2 Αυγ 2008

Παγούρια Κομοτηνής. Ένας ήσυχος θάνατος

 

Νοτιοδυτικά της Κομοτηνής τα Παγούρια, που παλιά ήταν και έδρα κοινότητας (πριν μετακομίσει, προπολεμικά ακόμη, στην Μέση) και συμπεριλάμβανε μια μεγάλη κτηματική περιοχή μαζί με τους οικισμούς της Μέσης, της Αρωγής, του Μητρικού, της Νέας Απολλωνίας, της Γλυφάδας της Θερινής, της Λούρας κ.λπ., είναι ένα χωριό που υποδέχτηκε δύο φορές τον προηγούμενο αιώνα πρόσφυγες. Τη δεύτερη φορά, στον συνοικισμό που κατασκεύασε η Εκτενεπόλ, καμιά ογδονταριά ομοιόμορφα σπίτια, για τους πρόσφυγες από τις περιοχές του Καυκάσου, που ήρθαν ύστερα από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Σε ένα από αυτά τα σπίτια το ξημέρωμα στις 14 του Απρίλη, άφησε την τελευταία πνοή του ο Νίκος Ασλαμαζίδης, δύο εικοσιτετράωρα μόνο ύστερα από την επιστροφή του από την Γαλλία και το τέλος της περιπέτειάς του εκεί, που έγινε γνωστή διεθνώς και προκάλεσε συγκίνηση και αλληλεγγύη από πολλές πλευρές.
Ο Νίκος στα τριάντα πέντε του χρόνια, μόλις και πρόλαβε να αγκαλιάσει ύστερα από καιρό την δεκάχρονη κόρη του και την πρώην γυναίκα του και να πει μερικές γρήγορες κουβέντες με τους συγχωριανούς του στο καφενείο του χωριού. Χρήστης ναρκωτικών και καταπονημένος από την πρόσφατη περιπέτειά του, πέθανε ήσυχα, ενώ στο επίσημο χαρτί των γιατρών γράφτηκε για αιτία, οξύ εγκεφαλικό και πνευμονικό οίδημα. Ήταν ένας από τους τρεις αμμοβολιστές εργάτες που έκαναν απεργία πείνας από τις 14 του φετινού Μάρτη, για δέκα εννέα ημέρες, έξω από το δημαρχείο της γαλλικής πόλης Σαιν Ναζέρ, και κατάφεραν με την αλληλεγγύη των κατοίκων της πόλης και των συνδικάτων να πάρουν τα μεροκάματα που τους χρωστούσε η εταιρία που τους νοίκιασε. Μαζί του, ύστερα από ένα διάστημα ιατρικής παρακολούθησης και αποκατάστασης εξαιτίας της απεργίας, είχε επιστρέψει και ο σαρανταπεντάχρονος βαφέας Μπόρις Αθανασιάδης από το Μαγικό της Ξάνθης, ενώ ο τριανταοκτάχρονος Λεωνίδας Θεοχάρης και αυτός από την Θράκη, επέλεξε να πάει στην Γερμανία για να δουλέψει.
Οι τρεις τους, ξεκίνησαν το περσινό φθινόπωρο για την Σαιν Ναζέρ, το μεγαλύτερο γαλλικό λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του Λίγηρα, σαν εργάτες της γερμανικής Elbe, εταιρία ενοικίασης φθηνών αλλοδαπών εργατών, για να δουλέψουν στα ναυπηγεία Aker, νορβηγικών συμφερόντων, στις αμμοβολές και στο βάψιμο μεγάλων εμπορικών πλοίων. Γρήγορα κατάλαβαν πως οι υποσχέσεις για σχετικά καλό μισθό και ανθρώπινες συνθήκες ήταν ψέματα και στην πραγματικότητα δούλευαν χωρίς να πληρώνονται κανονικά, ζούσαν στοιβαγμένοι σε ένα βρώμικο ξενοδοχείο με κοινή τουαλέτα για δεκαεπτά άτομα και με δεκάωρο ωράριο για έξι ημέρες την εβδομάδα. Ειδικά ο Νίκος δούλευε πάντα νυκτερινή βάρδια. Όταν αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν στον «κουμάντο» τον πομάκο Σαλήφ από την Θράκη, που είναι ο επιστάτης των Ελλήνων εργατών στο ναυπηγείο, απολύθηκαν. Για να πάρουν τους δουλεμένους μισθούς τους χρειάστηκε η απεργία πείνας που έγινε πρωτοσέλιδο στην Γαλλία, η κινητοποίηση ορισμένων γαλλικών συνδικάτων και η διαδήλωση στην πόλη από Γάλλους συμπαραστάτες για να πιεστεί η εταιρία να τους δώσει την επιταγή των οκτώ χιλιάδων ευρώ που τους χρωστούσε. Για τον Νίκο όμως η ζημιά είχε γίνει. Μόνο με νερό και ζάχαρη για δεκαεννιά μέρες υπέφερε μόνιμα από έντονες ζαλάδες και η ήδη αδυνατισμένη υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα.
Σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία πάνω από οκτακόσιοι αμμοβολιστές από την Ελλάδα δουλεύουν σε ναυπηγεία στο εξωτερικό με ίδιες και παρόμοιες συνθήκες. Οι περισσότεροι είναι εργάτες από την μειονότητα της Θράκης, που αποτελούν εύκολο στόχο για τους κυνηγούς φθηνών εργατικών χεριών.


* Με αφορμή την περιπέτεια των τριών εργατών και τον θάνατο του Νίκου Ασλαμαζίδη επανήλθαν στο προσκήνιο οι ρυθμίσεις της περίφημης οδηγίας Μπολκεστάιν και το καθεστώς των φθηνών εργατών μιας χρήσης που επεκτείνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επικεφαλής των ευρωβουλευτών του ΠΑΣΟΚ, Μαίρη Ματσούκα μίλησε για νέο εργασιακό μεσαίωνα στην Ευρώπη, ξεχνώντας φυσικά να προσθέσει πως η έλευσή του έγινε με την κοινή πολιτική των δεξιών και σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων τα τελευταία χρόνια.

19 Ιουλ 2008

Choco- Κολομβία. Γυναίκες αιχμάλωτες στην λάσπη και την προϊστορία

 

