγειλε για μια ακόμη φορά πως ο μέσος όρος ηλικίας δεν ξεπερνά τα 13,5 χρόνια. Τα περισσότερα είναι από τις φτωχές βόρειες επαρχίες της χώρας αλλά και από τις γειτονικές Μπουργκίνα Φάσο, Μάλι και την περιοχή της νότιας Σαχάρας και δουλεύουν για τριακόσιες χιλιάδες Cedi τον χρόνο που ισοδυναμούν μόνο με τριάντα δολάρια! Τους παρέχεται ένα άθλιο φαγητό και δωρεάν στέγη σε αποθήκες αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως η εκμετάλλευση είναι εξοργιστική.

Με τρεις δυτικές πολυεθνικές να ελέγχουν το 83% του παγκόσμιου εμπορίου κακάο, είναι προφανές πως οι φτωχές χώρες παραγωγής της πρώτης ύλης είναι χειροπόδαρα δεμένες στις απαιτήσεις και τους εκβιασμούς των αγοραστών. Η δραματική καθίζηση των τιμών το 1998, που τις έριξε στο μισό, ανάγκασε τους μικρούς παραγωγούς να ψάξουν τρόπους μείωσης του κόστους για να επιβιώσουν. Ο κυριότερος ήταν η επέκταση της παιδικής εργασίας που στην Γκάνα αλλά και στην Ακτή του Ελεφαντοστού ιδιαίτερα, έχει πάρει την μορφή επιδημίας.

Την ίδια στιγμή στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, η Herseys Company, γιορτάζει φέτος τα εκατό χρόνια από την κυκλοφορία του πιο αγαπημένου της προϊόντος. Ήταν το 1907, που εμφανίστηκαν στα μαγαζιά τα Hersheys Κisses, οι μικρές σοκολατένιες καραμέλες που φέρνουν τεράστια κέρδη στα ταμεία της και έφτασαν πέρυσι τα ογδόντα εκατομμύρια κομμάτια καθημερινές πωλήσεις. Η Hersheys μαζί με της Μars ελέγχουν τα 2/3 από τα 13 δις δολάρια πωλήσεων σοκολάτας στις ΗΠΑ και προμηθεύονται κακάο κυρίως από την Δυτική Αφρική. Μαζί με την Nestle και μερικές ακόμη ευρωπαϊκές πολυεθνικές, πάρα τις δεσμεύσεις και την διεθνή κατακραυγή συνεχίζουν να αγοράζουν πρώτη ύλη που μαζεύεται από παιδικά χέρια, συμμετέχοντας ταυτόχρονα και σε εκστρατείες ενάντια στην παιδική εργασία!

* Γύρω από την παιδική εργασία στις φυτείες κακάο έχει αναπτυχθεί μια τεράστια υποκριτική εκστρατεία με επίκεντρο το Πρωτόκολλο Harkin-Enger, που υπογράψανε με παρακίνηση του αμερικάνικου Κογκρέσου το 2001, οι μεγάλες σοκολατο-βιομηχανίες και διεθνείς οργανισμοί. Ενεργός στην προώθηση του η αμερικάνικη Usaid και μια ομάδα δυτικών ΜΚΟ που στις βαθιές πληγές των οικονομιών και των ανθρώπων της Δυτικής Αφρικής δίνουν «ασπιρίνες» ενώ υπερασπίζονται το υποτιθέμενο ελεύθερο εμπόριο και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

