26 Ιαν 2019

Σκάλα Συκαμιάς, Λέσβος | Το πρόσωπο της λαϊκής αλληλεγγύης

Γεννημένη στα 1930, ρίζωσε περνώντας όλη τη ζωή της στη Σκάλα Συκαμιάς στη βόρεια ακτή της Λέσβου. Η μάνα της ήρθε μαζί με άλλους ξεριζωμένους πρόσφυγες από αντίκρυ στα χρόνια της μεγάλης καταστροφής του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Καταγωγή από τα Μοσκονήσια που βρίσκονται στη νότια είσοδο του Αδραμυτινού Κόλπου με το μεγαλύτερο και το μόνο που ήταν κατοικημένο, το Μοσκονήσι που «σφαλά το μπουγάζι τ’ Αϊβαλιού» όπως έγραφε ο Φώτης Κόντογλου. Οι Αϊβαλιώτες τόσο δεν ήθελαν να γίνουν πρόσφυγες που πολλοί βγάλανε τα τιμόνια από τα καράβια για να μην μπορούν ταξιδέψουν. Αρκετοί μείνανε στη Λέσβο με την προσμονή της σύντομης επιστροφής στην πατρίδα, η οποία δεν έγινε ποτέ. Τον πρώτο καιρό, οι πρόσφυγες ζούσαν σε σκληρές συνθήκες. Πολλές οικογένειες ζούσαν σε παραπήγματα ή στις αποθήκες για τις ελιές, τα “αμπάρια”. Τέσσερις οικογένειες μοιράζονταν ένα δωμάτιο, το οποίο το χώριζαν με κρεμασμένες καρπέτες. Σε αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε η Μαρίτσα Μαυραπίδη. Μεγάλωσε μέσα στην φτώχεια, δουλεύοντας σκληρά σε ξένους ελαιώνες και οικογενειακές αγροτικές εργασίες. Είχε ξεκινήσει το σχολείο, αλλά το σταμάτησε στη δευτέρα Δημοτικού για να προσέχει το μικρότερο αδερφάκι της. Η μητέρα τους έλειπε την ημέρα στις αγροτικές εργασίες και εκείνη, αν και παιδί, έπρεπε να επωμιστεί καθήκοντα που δεν της αναλογούσαν. «Από τότε είχα μωρά στα χέρια μου» είχε πει σ΄ έναν δημοσιογράφο. Παντρεύτηκε, έκανε δυο παιδιά και πρόλαβε να δει εγγόνια. Μέχρι που βαστούσαν τα πόδια της, πήγαινε στον ελαιώνα πάνω από την Σκαμνιά και τάιζε τις κότες της. Έφυγε στα ογδόντα εννέα της χρόνια στις 16 Ιανουαρίου. Κηδεύτηκε στην Παναγιά τη Γοργόνα που στέκει στην κορυφή του βράχου στην άκρη του μικρού λιμανιού που προστατεύει τις ψαρόβαρκες από τα κύματα του Αιγαίου. Ο παπάς της Συκαμιάς την αποχαιρέτησε με τη γνωστή περικοπή του κατά Ματθαίου Ευαγγελίου. «Φύγετε από κοντά μου, οι καταραμένοι, στο πυρ το εξώτερον, που είναι ετοιμασμένο για το διάβολο και τους αγγέλους του. Διότι πείνασα και δε μου δώσατε να φάω, δίψασα και δε μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και δε με μαζέψατε, γυμνός και δε με ντύσατε, άρρωστος και δε με επισκεφτήκατε, φυλακισμένος και δεν ήρθατε σε μένα».