Στη βορειοδυτική άκρη της Κολομβίας η επαρχία Choco αποτελεί έναν επίγειο αλλά και υπόγειο φυσικό παράδεισο σε αντιδιαστολή με τις κολασμένες κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζούνε, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, οι άνθρωποι εκεί. Σκεπασμένη από ένα απέραντο τροπικό δάσος που εκτείνεται από τις παρυφές των Άνδεων έως τις ακτές του Ειρηνικού, με πολύ μεγάλη βιοποικιλότητα, με δεκάδες μεγάλα ποτάμια και με τετρακόσιες ίντσες ετήσια βροχόπτωση, η επαρχία πνίγεται σε οργιώδη βλάστηση και αποτελεί ιδανικό έδαφος για πολλές καλλιέργειες. Στο υπέδαφος κρύβονται σημαντικές ποσότητες πετρελαίου, χρυσού, πλατίνας και άλλων πολύτιμων μετάλλων. Η επαρχία, με πρωτεύουσα την Ouibdo, αποτελεί το βόρειο κολομβιανό σύνορο με τον Παναμά και είναι η μοναδική από όλες που έχει ακτές στην Καραϊβική και στον Ειρηνικό. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων στην Choco, στις πόλεις αλλά και στις απομακρυσμένες περιοχές του δάσους , είναι Αφρό-κολομβιανοί και οι υπόλοιποι ιθαγενείς. Απόγονοι των μαύρων σκλάβων που έφεραν οι Ισπανοί, οι κάτοικοι της Choco αποτελούν μια από τις φτωχότερες ομάδες της χώρας. Ζούνε δίχως καμιά κρατική υποστήριξη, αντιμέτωποι με τις ασθένειες και με περιοδικούς λιμούς και καταδιωκόμενοι από τις πολιτικές λεηλασίας των μεγάλων πολυεθνικών που αρπάζουν τον φυσικό πλούτο της περιοχής. Όπως και στις υπόλοιπες περιοχές της Κολομβιανής υπαίθρου, ο στρατός και οι παραστρατιωτικές συμμορίες τις τελευταίες δεκαετίες συνεχίζουν να ασκούν μια πολιτική τρομοκρατίας, απομόνωσης και μαζικών εκτοπισμών για να αποδυναμωθεί το αντάρτικο. Γιατί οι μαύροι Κολομβιανοί, εξαιτίας της μακραίωνης καταπίεσης, ανάπτυξαν ένα ισχυρό κίνημα ελευθερίας. Ενίσχυσαν κατά χιλιάδες το στρατό του Μπολιβάρ και στήριξαν τα αριστερά επαναστατικά κινήματα που γεννήθηκαν τον περασμένα αιώνα στην χώρα.
Αναζητώντας τρόπους επιβίωσης πολλές ομάδες, κυρίως γυναικών, καταγίνονται με την αναζήτηση χρυσού στα εγκαταλειμμένα πεδία των μεγάλων χρυσωρυχείων που πριν από χρόνια οι πολυεθνικές εκμεταλλεύτηκαν προξενώντας ανεπανόρθωτες καταστροφές στο φυσικό περιβάλλον και ερημώνοντας μεγάλες εκτάσεις του τροπικού δάσους από την αλόγιστη χρήση των χημικών για την επεξεργασία του μεταλλεύματος. Βουτηγμένες ολημερίς στην λάσπη που κουβαλούν στις όχθες τους τα ποτάμια, κάτω από τον καυτό τροπικό ήλιο και μέσα στην αποπνιχτική υγρασία, ομάδες από εκατοντάδες γυναίκες και παιδιά με αυτοσχέδιους παραδοσιακούς τρόπους αναζητούν κόκκους χρυσού και πλατίνας. Κινδυνεύουν από τη διαδεδομένη ελονοσία αλλά και από τα χημικά που έχουν ποτίσει το έδαφος για να κερδίσουν -αν τις βοηθήσει η τύχη-ελάχιστα χρήματα, για την καθημερινή επιβίωση. Οι συνθήκες εργασίας ελάχιστα απέχουν από εκείνες των μαύρων σκλάβων που ανάμεσα στο 1600 και στο 1820 μετέτρεψαν την Choco σε μια από τις σημαντικότερες πηγές χρυσού για τους Ισπανούς αποικιοκράτες.
Οι μαύρες λασπωμένες γυναίκες στην Choco τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει ένα από τα αγαπημένα θέματα των μεγάλων δυτικών ΜΚΟ. Εκπονώντας προγράμματα με αντικείμενο τον λεγόμενο «πράσινο χρυσό», υποστηρίζουν το «ελεύθερο» διεθνές μικρεμπόριο κοσμημάτων από χρυσό που προέρχεται από τη σκληρή παραδοσιακή δουλειά τους στις λάσπες, θεωρώντας πως με αυτόν τον τρόπο θα βγούνε -δήθεν- από την μεγάλη φτώχεια. Χρηματοδοτούν συνεταιρισμούς μικρών παραγωγών και προπαγανδίζουν τη δυνατότητα ειρηνικών κοινωνικών αλλαγών, μέσα από τη διατήρηση παραδοσιακών δραστηριοτήτων. Υπερτονίζουν τις διαφορές και τις τοπικές ιδιαιτερότητες υποσκάπτοντας την εκδοχή ευρύτερων κοινωνικών συσπειρώσεων ανάμεσα σε διαφορετικές εθνικές ομάδες. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, οι ΜΚΟ είναι υπερδραστήριες σε περιοχές που οι πληθυσμοί οδηγούνται σε επιλογές μαζικής αντίστασης και ένοπλων αγώνων για την κοινωνική ανατροπή.


* Στις αρχές αυτού του μήνα , απελευθερώθηκε η πιο διάσημη όμηρος των ανταρτών του FARC-EP, για έξι και πλέον χρόνια, η γαλλοκολομβιανή Ίνγκριντ Μπετανκούρ, σε μια επιχείρηση του στρατού με πολλά σκοτεινά σημεία και με την υποστήριξη τουλάχιστον των Αμερικάνων και των Ισραηλινών. Η Μπετανκούρ παρουσιάστηκε στο πλευρό του εγκληματία προέδρου Ουρίμπε, ευχαρίστησε τον λαομίσητο κυβερνητικό στρατό και έτυχε πανηγυρικής υποδοχής από τον Γάλλο πρόεδρο Σαρκοζί. Αρκετοί μάλιστα πιθανολογούν πως είναι η καλύτερη επιλογή για μια πολιτική αλλαγή στην Κολομβία. Αλλαγή από εκείνες που γίνονται για να μην αλλάξει στην πραγματικότητα τίποτε. Σε δηλώσεις της, σύμφωνα με τα διεθνή ΜΜΕ, είπε μεταξύ άλλων: «Αισθάνομαι σα να επέστρεψα από ένα ταξίδι στο παρελθόν, κατά την προϊστορική περίοδο, είναι πολύς καιρός που δεν έχω δει ηλεκτρικό φως ή δεν είχα τρεχούμενο νερό ή ζεστό νερό». Η Μπετανκούρ τώρα μπορεί να είναι ευτυχισμένη που επέστρεψε στη σύγχρονη εποχή με όλες τις ανέσεις που της παρέχει το βαρύ όνομα και η μεγαλοαστική καταγωγή της . Οι γυναίκες στην επαρχία Choco, που ζούνε βουτηγμένες στην λάσπη δεν έχουν έστω και μια αμυδρή ελπίδα για απόδραση από την προϊστορική εποχή.

5 Ιουλ 2008

Houjie- Kίνα. Θυμός στην πόλη των παπουτσιών



Ο εξήντα εξάχρονος κύριος Can-Don-Yi δεν θα μπορούσε να αντιδράσει ακόμη και αν πράγματι το ήθελε, ένα πρωινό του περασμένου Μάη. Φύλακας στο εργοστάσιο Dingfu, που οι εργοδότες το έκλεισαν ξαφνικά, ήταν ο μοναδικός εργάτης που παρέμεινε για να προστατεύει τα εγκαταλειμμένα μηχανήματα και προϊόντα, όταν μια μεγάλη ομάδα τετρακόσιων απολυμένων εργατών εισέβαλλε από την κεντρική είσοδο. Οι οργισμένοι εργάτες και εργάτριες, που ήταν απλήρωτοι για τέσσερις μήνες πριν βρεθούν ολότελα στον δρόμο, λεηλάτησαν τις αποθήκες του εργοστασίου και τα γραφεία, ακόμη και το παρατημένο τζιπ του αφεντικού στο προαύλιο, πήραν έπιπλα και εξοπλισμό και έφυγαν ανενόχλητοι αφήνοντας πάλι μόνο του τον κύριο Yi, να εξιστορεί το πάθημα του στους τοπικούς αστυνομικούς και δημοσιογράφους.

Η επιχείρηση ήταν μια από τις πολλές εταιρίες κατασκευής παπουτσιών στην Houjie, μια πόλη στα νοτιοδυτικά περίχωρα της Dongguan, που εκτελούσε παραγγελίες της Zara, της Nine West και της Sam and Lilly, και που ακολούθησε το κύμα των λουκέτων που ξέσπασε τα τελευταία χρόνια. Η Houjie, που είναι γνωστή και σαν η κινέζικη πόλη των παπουτσιών, που την δεκαετία του Ενενήντα έφτασε να παράγει μέχρι και εκατό εκατομμύρια ζευγάρια στα δεκάδες εργοστάσια του, είναι μια από τις νέες βιομηχανικές πόλεις στην νότια Κίνα, ενώ πριν το Ενενήντα ήταν μια μικρή αγροτική κωμόπολη. Στην μέση του οικονομικού διαδρόμου Hong Kong-Guangzhou, στην επαρχία της Καντόνας, η πόλη συγκέντρωσε μεγάλες επενδύσεις από την Ταϊβάν και το Χονγκ-Κονγκ και εκατομμύρια εσωτερικούς μετανάστες εργάτες για να καλύψουν τις θέσεις εργασίας που άνοιξαν σε συνθήκες άγριας εκμετάλλευσης. Βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή που βρέχει ο ποταμός των Μαργαριταριών, που είναι από τους μεγαλύτερους πόλους ξένων επενδύσεων και αστικοποίησης στην χώρα.

Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει από τα τέλη του 2001. Εκατοντάδες εργοστάσια άρχισαν να κλείνουν για να μετακομίσουν σε άλλες κινέζικες περιοχές με φτηνότερα μεροκάματα ή για να φύγουν εντελώς από την χώρα εξαιτίας τις παγκόσμιας κρίσης που αναπτύχθηκε ταχύτατα τα τελευταία χρόνια. Μόνο το 2007, χίλια εργοστάσια, το ένα πέμπτο δηλαδή του συνόλου που έκλεισαν στην Κίνα, ήταν εγκαταστημένα στην ευρύτερη περιοχή της Dongguan, και τα περισσότερα από αυτά στην Houjie. Ξαφνικά χιλιάδες μετανάστες εργάτες βρέθηκαν στο δρόμο αναγκασμένοι ή να επιστρέψουν στα σπίτια τους ή να ακολουθήσουν τους νέους δρόμους των πολυεθνικών. Χωρίς καμία κρατική υποστήριξη αυτοί οι εργάτες βρίσκονται σε μια διαρκή κατάσταση απελπισίας και αδιεξόδου και συχνά ξεσπούν σε οργισμένες κινητοποιήσεις. Μόλις τον περασμένο Νοέμβριο, χιλιάδες εργαζόμενοι στη φίρμα κατασκευής ηλεκτρονικών Hong Kong-Alco Holdings Ltd. συγκλόνισαν την πόλη με μαζικές διαδηλώσεις και αποκλεισμούς δρόμων διαμαρτυρόμενοι για την μείωση των μισθών που αποφάσισε η διεύθυνση της εταιρίας.

Όσο πλησιάζει η ημέρα έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο πληθαίνουν τα «αποκαλυπτικά» ρεπορτάζ των δυτικών ΜΜΕ για την αληθινή κατάσταση των εργαζόμενων στην Κίνα. Ένας συνδυασμός της πάγιας ανταγωνιστικής εμπορικής πολιτικής με ανθρωπιστικό προσωπείο των Δυτικών με την προσπάθεια να υπονομευτεί η εικόνα της Κίνας, για την οποία το καθεστώς πολλά ποντάρει στην φετινή Ολυμπιάδα. Διπλή υποκρισία και επιλεκτική προσέγγιση. Τόσο γιατί οι δυτικές πολυεθνικές είναι πρωταθλητές στην εκμετάλλευση των Κινέζων εργατών με την υποστήριξη φυσικά του καθεστώτος του Πεκίνου. Όσο και γιατί το ενδιαφέρον τους εξαντλείται μόνο μέχρις εκεί που πετυχαίνουν οι προπαγανδιστικοί στόχοι των δυτικών κυβερνήσεων. Δεκάρα δεν δίνουν για τα πραγματικά συμφέροντα των εκατομμυρίων εργατών στην Καντόνα και αλλού, που όταν θα φωτίζεται ο ουρανός του Πεκίνου στην έναρξη των Αγώνων αυτοί θα βρίσκονται κρυμμένοι στο σκοτάδι.


* Για τα χιλιάδες θύματα από τα λουκέτα των επιχειρήσεων και την τύχη των εσωτερικών μεταναστών εργατών στην Houjie, ενδιαφέρον είναι το δίωρο σχεδόν ντοκιμαντέρ των κινέζων δημοσιογράφων Zhou Hao και Ji Jianghong, παραγωγής 2002, με τίτλο « Houjie Township» που παρουσιάστηκε από τότε σε πολλά φεστιβάλ στο εξωτερικό και βραβεύτηκε. Αρκετές φορές η κάμερα βρίσκεται στα χέρια των εργατών που καταγράφουν οι ίδιοι τη ζωή και τα βάσανά τους. Η φωτογραφία είναι δανεισμένη από αυτό το φιλμ.

21 Ιουν 2008

Winchester –Μασαχουσέτη. Ιερόσυλοι κλέφτες χαλκού

 

Ο πενήντα επτάχρονος Φρεντ Μπένσον ήταν διπλά άτυχος, από τις αρχές του χρόνου. Για πάνω από είκοσι χρόνια νεωκόρος στην επισκοπική εκκλησία των Επιφανίων στην ομώνυμη ενορία, στο Winchester, ανακάλυψε με έκπληξη ένα χιονισμένο πρωινό στα μέσα του Φλεβάρη, πως είχαν εξαφανιστεί όλες οι υδρορροές και κάθε τι μεταλλικό από τις εξωτερικές όψεις της εκκλησίας καθώς και κομμάτια από τα μεταλλικά σημεία της στέγης. Η κακοτυχία συμπληρώθηκε όταν στην προσπάθεια του, μερικές ημέρες μετά, να αποκαταστήσει τις ζημιές στην οροφή, έπεσε από ψηλά με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να μείνει για ένα μήνα στο κρεβάτι. Στα τοπικά μέσα της πόλης, ο νεωκόρος παρουσιάστηκε σαν το πρώτο ανθρώπινο θύμα των κλεφτών χαλκού, οι οποίοι εκείνη τη βραδιά, ξήλωσαν χάλκινους σωλήνες και από το δημοτικό ωδείο και το κτίριο μιας άλλης ενορίας.
Η μικρή πόλη των είκοσι, περίπου, χιλιάδων κατοίκων, κυρίως λευκών με ιρλανδέζικη καταγωγή, που βρίσκεται στην κομητεία Middlesex της Μασαχουσέτης, περίπου οκτώ μίλια βόρεια της Βοστόνης δεν έχει καμία σχέση με τα σκληρά αμερικάνικα αστικά κέντρα της υψηλής εγκληματικότητας. Περνά ήσυχα τις ημέρες της, με ένα μέσο οικογενειακό εισόδημα αρκετά καλό για τα δεδομένα της αμερικάνικης υπαίθρου και με πολύ χαμηλό το ποσοστό των ανθρώπων που ζούνε κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας. Όσο για την εκκλησία με τον πύργο δίπλα της που αποτελεί σήμα κατατεθέν της πόλης, πέρυσι γιόρτασε τα εκατό χρόνια από τότε που κτίστηκε, με αρκετές εκδηλώσεις και με ένα πρόγραμμα δωρεών για τον εκσυγχρονισμό του καμπαναριού της.
Το περιστατικό αν και ασυνήθιστο για την μικρή πόλη είναι πλέον μέρος ενός καθημερινού φαινομένου στις Ενωμένες Πολιτείες, που απλώνεται γοργά σαν επιδημία τα τελευταία χρόνια. Από παντού σχεδόν τα αστυνομικά δελτία αναφέρουν συνεχείς κλοπές χάλκινων και άλλων μεταλλικών αντικειμένων, από σπίτια, δημόσια κτίρια, δρόμους και ηλεκτρικές ή τηλεφωνικές εγκαταστάσεις. Με την τιμή του χαλκού να έχει τετραπλασιαστεί, η παράνομη πώλησή του για ανακύκλωση αποτελεί πλέον μια προσοδοφόρα ασχολία για τους ανθρώπους που βρίσκονται στη σκοτεινή πλευρά της αμερικάνικης κοινωνίας. Σε περιοχές μάλιστα που πλήττονται από φυσικές καταστροφές, όπως για παράδειγμα στη Νέα Ορλεάνη αλλά και σε γειτονιές πολλών πόλεων που οι ένοικοι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους εξαιτίας της αδυναμίας τους να πληρώσουν τα στεγαστικά δάνεια, αυτού του τύπου οι λεηλασίες είναι πολύ συνηθισμένη κατάσταση. Όχι λίγες φορές πάλι, η διακοπή των τηλεφωνικών συνδέσεων και του ηλεκτρικού οφείλεται σε κλοπές μεταλλικού υλικού και στο ξήλωμα χάλκινων καλωδίων. Ανεπίσημα μάλιστα υπολογίζονται σε πάνω από δέκα οι άνθρωποι που στην προσπάθεια τους να αποσυνδέσουν ηλεκτροφόρα καλώδια σκοτώθηκαν σε όλη τη χώρα τα τελευταία δύο χρόνια. Μια επίσης προσοδοφόρα κλοπή είναι αυτή των καταλυτών από τα αυτοκίνητα με σκοπό την απόσπαση των κομματιών από λευκόχρυσο, που και αυτού η τιμή έχει εκτοξευθεί στα ύψη, ενώ στο Σεντ Λούις, οι κλέφτες μετάλλων έφτασαν να αρπάξουν όλα τα κλιματιστικά από ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για φτωχά παιδιά. Η ραγδαία εξάπλωση των κρουσμάτων έχει οδηγήσει μάλιστα ορισμένες πολιτείες να επιβάλλουν στις εταιρείες ανακύκλωσης να ελέγχουν σχολαστικά τη νόμιμη προέλευση των υλικών που αγοράζουν.
Το κυνήγι των μετάλλων για ανακύκλωση σαν πηγή εισοδήματος από τους φτωχούς που εξωθούνται στην παρανομία, δεν είναι μόνο αμερικάνικο φαινόμενο. Σχεδόν παντού στον κόσμο, τόσο στις φτωχές χώρες αλλά και στον πλούσιο Βορρά, τα υλικά από χαλκό, αλουμίνιο και άλλα μέταλλα έχουν μετατραπεί, εξαιτίας της κατακόρυφης αύξησης της τιμής τους, σε πηγή επιβίωσης και καταφύγιο σε μια περίοδο που η φτώχεια αναπτύσσεται ραγδαία. Αρκετοί μάλιστα εκτιμούν πως το διεθνές εμπόριο κλεμμένου σκραπ έχει αυξηθεί δραματικά τον τελευταίο καιρό, με την Κίνα και άλλες χώρες της Ασίας να πρωταγωνιστούν σε αγορές χιλιάδων τόνων για τα έργα ανοικοδόμησης ακόμα και αυτά των Ολυμπιακών Αγώνων.