31 Μαρ 2007

Svay Pak –Καμπότζη. Τρόμος στα παιδικά πορνεία


Με ένα δολάριο, ένας μοτοσικλετιστής μπορεί να σε πάει από το κέντρο της Πνομ-Πενχ, παρακάμπτοντας το μποτιλιάρισμα, στο Svay Pak, διασχίζοντας στα γρήγορα τα σκονισμένα ένδεκα χιλιόμετρα που το χωρίζουν από τις παρυφές της πρωτεύουσας με κατεύθυνση τον βορρά. Το Svay Pak είναι ένα σύγχρονο μνημείο της τουριστικής βιτρίνας της χώρας, κάτι σαν το Angor Wat, αλλά από την ανάποδη. Το Angor Wat σηματοδοτεί την μεγάλη πολιτιστική άνθιση πριν χίλια χρόνια και το Svay Pak την σημερινή αθλιότητα και βαρβαρότητα. Στο μικρό χωριό με τις φτωχικές ξύλινες κατοικίες, μέχρι τον Μάρτιο του 2003, λειτουργούσαν δεκάδες πορνεία με μικρά κορίτσια και αγόρια και μια επίσκεψη σε αυτό ήταν απαραίτητη για κάθε δυτικό σεξο-τουρίστα που σεβόταν τον άθλιο εαυτό του. Στα εκατό περίπου μέτρα μόνο του κεντρικού δρόμου, από την αριστερή πλευρά υπήρχαν δεκαοκτώ πορνεία ενώ την δεξιά πλευρά καταλάμβαναν τα μπαρ-καραόκε και τα ρεστοράν για να είναι πλήρης η αναψυχή των δυτικών. Τότε η κυβέρνηση με την εξαχρειωμένη αστυνομία, ύστερα από την διεθνή κατακραυγή, προχώρησε σε μια επιχείρηση δημοσίων σχέσεων και έκλεισε πενήντα από αυτά τα πορνεία, στέλνοντας σε ιδρύματα τα μικρά παιδιά και στις φυλακές μερικούς προαγωγούς. Σε λίγο διάστημα φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, τα πορνεία ξανά-λειτούργησαν σε διαφορετικές πλευρές του χωριού ενώ άλλα μετακόμισαν στην πρωτεύουσα. Στην τελευταία η πορνεία έχει εξελιχτεί σε μια μεγάλη και προσοδοφόρα βιομηχανία και οι καχύποπτοι όχι άδικα θεωρούν πως το αστυνομικό κυνηγητό στο Svay Pak, ωφελεί τα δυνατά κυκλώματα σωματεμπορίας στην Πνομ-Πενχ στα οποία συμμετέχουν ενεργά πολλοί δυτικοί.

Όπως έγραφε η κινέζικη εφημερίδα «Σαγκάη Σταρ», η Καμπότζη έχει γίνει η Μέκκα της παιδεραστίας και η πορνεία έχει αυξηθεί κατακόρυφα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Υπολογίζονται σε πάνω από εκατό χιλιάδες οι νέοι και οι νέες πόρνες, το ένα τρίτο από τους οποίους είναι ανήλικα παιδιά ακόμη και κάτω από την ηλικία των δέκα ετών. Η πρωτεύουσα συγκεντρώνει το ένα τέταρτο της πορνείας, στους δρόμους και τα σπίτια της οποίας βιάζονται στην ουσία καθημερινά, έναντι ελάχιστων δολαρίων πάνω από οκτώ χιλιάδες παιδιά. Επίσημες κυβερνητικές στατιστικές δεν υπάρχουν και τα στοιχεία βασίζονται σε εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών και ΜΚΟ, που δραστηριοποιούνται στην χώρα. Όλοι συνομολογούν πως η πορνεία επεκτάθηκε από την εποχή που τα Ηνωμένα Έθνη έστειλαν στην Καμπότζη πάνω από είκοσι χιλιάδες στρατιώτες και αστυνομικούς στα πλαίσια της πολυεθνούς δύναμης που συνεστήθη από το 1991 για να επιβάλει την «σταθερότητα». Αργότερα τη σκυτάλη πήραν τα δυτικά τουριστικά πρακτορεία, οι προαγωγοί και οι διεφθαρμένοι κυβερνητικοί υπάλληλοι, που την μετέτρεψαν σταδιακά στον ελκυστικότερο τόπο σεξο-τουρισμού για τους άθλιους δυτικούς τουρίστες από την Βόρεια Ευρώπη, την Βόρεια Αμερική, την Ιαπωνία και την Αυστραλία, ύστερα μάλιστα από τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στην γειτονική Ταϊλάνδη. Ομάδες παιδιών από το Βιετνάμ κυρίως αλλά και την Καμποτζιανή ενδοχώρα, απάγονται και οδηγούνται βίαια στα πορνεία. Σε αυτά βασιλεύει η αθλιότητα, οι συνεχείς κακοποιήσεις, οι εξαφανίσεις και ο «πάγος», ένα φτηνό χημικό ναρκωτικό, που βυθίζει τα παιδιά σε έναν διαρκή λήθαργο.

Το ίδιο άθλιοι όμως με τους δυτικούς σεξο-τουρίστες είναι και οι δυτικοί αναλυτές και διάφορες ΜΚΟ που επιμένουν πως για το φαινόμενο ευθύνεται κυρίως η κληρονομιά των «κόκκινων δαιμόνων», που κατέστρεψαν κοινωνικά και οικονομικά την χώρα όταν πήραν την εξουσία. Το ότι πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε και το γεγονός πως την πορνεία την επέβαλλαν κυρίως οι ξένοι όχι μόνο στην Καμπότζη αλλά και σε άλλες χώρες της Ινδοκίνας αποτελεί για αυτούς ασήμαντη λεπτομέρεια.

