O κύριος Μριντούλ Κουμάρ Μπχατατσαράγια, όπως απαιτούσε να τον προσφωνούν, περηφανευόταν πως ήταν η τέταρτη γενιά μιας αδιάλειπτης οικογενειακής παράδοσης στην καλλιέργεια τσαγιού. Μαζί με τη σύζυγό του Ρίτα Μπχατατσαράγια, στην πόλη της Τινσούκια , στο Άνω Aσάμ , διηύθυναν την εταιρία ΜΚΒ Asia, από τους μεγαλύτερους παραγωγούς μαύρου βιολογικού τσαγιού της ποικιλίας Camellia assamica, από τρία μεγάλα κτήματα και από μια μεγάλη μονάδα επεξεργασίας. Από το 1880 η οικογένεια του εβδομηνταπεντάχρονου μηχανολόγου ξεκίνησε την καλλιέργεια, παράλληλα και σε συνεργασία με τους άγγλους μεγαλοϊδιοκτήτες οι οποίοι μετέτρεψαν τις δυο μεγάλες κοιλάδες της επαρχίας, στις οποίες αργοκυλούν ο Βραχμαπούτρα και ο Μπάρακ, σε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα παραγωγής τσαγιού, για να αντισταθμίσουν το κινέζικο μονοπώλιο. Γι’ αυτό μετέφεραν χιλιάδες εργάτες από άλλες περιοχές της αποικιοκρατικής Ινδίας, δημιουργώντας μια δεξαμενή φτηνής εργατικής δύναμης που μέχρι σήμερα αναπαράγεται με βάση το σύστημα των καστών. Οι άνθρωποι της φυλής του τσαγιού από τη μικρή ηλικία τους είναι προορισμένοι να ζήσουν και να πεθάνουν δουλεύοντας σκληρά μέσα στις απέραντες φυτείες. Μαζί τους και χιλιάδες άλλοι μετανάστες, και πολλά παιδιά, από τις γειτονικές χώρες, κυρίως από το Μπανγκλαντές.
Ο κύριος Μ.Κ. Μπχατατσαράγια μαζί με την γυναίκα του τις τελευταίες ημέρες του περασμένου Δεκέμβρη, όπως κάθε χρόνο, άφησαν το σπίτι τους στο Γκαουχάτι και πήγαν στη φυτεία στο Κουναπαθάρ , ενενήντα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Τινσούκια , με σκοπό να κάνουν επιτόπιο οικονομικό απολογισμό. Στη φυτεία, που εκτείνεται σε τρεισήμισι χιλιάδες στρέμματα, δουλεύουν πάνω από χίλιοι εργάτες, άνδρες και γυναίκες, σε πολύ σκληρές συνθήκες. Παραβιάζοντας ακόμη και αυτήν την κρατική νομοθεσία που προβλέπει μερικές στοιχειώδεις παροχές στους εργάτες, επιβάλλοντας τιμωρίες και χρηματικές ποινές και κρατώντας τα μεροκάματα πολύ χαμηλά, ο κύριος Μπχατατσαράγια είχε τη φήμη του σκληρού και ισχυρογνώμονα εργοδότη που δεν λογάριαζε κανέναν. Θύμωνε εύκολα και συμπεριφερόταν πολύ άσχημα. Τον Μάρτιο του 2010, μάλιστα, δεν δίστασε να πυροβολήσει ενάντια σε μια ομάδα διαμαρτυρόμενων εργατών στη φυτεία στο Ρανί, σκοτώνοντας ένα δεκάχρονο αγόρι. Γι’ αυτήν του την πράξη έκατσε μόνο δυο μήνες στη φυλακή και βγήκε με εγγύηση, συνεχίζοντας ατιμώρητος να διαφεντεύει κτήματα και ανθρώπους.