* Τις ίδιες περίπου ημέρες με την κλοπή στο Winchester, στα Χανιά στην περιοχή του Ταυρωνίτη οι κάτοικοι έμειναν χωρίς τηλέφωνα γιατί άγνωστοι έκοψαν τα καλώδια του ΟΤΕ στην γέφυρα του Σκουτελώνα και άρπαξαν τα εκατό κιλά χαλκού που τα τύλιγε. Υπολογίζεται πως στην αγορά ο συγκεκριμένος τύπος χαλκού πουλιέται προς τέσσερα ευρώ το κιλό.

7 Ιουν 2008

La Saline- Αϊτή. Μπισκότα από χώμα

Μπορεί να μην είναι φημισμένη όπως η Σιτέ Σολέιγ, αλλά δεν υπολείπεται καθόλου σε αθλιότητα, η παραγκούπολη La Saline, βόρεια του κέντρου του Πορτ-ο-Πρενς, δυτικά της μεσοαστικής Delmas, δίπλα στην Bel-Air και την Martissant, στις παρυφές του τρομερού Fort Dimance, που για δεκαετίες χρησιμοποιήθηκε από τους Ντυβαλιέ σαν φυλακή και άντρο βασανιστηρίων.

Στα στενά βρώμικα σοκάκια της παραγκούπολης αλλά και στις λιγοστές ταράτσες, ακόμη και στην οροφή του φρουρίου, ψήνονται στον ήλιο χιλιάδες στρογγυλά, υποκίτρινα στο χρώμα, μπισκότα, που αμέσως μετά πουλιούνται στην λαϊκή αγορά της παραγκούπολης αλλά και σε πολλά σημεία της πρωτεύουσας.

Φτιαγμένα από ασβεστούχο χώμα που προέρχεται κυρίως από την γύρω περιοχή της πόλης Hinche, στα σύνορα με την Δομινικανή Δημοκρατία, νερό, χορταρικά και αλάτι, τα «βρώμικα μπισκότα», όπως είναι γνωστά, ενώ παλιότερα τρώγονταν μόνο από τις πολύ φτωχές έγκυες γυναίκες για την πρόσληψη ασβεστίου, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει καταφύγιο καθημερινής διατροφής για πολλές χιλιάδες απεγνωσμένους Αϊτινούς. Ειδικά από πέρυσι τον Δεκέμβριο, που η τιμή του ρυζιού εκτοξεύτηκε στα ύψη, γεγονός που οδήγησε στην έσχατη πείνα εκατομμύρια Αϊτινούς που ξέσπασαν φέτος τον Απρίλη σε άγριες διαδηλώσεις και λεηλασίες, τα μπισκότα από χώμα έγιναν περιζήτητα αποτελώντας το σύμβολο της εξαθλίωσης και της διατροφικής κρίσης στην χώρα αυτή της Καραϊβικής.


Για τους οκτώ από τους δέκα Αϊτινούς, που ζούνε με λιγότερο από ένα δολάριο εισόδημα την ημέρα τα εξήντα σεντς που χρειάζονται για την αγορά δυο φλιτζανιών ρυζιού (αύξηση 50% σε ένα χρόνο) αποτελεί απαγορευτικό όριο. Σε αντίθεση με τα μπισκότα από χώμα που παρότι και αυτών η τιμή αυξήθηκε (η εκατοντάδα από 1,5 δολάριο έφτασε τα 5 δολάρια!) εξαιτίας της μεγάλης ζήτησης, τα πέντε σεντς που χρειάζονται για την αγορά ενός από αυτά καταφέρνει να διασκεδάσει την καθημερινή πείνα και να τους επιτρέψει να κοιμηθούν χωρίς το άσχημο αίσθημα σαν αυτό όταν πίνεις Clorox. (Clorox, είναι μια γνωστή μάρκα χλωρίνης, με την οποία οι Αϊτινοί παρομοιάζουν το αίσθημα που δημιουργεί το άδειο, για ημέρες, στομάχι).

Η πρώτη αφρό-αμερικάνικη δημοκρατία στην ιστορία, που το 2004 γιόρτασε με άγριες διαδηλώσεις τα διακόσια χρόνια της ανεξαρτησίας της, είναι σήμερα η φτωχότερη στην αμερικάνικη ήπειρο και ουσιαστικά υπό κατοχή από στρατεύματα του ΟΗΕ που στάλθηκαν κατ’ απαίτηση της Ουάσιγκτον, η οποία ενδιαφέρεται σταθερά να μην ξεφύγουν οι εξελίξεις από τον έλεγχό της. Μέχρι την δεκαετία του Ογδόντα η χώρα, που καταλαμβάνει το ανατολικό μισό του νησιού Ισπανιόλα, με 8,2 εκατομμύρια κατοίκους, είχε επάρκεια στην παραγωγή ρυζιού. Έκτοτε, ύστερα από εντολές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κατάργησε τους εισαγωγικούς δασμούς και μετατράπηκε σε καθαρό εισαγωγέα. Τότε οι οικονομικοί οργανισμοί της Δύσης και ειδικά οι Αμερικάνοι υπόσχονταν στους δύστυχους Αϊτινούς πως θα μετατρέψουν την χώρα σε Ταϊβάν της Καραϊβικής με την έλευση επενδύσεων στον μεταποιητικό τομέα και το άνοιγμα θέσεων για εργασία για τους ξεκληρισμένους αγρότες. Τελικά όμως τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά. Για τους Αμερικάνους παραγωγούς η Αϊτή έγινε ένας από τους καλύτερους πελάτες πλέον, μιας και αποτελεί την τέταρτη σε μέγεθος εξαγωγική αγορά του αμερικάνικου ρυζιού. Οι μικροί αγρότες-καλλιεργητές ρυζιού στην εύφορη κοιλάδα Artibonite καταστράφηκαν και συνέρευσαν, όπως και χιλιάδες άλλοι αγρότες, στα αστικά κέντρα και στις παραγκουπόλεις χωρίς να βρίσκουν δουλειά γιατί οι επενδύσεις δεν ήρθαν ή όσες λιγοστές ήρθαν πληρώνουν εξευτελιστικά μεροκάματα. Και η πλειοψηφία των Αϊτινών βυθίστηκε στην έσχατη μιζέρια, γυρνώντας στα προϊστορικά χρόνια τότε που η γεωφαγία ήταν διαδεδομένη.