* Ο «Αθέατός Κόσμος» ένιωσε ικανοποίηση από το γεγονός πως στο 9ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ στην Θεσσαλονίκη ορισμένα από τα παλιότερα θέματά του υποκίνησαν και άλλους ανθρώπους να μιλήσουν κινηματογραφικά για αυτά. Λόγου χάρη το El Ejido του Μαροκινού Ρχαλίπμ και τα Φαντάσματα της Cite Soleil του Δανού Λετ.

17 Μαρ 2007

Daechuri- Νότια Κορέα. Αντίσταση στους ορυζώνες



Το Daechuri ήταν ένα από τα μικρά χωριά καλλιεργητών ρυζιού, που βρίσκονται έξω από την πόλη Pyeongtaek στην επαρχία Gyeonggi στο βορειοδυτικό μέρος της Νότιας Κορέας. Η περιοχή, εβδομήντα περίπου χιλιόμετρα νότια της Σεούλ, είναι πεδινή με λιγοστούς μικρούς λόφους, κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια και ποτίζεται γενναιόδωρα από τον Ansong, που ρέει από τα ανατολικά προς τα δυτικά και εκβάλει στον κόλπο Ασάν στην Κίτρινη Θάλασσα. Στα παλιά έλη του ποταμού, μετά τον πόλεμο, οργανώθηκε η καλλιέργεια του ρυζιού και στο Daechuri, που στα κορεατικά σημαίνει το χωριό των μεγάλων συγκομιδών, κατοικούσαν ειρηνικά -όποτε το επέτρεπαν οι πολεμικές συγκρούσεις και οι ξένες εισβολές- εκατοντάδες οικογένειες μικρών αγροτών.

Από τα τέλη του 19ο αιώνα, στην διάρκεια του σινο-ιαπωνικού πολέμου, η στρατηγική θέση της περιοχής την έκανε σημείο εγκατάστασης στρατιωτικών και ναυτικών βάσεων. Αυτές χτίστηκαν συνήθως με την καταναγκαστική εργασία των αγροτών, οι οποίοι συχνά επιστρατεύονταν από τους εισβολείς. Στην αρχή ήταν οι Γιαπωνέζοι και μεταπολεμικά οι Αμερικάνοι. Οι τελευταίοι μεγάλωσαν τις εγκαταστάσεις και επέκτειναν τους αεροδιάδρομους την περίοδο του Κορεατικού πολέμου.



Σήμερα η περιοχή συγκεντρώνει δύο τεράστιες αμερικάνικες βάσεις. Την αεροπορική στο Οσάν και το στρατόπεδο Humphreys. Από το 1952 η επέκταση των βάσεων έγινε με αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και βίαιες μετακινήσεις αγροτών από τα χωριά τους, εξέλιξη που συνεχίζεται ως τα σήμερα. Στα πλαίσια της τελευταίας συμφωνίας του καθεστώτος της Σεούλ με τους Αμερικάνους, το στρατόπεδο Humphreys, θα επεκταθεί μέχρι το 2011 από 1200 στρέμματα σε 3600, για να στεγάσει στρατιώτες που θα μετακινηθούν από άλλα σημεία της χώρας. Η επέκταση περιλαμβάνει ορυζώνες και τα χωριά Daechuri και το διπλανό Doduri, που θα πρέπει να μετακινηθούν.

Από την ημέρα που έγιναν γνωστά τα σχέδια, πριν τέσσερα χρόνια, το Daechuri έγινε επίκεντρο μιας αληθινής εποποιίας αντίστασης με πρωταγωνιστές τους 1500 περίπου κατοίκους, οι περισσότεροι μεγάλης ηλικίας. Τον Φλεβάρη του 2006, μάλιστα, αφότου πάρθηκε η τελική απόφαση για την υπεράσπιση με κάθε μέσο του χωριού, όλοι οι κάτοικοι έκαψαν τις ταυτότητές τους και ανακήρυξαν το χωριό ανεξάρτητη περιοχή. Δίκαια το κορεατικό περιοδικό “Hankyoreh 21” τους ανακήρυξε σαν ανθρώπους της περυσινής χρονιάς. Γιατί για όλο σχεδόν το 2006, ύστερα από την απόρριψη των δικαστικών προσφυγών, οι αγρότες έγιναν σημείο αναφοράς για όλο το αντι-αμερικάνικο και αντιπολεμικό κίνημα της χώρας. Οχυρωμένοι στα σπίτια και τα χαντάκια των ορυζώνων αντιμετώπισαν τις αστυνομικές δυνάμεις και τη στρατιωτική αστυνομία όχι λίγες φορές και οι ημέρες αντίστασης στο Daechuri, έγιναν παγκόσμια γνωστές, συγκέντρωσαν την αλληλεγγύη τοπικά και διεθνώς και συγκίνησαν χιλιάδες ανθρώπους από όλο τον κόσμο.



