29 Ιουλ 2023

Μαθάρε, Ναϊρόμπι | Τα πέταλα ματώνουν ακόμη!*

Πόσα πουλιά μπορούν να ξαποστάσουν πάνω σε ένα κλαδί δράκαινας; Όσα και να στριμωχτούν δεν μπορούν να φτάσουν τον ανθρώπινο συνωστισμό που υπάρχει στην Μαθάρε, την παραγκούπολη στην βορειοανατολική πλευρά του Ναϊρόμπι. Γύρω στα τέσσερα χιλιόμετρα απόσταση από το κέντρο της πρωτεύουσας της Κένυα, σε μια έκταση περίπου 7,5 τετραγωνικών χιλιομέτρων, μέσα σε παραπήγματα από τσίγκο, χαρτόνι και ξύλο ζούνε πάνω-κάτω πεντακόσιες χιλιάδες άνθρωποι! Η Μαθάρε που στην γλώσσα γκικούγιου σημαίνει το δένδρο δράκαινα, είναι η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της χώρας. Αντίθετα με το εθνικό μέσο όρο των 82 ανθρώπων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο εδώ κατοικούν 69 χιλιάδες στην ανάλογη έκταση! Η Μαθάρε δεν ήταν κοιλάδα. Έγινε ύστερα από συστηματικό σκάψιμο στα χρόνια της αποικιοκρατίας σε ένα λατομείο από το οποίο εξόρυσσαν πέτρες. Εκεί άρχισαν από το 1920 να συγκεντρώνονται οικογένειες εργατών που έρχονταν από την επαρχία για να δουλέψουν στην πόλη. Είχαν το καθεστώς του προσωρινού κατοίκου και συχνά οι Βρετανοί τους έδιωχναν όταν δεν τους χρειάζονταν. Από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας μετατράπηκε σε καταφύγιο των ανθρώπων που άρχισαν να συρρέουν από την ύπαιθρο αλλά και από γειτονικές χώρες αναζητώντας εργασία. Έχοντας δίπλα ένα κέντρο απομόνωσης για ασθενείς με ευλογιά το οποίο εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο ψυχιατρικό νοσοκομείο της χώρας η Μαθάρε ταυτίστηκε με τους απόκληρους και τους απόβλητους. Όπως και οι υπόλοιπες παραγκουπόλεις γύρω στο Ναϊρόμπι, η Μαθάρε αποτελεί σύμβολο της ανεξέλεγκτης αστικοποίησης, έμβλημα των αποτυχιών της περιόδου της υποτιθέμενης ανεξαρτησίας. Μια τυπική ανεξαρτησία η οποία δεν διέκοψε τον έλεγχο της χώρας από τα παλιά αφεντικά, σε συνεργασία αυτήν την φορά, με μια διεφθαρμένη μαύρη πολιτική και οικονομική μειοψηφία. Στην Μαθάρε ενδημούν η φτώχεια, η αναδουλειά, οι μολυσματικές ασθένειες, οι άσχημες μυρωδιές, οι συμμορίες του δρόμου με επικεφαλής τους Μουνγκίκι, οι δυτικές ιεραποστολές με πιο δραστήριους τους Ευαγγελιστές, η βία κατά των γυναικών, τα ναρκωτικά και το φθηνό τοξικό ποτό Τσανγκάα. Λείπουν το πόσιμο νερό, το αποχετευτικό δίκτυο, οι υγειονομικές υπηρεσίες και τα σχολεία. Ολόκληρες οικογένειες ζουν σε ένα δωμάτιο και σε πρόχειρες κατασκευές από χαρτόνι καταμεσής των στενών και βρώμικων δρόμων. Δεν είναι φημισμένη όπως η Κιμπέρα, που θεωρείται η βασίλισσα των φτωχογειτονιών, αλλά δεν υστερεί καθόλου σε αθλιότητα.

1 Ιουλ 2023

Πακιστάν | Δυο ναυάγια, δύο κόσμοι


1972. Ήταν και τότε Ιούνιος. Ύστερα από μια μεγάλη απεργία η οποία συγκλόνισε την βιομηχανική περιοχή στο Καράτσι και οδήγησε σε καταλήψεις και αποκλεισμούς εργοστασίων η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίων των εργατών που διαδήλωναν. Την επόμενη ημέρα πυροβόλησε ξανά στο ψαχνό στην διάρκεια νεκρώσιμης ακολουθίας. Τουλάχιστον 10 διαδηλωτές έχασαν τη ζωή τους, μεταξύ αυτών μια γυναίκα και ένα παιδί. Ήταν το κύκνειο άσμα μιας μακράς πορείας αφύπνισης της εργατική τάξης του Πακιστάν στα πλαίσια ενός ευρύτερου δημοκρατικού κινήματος. Κάτω από το βάρος της αιματηρής καταστολής και τις εσωτερικές διαιρέσεις που υποδαύλισε επιδέξια το καθεστώς ανάμεσα στους ειδικευμένους εργάτες, κυρίως Μουχατζίρ που ήρθαν από την Ινδία και τους ανειδίκευτους μετανάστες από την επαρχία, οι ηγεσίες των συνδικάτων έσπευσαν να υπογράψουν το τέλος του αγώνα. Παρά τις σοσιαλιστικές διακηρύξεις ο τότε πρόεδρος Ζουλφικάρ Μπούτο αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που σήμαινε η εργατική εξέγερση για το αστικό- φεουδαρχικό καθεστώς το οποίο είχε βρεθεί σε δύσκολη θέση μετά και την απόσχιση του ανατολικού Πακιστάν. Ύστερα από αυτά τα γεγονότα το απεργιακό κίνημα άρχισε να υποχωρεί ενώ η καταστολή μεγάλωσε αφότου ανέλαβαν την διακυβέρνηση με πραξικόπημα οι στρατιωτικοί. Από τις 779 απεργίες που ξέσπασαν το 1972, το 1978, όταν κυβερνούσε ο στρατηγός Ζία, είχαν μειωθεί σε 78 σε όλη την χώρα για να μηδενιστούν σχεδόν στα επόμενα χρόνια της σκληρής δικτατορίας του. Από τότε το Πακιστάν με ευθύνη της νεόκοπης αστικής τάξης, η οποία αναδύθηκε στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας από εμπόρους και μεταπράτες της περιόδου της βρετανικής κυριαρχίας, μετατράπηκε σε ένα επενδυτικό παράδεισο για τις ξένες πολυεθνικές οι οποίες βρήκαν άφθονα φθηνά εργατικά χέρια. Για να καταλάβει κανείς αυτή τη ιστορική οπισθοδρόμηση στην οργάνωση της εργατικής τάξης φτάνει το εξής στοιχείο. Το 1977, υπήρχαν περισσότερα από 8.000 συνδικάτα και πάνω από ένα εκατομμύριο εργάτες οργανωμένοι σε αυτά, ενώ σήμερα μόνο το 1% των εργαζομένων είναι συνδικαλισμένοι και αυτοί χωρισμένοι σε πολλές αδύναμες ενώσεις!