* Ο γενικός γραμματέας του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), Ζακ Ντιούφ, στην Ρώμη, που πριν λίγες ημέρες φιλοξένησε την σύνοδο κορυφής του οργανισμού, ανήγγειλε το τέρμα των λόγων και την έναρξη των πράξεων σχετικά με την αυξανόμενη πείνα στον πλανήτη. Την ίδια στιγμή μια γνωστή αμερικάνικη ΜΚΟ, η «Bright Hope International», στέλνει σακουλάκια με έξι μπισκότα αργίλου, μέσω του διαδικτύου, σε υποψήφιους δωρητές για να προκαλέσει συγκίνηση και βοήθεια για τους πεινασμένους Αϊτινούς. Όση αξία και αποτελεσματικότητα θα έχει η εκστρατεία των «βρώμικων μπισκότων» άλλη τόση θα έχουν και οι εξαγγελίες του επικεφαλής του FAO και των φιλεύσπλαχνων δυτικών ηγετών που ενδιαφέρθηκαν για την παγκόσμια πείνα, ενόψει της διάσκεψης στην ιταλική πρωτεύουσα.

24 Μαΐ 2008

Chhattisgarh-Ινδία. Η περιπέτεια του «ξυπόλυτου» γιατρού

 

Ο Binayak Sen είναι ο πιο διάσημος τρόφιμος των κεντρικών φυλακών στο Ραϊπούρ. Ο πενηνταδιάχρονος παιδίατρος φυλακίστηκε με την κατηγορία της υποστήριξης του ναξαλίτικου αντάρτικου, που σε αυτό το ινδικό κρατίδιο και ειδικά στα δάση των οροπεδίων του νότου, διατηρεί ισχυρές βάσεις εξόρμησης.
Ο Sen απέκτησε τη φήμη του σε όλη σχεδόν την Ινδία από τις επίμονες προσπάθειές του να οργανώσει δίκτυα υγειονομικής υποστήριξης, ιατρεία και νοσοκομεία ειδικά στο νότο του Chhattisgarh για τους φτωχούς πληθυσμούς των αυτοχθόνων φυλών που κατοικούν στην ύπαιθρο και τους εργάτες στα ορυχεία. Εξαιτίας των δράσεων του γιατρού και της γυναίκας του Ιλίνας η ελονοσία και άλλες ασθένειες γνώρισαν σημαντική μείωση και οι φτωχοί αγρότες σε πολλές περιοχές απέκτησαν πρόσβαση σε ιατρικές υπηρεσίες, φάρμακα και εμβόλια. Γυρνώντας στα χωριά ο γιατρός διαπίστωσε πως εκτός από την αθλιότητα οι αυτόχθονοι έχουν να αντιμετωπίσουν και την κυβερνητική τρομοκρατία, που ειδικά από το 2000 και μετά πήρε τρομακτικές διαστάσεις, με το πρόσχημα της αντιμετώπισης των μαοϊκών ανταρτών. Ιδρυτικό μέλος και επικεφαλής της Λαϊκής Ένωσης για τις Πολιτικές Ελευθερίες (PUCL), ο γιατρός έκανε ένα ασυγχώρητο έγκλημα. Υπερασπίστηκε την αλήθεια καταγγέλλοντας πως οι κρατικές αρχές του Chhattisgarh, μαζί με την παραστρατιωτική συμμορία Salwa Judum, που αυτές οργάνωσαν και εξοπλίζουν, εξασκούν μια πολιτική αιματηρής καταστολής και βίαιας εκτόπισης των αυτόχθονων από τις περιοχές τους, με σκοπό την απομόνωση του αντάρτικου και κυρίως την λεηλασία της γης και των φυσικών πόρων από τις πολυεθνικές και την ινδική ελίτ.




H Bastar, η Kanker και η Dantewada είναι τρεις από τις δεκαέξι επαρχίες του ινδικού κρατιδίου του Chhattisgarh, που βρίσκεται στην κεντρική Ινδία, και αντιμετωπίζουν την βίαιη εκστρατεία των κρατικών και παρακρατικών δυνάμεων. Ακριβώς σε αυτές τις περιοχές ο ξυπόλυτος γιατρός ανέπτυξε την δράση του. Το Chhattisgarh, που πριν το 2000 αποτελούσε μέρος του Madhya Pradesh, και το όνομα του στα ινδικά σημαίνει τριάντα έξι οχυρά, αναφορά στα ισάριθμα πριγκηπικά κράτη της περιοχής στο παρελθόν, είναι τμήμα της μεγάλης ζώνης που οι ναξαλίτες διατηρούν ισχυρές βάσεις. Η περιοχή στα νότια, που καταλαμβάνουν οι τρεις επαρχίες, πάνω στο οροπέδιο Decaan είναι γεμάτη δάση, τα οποία άλλωστε κυριαρχούν σχεδόν στην μισή έκταση του Chhattisgarh. Με πολύ πλούσιο υπέδαφος και πολλά νερά που μπορούν να παράξουν ηλεκτρική ενέργεια το κρατίδιο είναι ένας από τους σημαντικούς πόλους οικονομικής ανάπτυξης της Ινδίας με συγκέντρωση σημαντικών ινδικών και ξένων επενδυτικών προγραμμάτων ειδικά στην βιομηχανία εξόρυξης και κατεργασίας μεταλλευμάτων. Παρόλα αυτά οι ανισότητες είναι τρομακτικές, όπως άλλωστε και σε όλη την Ινδία. Το κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα δεν ξεπερνά τα διακόσια πενήντα δολάρια ενώ το 80% του πληθυσμού ζει στην ύπαιθρο και ασχολείται με τη γεωργία. Ειδικά στον νότο, στις τρεις επαρχίες αλλά και σε μερικές άλλες, πλειοψηφούν οι ιθαγενικές φυλές, γνωστές σαν Αντιβάζις, Μουλαβάζις, Βαναβάζις ή Girijans, ανάλογα με την περιοχή που κατοικούν. Η μεγάλη πλειοψηφία των αυτοχθόνων, που στην απογραφή του 2001 υπολογίζονται σε ογδόντα τέσσερα εκατομμύρια, δηλαδή το 8,3% του συνολικού πληθυσμού της Ινδίας, είναι συγκεντρωμένοι στα κεντρικά της χώρας. Όλοι σχεδόν ζούνε σε καθεστώς απόλυτης ένδειας και η Dantewada κρατά τα πρωτεία σε αυτήν την αθλιότητα.
Αυτή την περιοχή επέλεξαν να βάλλουν στόχο ινδικές και πολυεθνικές εταιρίες, αρπάζοντας τη γη των αυτοχθόνων και προσπαθώντας να τους εκτοπίσουν από τα δάση. Τα συμφέροντα αυτά ενόχλησε η δράση και οι καταγγελίες του Sen και γι’ αυτό τον αλυσόδεσαν στην φυλακή για να φιμώσουν την φωνή του.

