του Νετσμεντίν Γιαλτσικάγια
Το 2003 κατέφυγα στην Ελβετία. Ένα πρωινό ήρθε ο Ιμπραήμ στο στρατόπεδο προσφύγων που έμενα. Μου είπε «Σύντροφε, αποθύμησες το οικογενειακό περιβάλλον;». Ήθελε να με πάρει στο σπίτι του. Έδωσε την διεύθυνση του στην διοίκηση του στρατοπέδου. Βγήκαμε στον δρόμο. Χειμώνας, χιόνια, παγωνιά. Μετά από ταξίδι δυο ωρών με το αυτοκίνητο μου είπε «σύντροφε ήρθαμε».
Έμενε μαζί με την οικογένεια του σε μια μικρή πόλη ανάμεσα στα βουνά, στο La Chaux de Fonds, στο Νοσατέλ. Πάρκαρε το αυτοκίνητο μπροστά σε μια πολυκατοικία και με το ασανσέρ ανεβήκαμε στον πέμπτο όροφο. Μας άνοιξε την πόρτα ένα μικρό κοριτσάκι. Ένα πολύ γλυκό κοριτσάκι. Αεικίνητο, σαν μωρό γαζέλας με κοίταζε δειλά. Διχασμένη ανάμεσα στο να μείνει ή να φύγει, περίμενε.
Μας κοίταζε σαν να ρωτούσε «μπαμπά ποιος είναι αυτός». Της είπε ο μπαμπάς «Τον ξέχασες κορίτσι μου τον θείο Χατζή, που πήγα και τον έφερα από την Γερμανία στο παλιό μας σπίτι;». Χάρηκε και με ενθουσιασμό είπε «αυτός ο θείος είναι, τον θυμήθηκα, σκύψε να σε αγκαλιάσω». Την κοίταξα κατάματα και της είπα «τι να κάνουμε ο θείος είναι πολύ ψηλός» και έσκυψα και την πήρα αγκαλιά. Την γαργάλησα και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Αγκάλιασε με τα χεράκια της τον λαιμό μου. Με φίλησε στα μάγουλα τρεις φορές. Μόλις την κατέβασα από την αγκαλιά μου έτρεξε και κρύφτηκε στο δωμάτιό της. Δεν βγήκε από μέσα αρκετή ώρα… Κάπου κάπου έβγαζε το κεφαλάκι της από την χαραμάδα της πόρτας και μας κοίταζε. Όσα και αν της είπαν η μαμά της και ο μπαμπάς της δεν βγήκε από το δωμάτιο. Δεν άντεξα και πήγα στο δωμάτιό της. Κάθισα στην κουκέτα δίπλα της.