Ειδικά τον περασμένο Μάρτιο και Αύγουστο 13000 πάνοπλοι αστυνομικοί και 3000 στρατιώτες εισέβαλλαν με μπουλντόζες στο Daechuri, γκρέμισαν δημόσια κτίρια, σπίτια και το σχολείο, έριξαν τσιμέντο στα αρδευτικά χαντάκια των ορυζώνων, μάτωσαν εκατοντάδες υπερασπιστές και έσυραν στα κρατητήρια και τις φυλακές πολλούς από αυτούς. Οι αγρότες και αλληλέγγυοι νέοι από όλη την χώρα τους αντιμετώπισαν ηρωικά πρώτα με τα αγροτικά μηχανήματα και εργαλεία και ύστερα με γυμνά χέρια για ολόκληρες ημέρες. Οι φωτογραφίες και η περιγραφή των συγκρούσεων ειδικά στους ορυζώνες δείχνουν το πείσμα και την αποφασιστικότητα των κατοίκων και πραγματικά εντυπωσιάζουν.

Παρά την διεθνή κατακραυγή και την πανεθνική κινητοποίηση αλληλεγγύης, τις διαδηλώσεις στην Σεούλ και άλλες πόλεις, η μάχη ήταν άνιση. Οι τελευταίες 59 οικογένειες των δύο χωριών που επέμεναν να μένουν στα χαλάσματα των σπιτιών τους, πιεσμένες από την δεινή οικονομική θέση και την απαγόρευση να πάνε στα ρυζοχώραφα, αποφάσισαν στις αρχές του φετινού Φλεβάρη ύστερα από δώδεκα κύκλους συνομιλιών με την κυβέρνηση να δεχτούν την προτεινόμενη συμφωνία. Έτσι θα λάβουν οικονομική ενίσχυση και θα μετακινηθούν σε άλλη περιοχή που θα τους παραχωρηθεί για καλλιέργεια και στέγαση. Η προθεσμία αποχώρησης ορίστηκε η 31 του Μάρτη 2007. Η κυβέρνηση μίλησε με θράσος για συμφωνία, αλλά όλοι στην χώρα ξέρουν πως αυτή ήταν μια βίαια υπαγόρευση. Ακόμη και έτσι όμως ο αγώνας στο Daechuri, δεν πήγε χαμένος. Αποτελεί πλέον πανεθνικό σύμβολο και θα εμπνέει για πολλά χρόνια μετά, το μεγάλο κίνημα στην χώρα για ανεξαρτησία και επανένωση.

* Η εποποιία στο Daechuri αδικείται από τον περιορισμένο χώρο που διαθέτει ο «Αθέατος Κόσμος». Για τους απαιτητικούς αναγνώστες της στήλης συνιστούμε δύο ηλεκτρονικές διευθύνσεις για περισσότερη ενημέρωση και πλούσιο φωτογραφικό υλικό: www.saveptfarmers.org και http://kalaniosullivan.com/OsanAB/USFKCampHumphreys.html

3 Μαρ 2007

Moss Side- Μάντσεστερ. Σύγχρονοι …Ολιβερ Τουίστ


Από μια ελώδη και αφιλόξενη περιοχή με χαμηλή βλάστηση, όπως πρωτοαναφέρεται στο κτηματολόγιο του 1086 (Domes Day Book), το Moss Side για αιώνες ήταν ένα μικρό χωριό, δύο-τριών εκατοντάδων κατοίκων ως τις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης. Νότια του Μάντσεστερ, περίπου τρία χιλιόμετρα μακριά, ενσωματώθηκε σε αυτό το 1904, και γνώρισε την μεγάλη ακμή του όταν στις αρχές του αιώνα έφτασε να συγκεντρώνει πάνω από είκοσι επτά χιλιάδες κατοίκους, που απασχολούνταν κυρίως στα εργοστάσια βαμβακιού και υφασμάτων. Αυτήν την περίοδο χτίστηκαν τα περισσότερα σπίτια και κτίρια και ανέβηκε κατακόρυφα η αξία της γης. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960, το Μoss Side υποδέχθηκε πολλούς μετανάστες από την Αφρική και την Καραϊβική μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 που άρχισε να παρακμάζει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της μεγάλης ανεργίας. Από τότε η περιοχή έγινε μια από τις πιο γνωστές «μαύρες κοινωνικές τρύπες» στον χάρτη της βορειοδυτικής Αγγλίας. Το καλοκαίρι του 1981, για τρεις τουλάχιστον ημέρες, το Moss Side, πήρε φωτιά, στην κυριολεξία, από την εξέγερση των νεαρών μαύρων, παράλληλα με τις μεγάλες ταραχές στο Μπρίξτον. Στις 8 του Ιούλη του 1981, περίπου 1500 νέοι επιτέθηκαν στο αστυνομικό τμήμα οργισμένοι από τη σκληρή καταστολή της κυβέρνησης. Τα επόμενα χρόνια η απόγνωση έδωσε τη θέση της στην μεγάλη εγκληματικότητα για τους άνεργους νέους. Δημιουργήθηκαν μεγάλες συμμορίες με επίκεντρο την διακίνηση ναρκωτικών όπως η συμμορία Gooch, η Pepperhill (από το ομώνυμο μπαρ) και η διάδοχός της η Doddington και το Moss Side πήρε το προσωνύμιο Gunchester και Βρετανικό Μπρονξ.