* Το φετινό Απρίλη ο κρατούμενος έλαβε το βραβείο Τόμας Μαν από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Υγείας, για τη δράση του στους τομείς της δημόσιας υγείας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων ενώ στην πρώτη επέτειο της φυλάκισής του, στις 14 του Μάη, είκοσι δύο νομπελίστες, ζήτησαν από τον Ινδό πρωθυπουργό και τις τοπικές αρχές του Chhattisgarh την άμεση απελευθέρωση του.

10 Μαΐ 2008

Mina Gallo, Βόρεια Κολομβία Ο χρυσός σκοτώνει τους καμπεσίνος

 

Τα βουνά San Lucas ανήκουν στην κεντρική κορδιλιέρα των Άνδεων η οποία ξεκινά από τη νότια Κολομβία και συνεχίζει προς βορρά κατά μήκος του Río Magdalena. Το ποτάμι διασχίζει για πολλά χιλιόμετρα τη βόρεια επαρχία της χώρας, Μπολιβάρ, μια μακρόστενη λωρίδα γης που εκτείνεται στον βορρά της Κολομβίας ως την ακτή της Καρθαγένης στην Καραϊβική, κουβαλώντας στον χρόνο μια βαριά ιστορική κληρονομιά μιας και είναι μια από τις πρώτες εννέα πολιτείες των Ενωμένων Πολιτειών της Κολομβίας που δημιουργήθηκαν το 1863.
Σε αυτά τα βουνά είναι σκαρφαλωμένο το Μina Gallo, μια μικρή κοινότητα αγροτών και χρυσωρύχων και ένα από τα δεκαοκτώ τέτοια χωριά, που παρότι απομακρυσμένα μεταξύ τους, δημιουργούν μια φτωχή κοινωνία ιθαγενών και μεταναστών από άλλες περιοχές της χώρας που είναι δεμένοι με την εξόρυξη του χρυσού και τις αγροτικές εργασίες. Αυτά, μέχρι την ώρα που οι βόρειο-αμερικάνικες πολυεθνικές ανακάλυψαν πως μπορούν να βγάλουν κέρδη από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων. Από τα μέσα της δεκαετίας του Ενενήντα διεξάγεται στην περιοχή μια σιωπηλή σκληρή σύγκρουση. Η σύγκρουση αυτή κορυφώθηκε από τότε που η AngloGold Ashanti και η θυγατρική της Kedhada SA, σε συνεργασία με την κυβέρνηση στην Μπογκοτά αποφάσισαν να επενδύσουν. Από τότε, οι άνθρωποι σε αυτές τις κοινότητες αντιμετωπίζουν μια από τις πιο άγριες πολιτικές βίας του Κολομβιανού καθεστώτος, το οποίο προσπαθεί να τους αρπάξει την γη και να τους διώξει από τις στοές των ορυχείων. Αφού πρώτα θεώρησε παράνομες της άδειες εξόρυξης, επέλεξε την πολιτική της ανοικτής βίας. Με αιχμή την μονάδα Nueva Granada, που ανήκει στην πέμπτη ταξιαρχία του στρατού και τις σκληρές παραστρατιωτικές ένοπλες συμμορίες, η Μπογκοτά έχει εξαπολύσει ένα πογκρόμ δολοφονιών, εξαφανίσεων, μαζικών συλλήψεων και επιδρομών στα χωριά. Κύριος στόχος τα ηγετικά στελέχη των ενώσεων των χρυσωρύχων, προσδοκώντας πως με αυτόν τον τρόπο θα κάμψουν την αντίσταση των καμπεσίνος και θα τους εξαναγκάσουν σε φυγή.
Η τρομοκρατία πήρε πιο άγρια μορφή από τις αρχές του 2006, με συνεχείς στρατιωτικές επιδρομές, ενώ τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου οι στρατιώτες δολοφόνησαν τον ηγέτη της ένωσης των καμπεσίνος Fedagromisbol, Alejandro Uribe Chacon, όταν αυτός επέστρεφε στο Mina Gallo, ύστερα από μια περιοδεία στα χωριά. Στην κατακραυγή που ξεσήκωσε η ψυχρή δολοφονία του ο στρατός αντέτεινε τη συνήθη δικαιολογία. Πως ο Chacon ήταν οπλισμένος και πως διατηρούσε σχέσεις με το αντάρτικο του Εθνικού Στρατού Απελευθέρωσης (ELN), τη δεύτερη σε δύναμη αντάρτικη οργάνωση στην χώρα. Από τότε η καταδίωξη των νέων ηγετών της Ένωσης συνεχίζεται δίχως σταματημό, ενώ πυκνώνουν οι στρατιωτικές δυνάμεις μαζί με ειδικές ομάδες της αστυνομίας και των υπηρεσιών πληροφοριών που κάνουν επιχειρήσεις στα χωριά.
Η Κολομβία με την πλήρη υποστήριξη και παρακίνηση της Ουάσιγκτον έχει μετατραπεί σε μια απίστευτη κόλαση βίας και τρομοκρατίας και η λευκή ελίτ που την κυβερνά φιλοδοξεί να την μετατρέψει σε ένα λατινοαμερικάνικο Ισραήλ ενάντια σε όλους τους λαούς της περιοχής και φυσικά ενάντια στην πλειοψηφία των Κολομβιανών που ζούνε σε συνθήκες φτώχειας και τρομακτικών ανισοτήτων. Σε πείσμα όμως των Γιάνκηδων που στέλνουν αφειδώς δολάρια και στρατιωτικούς συμβούλους, για να ενισχύσουν το καθεστώς και τον τελευταίο εκλεκτό τους, τον δολοφόνο Ουρίμπε, όπως και οι φτωχοί καμπεσίνος στη νότια Μπολιβάρ έτσι και μεγάλο τμήμα των Κολομβιανών συνεχίζουν να αντιστέκονται είτε ένοπλα στην ύπαιθρο είτε με μαζικούς σκληρούς αγώνες στις πόλεις.

* Στα τέλη του περασμένου Απρίλη κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο η απεγνωσμένη έκκληση του νέου προέδρου της Ενωσης Fedagromisbol, Teófilo Acuña, που για λόγους προσωπικής ασφάλειας έχει καταφύγει στην πρωτεύουσα και ο οποίος καλεί σε διεθνή υποστήριξη για την προστασία των χωριών από την στρατιωτική βία.

19 Απρ 2008

Limpopo - Νότια Αφρική Λευκόχρυσος εναντίον ανθρώπων

 

Η Rose Thlotse είναι σαράντα πέντε χρόνων και μητέρα έξι παιδιών. Αγρότισσα από μικρή ηλικία ζει τώρα δίχως νερό, με κομμένο ηλεκτρικό και χωρίς άλλες υποδομές μαζί με λιγοστές ακόμη οικογένειες στο εγκαταλειμμένο χωριό της, αρνούμενη να υποκύψει στις πιέσεις και τους εκβιασμούς των κυβερνητικών υπηρεσιών και της αστυνομίας. Εμπορεύεται τα λιγοστά προϊόντα που παράγει ενώ ο άντρας της, εργάτης ορυχείου, παραμένει άνεργος. Οι συγχωριανοί της Rose μετακινήθηκαν αναγκαστικά και ύστερα από συγκρούσεις με τις κυβερνητικές δυνάμεις και συνεχείς διώξεις, σε ένα πρόσφατα χτισμένο οικισμό, στο Sterkwater, δέκα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό GΑ-Pila. Από την αρχή σχεδόν αντιμετωπίζουν ψηλά ποσοστά ανεργίας και μεγάλης φτώχειας, ελλείψεις στις υποδομές και μεγάλα προβλήματα στον τομέα της κοινωνικής προστασίας και της εκπαίδευσης. Η επαρχία Limpopo, στην οποία ανήκει το χωριό, είναι από τις φτωχότερες της χώρας, με μέσο ετήσιο κατά κεφαλή εισόδημα το μισό περίπου το εθνικού μέσου όρου που προέρχεται κυρίως από την αγροτική παραγωγή.
Το GΑ-Pila -που τώρα είναι ένα φάντασμα- ήταν μια όμορφη αγροτική κωμόπολη χτισμένη πάνω σε ένα εύφορο έδαφος με πετυχημένες συγκομιδές φασολιών, φιστικιών, κολοκυθιών και ζαχαροκάλαμου, στην οποία κατοικούσαν μέχρι τον Αύγουστο του 2001, έξι χιλιάδες άνθρωποι κυρίως της φυλής Langa. Στην περιοχή που οι λευκοί άποικοι ονόμασαν Βόρειο Τράνσβαλ, και μόλις το 2003, η αντίστοιχη επαρχία πήρε το αφρικάνικο όνομα Limpopo, από το ομώνυμο ποτάμι στην βόρεια άκρη της Νότιας Αφρικής, στα σύνορα με την Ζιμπάμπουε και την Μοζαμβίκη, το GΑ-Pila, είναι ένα από τα πολλά χωριά, που η πολυεθνική Anglo Platinum και η κυβέρνηση της χώρας επέβαλλαν να μεταφερθούν για να σκαφθεί το έδαφος τους. Το ορυχείο λευκόχρυσου PPL, επεκτείνεται συνεχώς, σε μια περίοδο που η τιμή του ανεβαίνει φέρνοντας κέρδος στους μετόχους της εταιρίας και απόγνωση στους ντόπιους ανθρώπους που αντί για ευλογία, το πλούσιο υπέδαφος μετατράπηκε σε κατάρα γι’ αυτούς. Η ασταμάτητη εξόρυξη και η επεξεργασία έχει μολύνει ανεπανόρθωτα τα γύρω ποτάμια και τα υπόγεια νερά αναγκάζοντας τους ντόπιους να αγοράζουν ακριβά το πόσιμο νερό μεταφέροντάς το από μακριά για να αποφύγουν τα σημαντικά προβλήματα υγείας, τις στομαχικές ασθένειες και τους καρκίνους που δημιουργεί η μόλυνση. Τα νιτρικά άλατα και οι χημικές ουσίες που βοηθάνε στην κατεργασία του ορυκτού έχουν επιδράσει αρνητικά στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και μαζί με την έλλειψη νερού έχουν απομειώσει την αγροτική παραγωγή. Υπολογίζεται πως πάνω από δεκαεπτά χιλιάδες άνθρωποι στην γύρω περιοχή, αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα με την ποιότητα και την ποσότητα του πόσιμου νερού.
Η πολυεθνική διατείνεται, σε πείσμα της αλήθειας, πως το πρόγραμμα μετεγκατάστασης βοήθησε τους αγρότες και καλυτέρεψε την ζωή τους. Στην πραγματικότητα όμως οι παλιοί ελεύθεροι αγρότες, μετατράπηκαν σε μικρούς καλλιεργητές μερικών λαχανόκηπων στις καινούριες εκτάσεις, και η ανεργία των περισσότερων, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος ζωής, εξανέμισε τα οικονομικά επιδόματα που πήραν στην αρχή.
Με το 90% των παγκόσμιων αποθεμάτων λευκόχρυσου να βρίσκονται στα σπλάχνα της Νότιας Αφρικής, η Anglo Platinum κατέχει ηγετική θέση στον τομέα, με τεράστια κέρδη και αποφασιστική δύναμη επιρροής στην κυβέρνηση της χώρας. Έχοντας έναν μέσο ετήσιο όρο είκοσι θανάτους εργατών στα ορυχεία της έδειξε το τελευταίο διάστημα να ενοχλείται από τα απανωτά δημοσιεύματα των δυτικών ΜΜΕ για την συμπεριφορά της στην περιοχή του Limpopo. Φρόντισε να απαντήσει με μια ανακοίνωση που προσπαθεί να συγκαλύψει την πραγματικότητα και να διασκεδάσει τις εντυπώσεις. Οι άνθρωποι όμως στα χωριά και κυρίως αυτοί που ακόμα αντιστέκονται στο GΑ-Pila έχουν εντελώς διαφορετική γνώμη.

* Η κατάσταση στα χωριά του Limpopo ήρθε ξανά στο προσκήνιο ύστερα από τη δημοσίευση μιας έκθεσης της ΜΚΟ Actionaid. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.actionaid.gr/ActionAid.AngloPlats.MiningReport.pdf, είναι διαθέσιμη για περισσότερες πληροφορίες.

5 Απρ 2008

Makoko –Λάγκος. Οι ξυλοπόδαρες καλύβες που καπνίζουν

Ακόμα και από τις δορυφορικές φωτογραφίες, η Makoko, αποπνέει μια -δύσκολα να κρυφτεί από την μεγάλη απόσταση- μιζέρια και βρωμιά. Στις όχθες της λιμνοθάλασσας του Λάγκος, ακριβώς απέναντι από την γιγαντιαία γέφυρα Third Mainland (την μεγαλύτερη της Αφρικής) που ενώνει με τα δώδεκα περίπου χιλιόμετρα της, την περιοχή Oworonshoki με το νησί Adeniji Adele, οι ξύλινες και μεταλλικές καλύβες της Makoko, που στέκονται με ξυλοπόδαρα μέσα στο βρώμικο νερό, στεγάζουν πάνω από εικοσιπέντε χιλιάδες ψυχές, δημιουργώντας μια από τις πιο άθλιες παραγκουπόλεις της παλιάς πρωτεύουσας της Νιγηρίας.

Παλιό ψαροχώρι, η περιοχή άρχισε να συγκεντρώνει από την δεκαετία του Εβδομήντα, εσωτερικούς μετανάστες αλλά και άλλους από τις γειτονικές χώρες όπως το Μπενίν και το Τόγκο, με σκοπό την αναζήτηση εργασίας. Ακόμη και σήμερα οι περισσότεροι στην Makoko καταγίνονται με το ψάρεμα. Οι μεγάλοι βγαίνουν στα ανοιχτά, στα νερά του Ατλαντικού, με τις ξύλινες βάρκες για να ψαρέψουν και τα παιδιά με τις γυναίκες ανάβουν φωτιές για να καπνίσουν τα ψάρια, μια πατροπαράδοτη μέθοδος συντήρησης που επιτρέπει για μεγάλο χρονικό διάστημα την πώλησή τους, στις αγορές του Λάγκος. Όπως και στις άλλες εκατοντάδες (πάνω από διακόσιες) παραγκουπόλεις του Λάγκος, που συνεχίζει να είναι η οικονομική πρωτεύουσα της χώρας, το ηλεκτρικό είναι μεγάλη πολυτέλεια, το πόσιμο νερό αγοράζεται σε ψηλές τιμές από τους φτωχούς Νιγηριανούς και το αποχετευτικό δίκτυο είναι ανύπαρκτο. Αποτέλεσμα, μια συνεχής ανακύκλωση των επιδημιών που μαζί με το Aids, διατηρούν σε ψηλά ποσοστά τη θνησιμότητα ειδικά στις μικρές ηλικίες. Παράλληλα η εγκληματικότητα είναι μια καθημερινή κατάσταση, απότοκος της μεγάλης φτώχειας σε μια χώρα που οι πλούσιες πλουτοπαραγωγικές πηγές της και ειδικά το πετρέλαιο, λαφυραγωγούνται από τις ξένες πολυεθνικές και μια ελάχιστη μειοψηφία Νιγηριανών που ελέγχουν ένα διεφθαρμένο καθεστώς. Στους λαβύρινθους που σχηματίζουν οι καλύβες στην Makoko οι νεανικές συμμορίες ελέγχουν την καθημερινή ζωή και οι κρατικές αρχές σπάνια εμφανίζονται. Όταν κάνουν την εμφάνισή τους, όπως τον Απρίλη του 2005, συνοδεύονται από μπουλντόζες με σκοπό να κατεδαφίσουν τις καλύβες και να αποδώσουν την περιοχή σε ορισμένους πλούσιους Νιγηριανούς γαιοκτήμονες που διατείνονται πως κατέχουν τίτλους ιδιοκτησίας. Αυτά, με την οικονομική υποστήριξη προγραμμάτων της Παγκόσμιας Τράπεζας που δίνει λεφτά στην κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει δήθεν το στεγαστικό πρόβλημα των φτωχών Νιγηριανών. Εκείνες τις ημέρες πάνω από τρεις χιλιάδες κάτοικοι της Makoko, διώχτηκαν και οι καλύβες τους γκρεμίστηκαν.