Όλα αυτά μέχρι την 26η του Δεκέμβρη. Εκείνο το γεμάτο ομίχλη πρωινό, η ατμόσφαιρα στη φυτεία στο Κουναπαθάρ μύριζε μπαρούτι. Το αφεντικό μόλις κατέφθασε, λίγες ημέρες πριν, διέταξε δυο εργάτες να φύγουν από τη φυτεία και όταν αυτοί αρνήθηκαν φώναξε την αστυνομία η οποία τους συνέλαβε με ψεύτικες κατηγορίες. Ζώντας σε άθλιες συνθήκες, υποσιτιζόμενοι, δίχως ιατρική περίθαλψη και δουλεύοντας από τα χαράματα ως αργά το απόγευμα, οι εργάτες ένιωσαν να τους πνίγει η αδικία. Πάνω από επτακόσιοι , εκείνη την ημέρα, για να διαμαρτυρηθούν και να ζητήσουν την απελευθέρωση των συλληφθέντων πήγαν μπροστά στην κατοικία του κτηματία. Αυτός όπως συνήθως τους αντιμετώπισε με σκαιότητα και αρνήθηκε κάθε συζήτηση, πιστεύοντας πως ακόμη μια φορά θα επιβάλει τη θέλησή του. Αλλά δεν υπολόγισε σωστά, μιας και το γεγονός, όπως αποδείχθηκε, ήταν η σταγόνα που έλειπε από το ξέχειλο ποτήρι της οργής. Ορισμένοι από τους πιο τολμηρούς επιτέθηκαν στα αυτοκίνητα και εισέβαλαν στο σπίτι. Ύστερα από ώρα, όταν ήρθε η αστυνομία, διαπίστωσε πως η κατοικία του γαιοκτήμονα ήταν μισοκαμένη μαζί με τα άψυχα σώματα του ίδιου και της γυναίκας του.
Με πεντακόσια εκατομμύρια κιλά παραγωγή το χρόνο, στο Ασάμ καλλιεργείται η μισή σχεδόν ποσότητα του ινδικού τσαγιού, σε τουλάχιστον οκτακόσιες μεγάλες φυτείες αλλά και μικρότερους κήπους. Πάνω από δυο εκατομμύρια εργαζόμενοι δουλεύουν στις φυτείες και στα εργοστάσια με μισθούς που δεν ξεπερνούν στις περισσότερες περιπτώσεις το ενάμισι δολάριο την ημέρα, σε συνθήκες απάνθρωπες. Γι’ αυτό και συχνά η αγανάκτηση μετατρέπεται σε οργή που εκδηλώνεται με βίαιες αντιδράσεις ενάντια στα αφεντικά και στους επιστάτες. Η αστυνομία συνέλαβε ορισμένους από τους εργάτες που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι, η φυτεία έκλεισε προσωρινά και τα ινδικά μέσα ενημέρωσης για μια ακόμη φορά προσπάθησαν να ανακαλύψουν τον αόρατο μαοϊκό δάκτυλο που υποκίνησε την αντίδραση των εργατών. Για να παρουσιάσουν πιο αποτρόπαια την πράξη τους και να αντιστρέψουν τους ρόλους, φρόντισαν να διαδώσουν πως μερικοί από τους εργάτες που συμμετείχαν στην επίθεση έκοψαν κομμάτια από το σώμα του γαιοκτήμονα και τα έφαγαν!
Ο κύριος Μ.Κ. Μπχατατσαράγια μαζί με την γυναίκα του τις τελευταίες ημέρες του περασμένου Δεκέμβρη, όπως κάθε χρόνο, άφησαν το σπίτι τους στο Γκαουχάτι και πήγαν στη φυτεία στο Κουναπαθάρ , ενενήντα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Τινσούκια , με σκοπό να κάνουν επιτόπιο οικονομικό απολογισμό. Στη φυτεία, που εκτείνεται σε τρεισήμισι χιλιάδες στρέμματα, δουλεύουν πάνω από χίλιοι εργάτες, άνδρες και γυναίκες, σε πολύ σκληρές συνθήκες. Παραβιάζοντας ακόμη και αυτήν την κρατική νομοθεσία που προβλέπει μερικές στοιχειώδεις παροχές στους εργάτες, επιβάλλοντας τιμωρίες και χρηματικές ποινές και κρατώντας τα μεροκάματα πολύ χαμηλά, ο κύριος Μπχατατσαράγια είχε τη φήμη του σκληρού και ισχυρογνώμονα εργοδότη που δεν λογάριαζε κανέναν. Θύμωνε εύκολα και συμπεριφερόταν πολύ άσχημα. Τον Μάρτιο του 2010, μάλιστα, δεν δίστασε να πυροβολήσει ενάντια σε μια ομάδα διαμαρτυρόμενων εργατών στη φυτεία στο Ρανί, σκοτώνοντας ένα δεκάχρονο αγόρι. Γι’ αυτήν του την πράξη έκατσε μόνο δυο μήνες στη φυλακή και βγήκε με εγγύηση, συνεχίζοντας ατιμώρητος να διαφεντεύει κτήματα και ανθρώπους.