Τώρα η πόλη, που ανήκει στο μητροπολιτικό Μάντσεστερ, με μεγάλη αφρό-καραϊβική κοινότητα (32%) και Ασιάτες (10%) βρίσκεται στην κορυφή της αθλιότητας και πολύ ψηλά στην κλίμακα των κοινωνικών προβλημάτων που δημιούργησε ο Θατσερισμός και ο ύστερος διάδοχος του, ο Μπλερισμός, σε όλη την χώρα. Η ανεργία είναι τριπλάσια από τον εθνικό μέσο όρο (8,3%) και διπλάσια από αυτήν στο Μάντσεστερ και ο μέσος όρος ζωής είναι από τους χαμηλότερους πανεθνικά. Τα παιδιά στο Moss Side, είναι από τους μεγάλους χαμένους. Σύμφωνα με στοιχεία πρόσφατων ερευνών, πάνω από το 62% των παιδιών ζούνε κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας (2150 παιδιά το 2004), η παιδική θνησιμότητα είναι από τις μεγαλύτερες στην ηλικία των πρώτων δώδεκα μηνών και είναι συνηθισμένο φαινόμενο η γέννηση ελλειποβαρών νεογνών. Η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης είναι από τις χειρότερες στην Βρετανία και η πόλη μαζί με το Μάντσεστερ έρχεται δεύτερη στην χώρα σε συνταγογράφηση αντικαταθλιπτικών χαπιών. Ταυτόχρονα συνεχίζουν να καταγράφονται μεγάλα ποσοστά εγκληματικότητας και πρόσφατα το Moss Side θρήνησε μαζικά την άγρια δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Jessie James στις 9 του περασμένου Σεπτέμβρη από πυροβολισμό στον δρόμο.

Το Μoss Side δεν είναι η μοναδική περίπτωση τριτοκοσμικής παιδικής φτώχειας στην Βρετανία. Πριν λίγες εβδομάδες η Γιούνισεφ στην έβδομη περιοδική έκθεσή της για την κατάσταση των παιδιών στις αναπτυγμένες χώρες, που δημοσιεύτηκε στην Φλωρεντία, περιέγραφε με μελανά χρώματα την κατάσταση στην χώρα. Η Βρετανία μαζί με τις ΗΠΑ είναι πιο ψηλά ακόμη και από χώρες σαν την Τσεχία, την Πολωνία και την Ελλάδα στα επίπεδα της παιδικής φτώχειας και πολύ πίσω στην παροχή ασφαλών συνθηκών ζωής για τους νέους!

* Στα πλαίσια της «εβδομάδας ειρήνης» που οργάνωσαν σε συνεργασία ορισμένες ΜΚΟ και η αστυνομία στο Μoss Side, από την Κυριακή 25 του Φλεβάρη, για να καταπολεμήσουν τη βία και την οπλοφορία στους δρόμους, την πόλη επισκέφτηκε ο πρωθυπουργός Μπλέρ και ο αρχηγός των Τόρις, Κάμερον. Περίσσεψαν οι υποκριτικές δηλώσεις και οι υποσχέσεις σαν και εκείνη που είχε κάνει ο Μπλερ, πριν μερικά χρόνια πως έως το 2010 θα μειωθεί στο μισό η παιδική φτώχεια και έως το 2020 θα εξαφανιστεί! (Για να είναι ταιριαστή η παρουσίαση της κοινωνικής επιστροφής στο παρελθόν, η φωτογραφία είναι από το Μοss Side, όπως ήταν στις αρχές του εικοστού αιώνα)