Με οκτώμισι εκατομμύρια κατοίκους, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του 2006, από τις τριακόσιες χιλιάδες του 1950, το Λάγκος ακολουθεί την Ντάκα στις πιο ταχύτατα επεκτεινόμενες μεγαπόλεις του Τρίτου Κόσμου. Εάν οι ρυθμοί αυτοί διατηρηθούν αμείωτοι, έως το 2015, μελέτες υπολογίζουν πως η πόλη θα ξεπεράσει τα δεκαπέντε εκατομμύρια. Το πετρελαϊκό μπουμ σε συνδυασμό κυρίως με τα λεγόμενα Προγράμματα Δομικής Αναπροσαρμογής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δημιούργησαν μια τεράστια ροή φτωχού, ξεκληρισμένου αγροτικού πληθυσμού, στα αστικά κέντρα, πραγματικότητα που δεν είναι μόνο νιγηριανό φαινόμενο. Στη Νιγηρία πάντως, τα προγράμματα αυτά ευθύνονται για την έκρηξη της ακραίας φτώχειας από το 28% του συνολικού πληθυσμού το 1980, στο 66% το 1996. Το Λάγκος σύμφωνα με μια εκτίμηση αποτελεί τον μεγαλύτερο κόμβο, σε ένα διάδρομο αλλεπάλληλων παραγκουπόλεων που εκτείνεται από το Αμπιτζάν έως το Ιμπαντάν, αποτελώντας το μεγαλύτερο αποτύπωμα αστεακής φτώχειας στην Γη.


* Η στήλη συστήνει ανεπιφύλακτα το άρθρο του Mike Davis, «Ο πλανήτης των παραγκουπόλεων» στην ελληνική έκδοση του New Left Review (εκδόσεις Αγρα, 2006) με πολλές αναφορές στην περίπτωση του Λάγκος. Επίσης τη συλλογή διηγημάτων στα αγγλικά, του νιγηριανού Fidelis Balogun, με τίτλο «Αναπροσαρμοσμένες ζωές» που κυκλοφόρησε το 1995, και περιγράφει γλαφυρά την σύγχρονη καταστροφή της νιγηριανής κοινωνίας.

22 Μαρ 2008

Τρεντστάουν, Τζαμάικα. Και στην κόλαση …χορεύουν!

 

Στο δυτικό άκρο της πρωτεύουσας Κίνγκστον, η παραγκούπολη Τρεντστάουν συνεχίζει να αποτελεί ένα «βαρύ» όνομα για το μικρό νησί της Καραϊβικής και για τα δυόμισι περίπου εκατομμύρια Τζαμαϊκανούς που ζούνε σε αυτό. Στον 19ο αιώνα η περιοχή βρισκόταν στην κατοχή ενός Ιρλανδού γαιοκτήμονα, του James Trench, από τον οποίο πήρε, κατά πάσα πιθανότητα, το όχι τόσο ζηλευτό όνομά της. Μερικοί θεωρούν, αντίθετα, πως το όνομα στην περιοχή έδωσε ένας τεράστιος ανοικτός υπόνομος που διέσχιζε την περιοχή με τις καλύβες, που από τις αρχές του εικοστού αιώνα και ειδικά μετά το 1930 άρχισαν να φυτρώνουν γύρω από την χωματερή της πρωτεύουσας. Το σημερινό πρόσωπό της η Τρεντστάουν άρχισε να το παίρνει όταν μετά τον μεγάλο τυφώνα Τσάρλι, το 1951, ο όποιος σάρωσε τις καλύβες, οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα στέγασης για τους πληγέντες. Σταδιακά η παραγκούπολη έγινε πόλος έλξης των αγροτών που συνέρρεαν τις προηγούμενες δεκαετίες στην πόλη ψάχνοντας για δουλειά και σήμερα, σύμφωνα με τα επίσημα νούμερα, στην περιοχή κατοικούν τουλάχιστον είκοσι έξι χιλιάδες ψυχές, σε συνθήκες σχεδόν ίδιες με αυτές πριν εξήντα χρόνια.

Η παραγκούπολη, από την μία, είναι συνώνυμη με τις νεανικές συμμορίες και την μεγάλη εγκληματικότητα που μαστίζει την κοινωνία του νησιού, ειδικά από την δεκαετία του Εβδομήντα και μετά. Μια εγκληματικότητα που έγινε σταδιακά πολύ σκληρή, σαν αποτέλεσμα της μεγάλης φτώχειας αλλά και της μετατροπής της Τζαμάικα σε σταθμό των δρόμων της κοκαΐνης προς τον Βορρά. Παρά τις προσχηματικές κυβερνητικές προσπάθειες και την δήθεν ιεραποστολική δράση αρκετών δυτικών ΜΚΟ, η Τρεντστάουν παραμένει μια περιοχή, όπου βασιλεύει ο νόμος της ζούγκλας και οι δολοφονίες είναι καθημερινό φαινόμενο. Στο νησί οι δείκτες εγκληματικότητας είναι από τους ψηλότερους στον κόσμο, με τους θανάτους από αυτήν να ξεπερνούν τα χίλια άτομα κάθε χρόνο. Σημαντικό ρόλο στην επέκταση της βίας έχει παίξει και η βάρβαρη αντιμετώπιση των νεανικών συμμοριών από την αστυνομία, η οποία ευθύνεται για εκατοντάδες ψυχρές δολοφονίες μόνο τα τελευταία επτά χρόνια. Ένα εκρηκτικό μίγμα κρατικής διαφθοράς και διαπλοκής με το οργανωμένο έγκλημα μαζί με μια εκτεταμένη κοινωνική αποσύνθεση, αποτέλεσμα της απίστευτης φτώχειας, οι ρίζες της οποίας βρίσκονται στην ισχυρή εξάρτηση της χώρας από τα βορειοαμερικάνικα αφεντικά, έχουν μετατρέψει το παραδεισένιο νησί σε μια επίγεια κόλαση.

Η Τρεντστάουν, από την άλλη, είναι γνωστή σαν η πόλη όπου μεγάλωσε ο Robert Nesta Marley. Ο μικρός που αργότερα θα γίνονταν παγκόσμια γνωστός σαν Μπομπ Μάρλει, ήρθε στην παραγκούπολη μαζί με την μητέρα του, σε ηλικία λίγο πάνω από τα δέκα χρόνια, όταν πέθανε ο πατέρας του. Από την πρώτη στιγμή ο νεαρός τραγουδοποιός που έγινε συνώνυμο της μουσικής ρέγκε, μίλησε για την παραγκούπολη στα τραγούδια του. Το Trenchtown Rock και το No Woman, No Cry, είναι από τα γνωστότερα τραγούδια που μίλησαν για τους ανθρώπους της και συνεχίζουν να τους συνοδεύουν στην καθημερινή σκληρή ζωή τους.


* Κάθε χρόνο από στις αρχές του Φλεβάρη, η παραγκούπολη, παρά τις δυσκολίες, ντύνεται στα γιορτινά της και στο χώρο του ναυπηγείου, όπου έζησε ο Μάρλει και η κοινότητα των Ρασταφάρις γίνονται συναυλίες και τα τραγούδια ακούγονται δυνατά σε όλες τις γειτονιές της.