Όλα αυτά μέχρι την 26η του Δεκέμβρη. Εκείνο το γεμάτο ομίχλη πρωινό, η ατμόσφαιρα στη φυτεία στο Κουναπαθάρ μύριζε μπαρούτι. Το αφεντικό μόλις κατέφθασε, λίγες ημέρες πριν, διέταξε δυο εργάτες να φύγουν από τη φυτεία και όταν αυτοί αρνήθηκαν φώναξε την αστυνομία η οποία τους συνέλαβε με ψεύτικες κατηγορίες. Ζώντας σε άθλιες συνθήκες, υποσιτιζόμενοι, δίχως ιατρική περίθαλψη και δουλεύοντας από τα χαράματα ως αργά το απόγευμα, οι εργάτες ένιωσαν να τους πνίγει η αδικία. Πάνω από επτακόσιοι , εκείνη την ημέρα, για να διαμαρτυρηθούν και να ζητήσουν την απελευθέρωση των συλληφθέντων πήγαν μπροστά στην κατοικία του κτηματία. Αυτός όπως συνήθως τους αντιμετώπισε με σκαιότητα και αρνήθηκε κάθε συζήτηση, πιστεύοντας πως ακόμη μια φορά θα επιβάλει τη θέλησή του. Αλλά δεν υπολόγισε σωστά, μιας και το γεγονός, όπως αποδείχθηκε, ήταν η σταγόνα που έλειπε από το ξέχειλο ποτήρι της οργής. Ορισμένοι από τους πιο τολμηρούς επιτέθηκαν στα αυτοκίνητα και εισέβαλαν στο σπίτι. Ύστερα από ώρα, όταν ήρθε η αστυνομία, διαπίστωσε πως η κατοικία του γαιοκτήμονα ήταν μισοκαμένη μαζί με τα άψυχα σώματα του ίδιου και της γυναίκας του.
Με πεντακόσια εκατομμύρια κιλά παραγωγή το χρόνο, στο Ασάμ καλλιεργείται η μισή σχεδόν ποσότητα του ινδικού τσαγιού, σε τουλάχιστον οκτακόσιες μεγάλες φυτείες αλλά και μικρότερους κήπους. Πάνω από δυο εκατομμύρια εργαζόμενοι δουλεύουν στις φυτείες και στα εργοστάσια με μισθούς που δεν ξεπερνούν στις περισσότερες περιπτώσεις το ενάμισι δολάριο την ημέρα, σε συνθήκες απάνθρωπες. Γι’ αυτό και συχνά η αγανάκτηση μετατρέπεται σε οργή που εκδηλώνεται με βίαιες αντιδράσεις ενάντια στα αφεντικά και στους επιστάτες. Η αστυνομία συνέλαβε ορισμένους από τους εργάτες που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι, η φυτεία έκλεισε προσωρινά και τα ινδικά μέσα ενημέρωσης για μια ακόμη φορά προσπάθησαν να ανακαλύψουν τον αόρατο μαοϊκό δάκτυλο που υποκίνησε την αντίδραση των εργατών. Για να παρουσιάσουν πιο αποτρόπαια την πράξη τους και να αντιστρέψουν τους ρόλους, φρόντισαν να διαδώσουν πως μερικοί από τους εργάτες που συμμετείχαν στην επίθεση έκοψαν κομμάτια από το σώμα του γαιοκτήμονα και τα έφαγαν!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ μια ιστορική αναδρομή για το εργατικό κίνημα στις φυτείες τσαγιού στο Ασάμ evolutionarydemocracy.org/rdv5n1/teaplant.htm και ενα άρθρο για την σημερινή κατάσταση των εργατών τσαγιού στην ΒΑ Ινδία www.amrc.org.hk/node/1001
Μια ακόμα εκπληκτική ανάρτηση. Τελικά ανοιχτό βιβλίο ο ΑΘΕΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφή