17 Δεκ 2005
Σαν Κουέντιν- Καλιφόρνια. Ο βάρβαρος Κόναν εξόντωσε την τίγρη της Βεγγάλης….
3 Δεκ 2005
Ciudad Juarez-Μεξικό. Η πόλη των δολοφονημένων γυναικών

H Ciudad Juarez έχει πάρει το όνομα της από τον εκλεγμένο Μεξικανό Πρόεδρο Μπενίτο Χουάρεζ, μετά τον θάνατό του το 1872. Πιο μπροστά η περιοχή ήταν γνωστή σαν Εl Paso del Norte (To Πέρασμα του Βορρά), που από ένα μικρό χωριό έφτασε να γίνει στα χρόνια του πολέμου με την Γαλλία- για ένα διάστημα- η έδρα της Μεξικάνικης κυβέρνησης. Από το 1668 που ο Φραγκισκανός μοναχός Γκαρσία ανακάλυψε ένα θεόσταλτο μήνυμα της Παναγίας της Γουαδελούπης, αυτή θεωρείται προστάτης των ανθρώπων που ζούνε εδώ, τιμάται με κατάνυξη και ο χώρος της αποκάλυψης είναι ιερός ακριβώς δίπλα στον επιβλητικό καθεδρικό ναό, στο κέντρο της πόλης. Στην πόλη υπάρχουν πολλά μνημεία που θυμίζουν την πολυτάραχη ιστορία της χώρας μιας και η Ciudad Juarez βρίσκεται στην περιοχή που ήταν ένα από τα μεγαλύτερα επίκεντρα της Μεξικάνικης επανάστασης για ανεξαρτησία.
Τριακόσια εβδομήντα περίπου χιλιόμετρα βόρεια της Τσιχουάουα, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, πάνω σχεδόν στον εθνικό αυτοκινητόδρομο 45, η πόλη βρίσκεται πολύ κοντά στην συνοριακή γραμμή με τις ΗΠΑ, απέναντι από το Νέο Μεξικό και το Ελ Πάσο. Αυτή η γεωγραφική θέση της ήταν η αιτία που η πόλη γνώρισε μια πληθυσμιακή έκρηξη τις τελευταίες δεκαετίες. Από τετρακόσιες χιλιάδες ψυχές το 1970 έφτασε σήμερα τα δύο εκατομμύρια εξαιτίας της εγκατάστασης εκεί εκατοντάδων αμερικάνικων-κυρίως- εργοστασίων, ιδιαίτερα μετά την εφαρμογή της ΝΑFTA, τα γνωστά «μακίλας», που αναζητούσαν φτηνά εργατικά χέρια. Μαζί με τους μακιλαδόρες που μαζεύτηκαν από όλο το Μεξικό (το 2000 υπολογίζονταν σε τριακόσιες πενήντα χιλιάδες τουλάχιστον, στην πόλη και τα περίχωρα) στην Ciudad Juarez άνοιξαν και άλλες δουλειές. Νόμιμες αλλά και παράνομες. Τα λιγοστά δολάρια που μοίραζαν τα αμερικάνικα αφεντικά τράβηξαν πολλούς φτωχούς Μεξικανούς, άνδρες και γυναίκες, που ακόμα και εάν δεν έβρισκαν δουλειά στα εργοστάσια, μπορούσαν να προσληφθούν στις εταιρίες φύλαξης, στα μαγαζιά της νύχτας, τα πορνεία αλλά και στις ομάδες διακίνησης ναρκωτικών, λαθρομεταναστών κλπ.
Ακόμα και στην περίοδο της άνθισης, η πόλη έκρυβε στα σπλάχνα της μεγάλη δυστυχία και φτώχεια. Παράγκες για τους ξεριζωμένους από τα Μεξικάνικα πουέμπλος, δίχως νερό, ηλεκτρικό και αποχέτευση που ζούσαν για ένα κομμάτι ψωμί, ιστορίες καθημερινής εκμετάλλευσης, ανύπαρκτες κοινωνικές σχέσεις και μεγάλη εγκληματικότητα. Τα πράγματα έγιναν ανυπόφορα από τότε που τα Αμερικάνικα αφεντικά άρχισαν να φεύγουν για προορισμούς με φθηνότερο εργατικό κόστος. Σήμερα η πόλη έχει πάνω από το 40% των κατοίκων της κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ ένας στους πέντε εργάτες στα μακίλας είναι άνεργος. Όλα αυτά θα έμεναν στην σιωπή εάν στην πόλη -αυτή η κατάσταση- δεν δημιουργούσε μια παγκόσμια πρωτιά. Η Ciudad Juarez, έγινε παγκόσμια γνωστή τα τελευταία δέκα χρόνια σαν η πόλη των δολοφονημένων γυναικών. Από το 1993 έχουν καταγραφτεί πάνω από 400 δολοφονίες γυναικών, κυρίως νεαρών κοριτσιών, οι περισσότερες από τις οποίες είναι εργάτριες στα εργοστάσια, στα μαγαζιά της νύχτας, πόρνες ή μπλεγμένες στα δίκτυα διακίνησης κοκαΐνης. Αρκετές από αυτές μετανάστριες από την ύπαιθρο, θάβονται χωρίς να τις αναζητήσει κανείς και δεν λείπουν οι περιπτώσεις που δεν εξακριβώνεται ούτε το όνομα τους. Θεωρούνται απόλυτα αναλώσιμο υλικό για κάθε είδους εκμετάλλευση και εύκολος στόχος για τις συμμορίες που εξουσιάζουν τους δρόμους της πόλης. Η τοπική αστυνομία -η οποία είναι και αυτή μπλεγμένη στην παρανομία- κατέγραψε τον φετινό χρόνο 28 δολοφονημένες γυναίκες, απόδειξη πως παρά την κατακραυγή, την ευαισθητοποίηση και τις συλλήψεις των τελευταίων χρόνων, οι δολοφονίες συνεχίζονται. Γιατί σε αυτό το μακάβριο σκηνικό, κυνηγοί και κυνηγημένοι, δημιουργούνται συνεχώς από μια κοινωνική κατάσταση που δημιούργησαν τα αρπακτικά των πολυεθνικών και η περιβόητη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΝAFTA, για να βγάλουν γρήγορο και εύκολο κέρδος δίχως να δίνουν δεκάρα τσακιστή για τις επιπτώσεις της δράσης τους στην φτωχή Μεξικάνικη κοινωνία.
* Η νεαρή Αλμα Τσαβίρα Φαρέλ, είναι η πρώτη -επισήμως- δολοφονημένη γυναίκα. Βρέθηκε νεκρή στη συνοικία Campestre Virreyes, στις 23 του Γενάρη του 2003.
19 Νοε 2005
ΚΙΜΠΕΡΑ-ΝΑΙΡΟΜΠΙ. ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΑΓΚΟΥΠΟΛΗ

Στο Ναϊρόμπι, μια πρόσφατη καταγραφή υπολόγισε σε εκατόν ενενήντα εννέα! τις παραγκουπόλεις που περιτριγυρίζουν το κέντρο του. Σε ένα πληθυσμό περίπου τρεισήμισι εκατομμυρίων, το 60% μένει σε μεταλλικές παράγκες, λασπόσπιτα και καλύβες από χοντρό ύφασμα. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο εκατοντάδες παραγκουπόλεις, η Κιμπέρα είναι η «βασίλισσα». Είναι με διαφορά η μεγαλύτερη, η πιο παλιά και η πιο ξακουστή, όχι μόνο στην πρωτεύουσα της Κένυα αλλά και σε όλη την Αφρική. Γιατί η Κιμπέρα, είναι η μεγαλύτερη παραγκούπολη στην ανατολική πλευρά της Μαύρης Ηπείρου και η τρίτη στην σειρά σε όλη την έκταση της.
Δέκα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Ναϊρόμπι, σε μια περιοχή 250 εκταρίων στοιβάζονται στην κυριολεξία περίπου οκτακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Ειδικοί επιστήμονες του ΟΗΕ, ένιωσαν έκπληξη από την πυκνότητα του πληθυσμού και υπολόγισαν πως σε κάθε εκτάριο, κατά μέσο όρο, κατοικούν περίπου τρεις χιλιάδες. Δεκαεπτά χωριά συναποτελούν την παραγκούπολη και χωρίζουν τις διάφορες εθνοτικές και φυλετικές ομάδες που συμβιώνουν, όχι πάντα αρμονικά. Από το 1920, χρονολογείται η πρώτη συγκέντρωση πληθυσμού στην έκταση αυτή. Τότε οι Αγγλοι αποικιοκράτες εγκατέστησαν εκεί αποστρατευμένους Νούβιους στρατιώτες από το Σουδάν, που είχαν πολεμήσει στις τάξεις του βασιλικού στρατού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενα δεύτερο κύμα Νούβιων εγκαταστάθηκε και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο αλλά τα τελευταία χρόνια η Κιμπέρα έγινε προορισμός για τους εσωτερικούς μετανάστες που συρρέουν από την ύπαιθρο. Ερευνες για την ροή των εσωτερικών μεταναστευτικών και προσφυγικών κυμάτων, διαπιστώνουν πως η Αφρική για προφανείς λόγους κρατά τα σκήπτρα στους ρυθμούς αύξησης σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Από τους πρώτους κατοίκους της απέκτησε η παραγκούπολη το όνομα της. Στην Νουβιακή γλώσσα Κίμπρα, θα πει δάσος, μιας και πυκνή βλάστηση υπήρχε στην περιοχή που τώρα καλύπτουν οι χιλιάδες παράγκες. Η φτώχεια γεννά όχι λίγες φορές συγκρούσεις στο εσωτερικό της Κιμπέρα, (που από τα διεθνή ΜΜΕ παρουσιάζονται σαν θρησκευτικές η φυλετικές) μια από τις οποίες βασίζεται στο γεγονός πως αρκετοί Νούβιοι μουσουλμάνοι κατέχουν δικαιώματα ιδιοκτησίας στην γη και ζητάνε ενοίκια από τους νεοφερμένους. Σε μια τέτοια σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 2001, σκοτώθηκαν δεκαπέντε άνθρωποι, όταν η κυβέρνηση προσπάθησε να στρέψει την απόγνωση των εξαθλιωμένων ενάντια στους μικροϊδιοκτήτες.
Ανεξάρτητα από αυτές τις εσωτερικές αντιθέσεις όλοι οι κάτοικοι της Κιμπέρα ζούνε σε άθλιες συνθήκες. Οκτώ στους δέκα είναι άνεργοι, δύο στους δέκα, κυρίως νέοι, είναι φορείς του ιού ΗΙV/AIDS, και όλοι τους ζούνε σε συνθήκες απόλυτης ένδειας. Οι τυχεροί που καταφέρνουν να βρούνε δουλειά κάνουν εργασίες της κατηγορίας Kali-jua που στα Σουαχίλι σημαίνει την ολοήμερη απασχόληση κάτω από τον καυτό ήλιο. Η άλλη εναλλακτική περίπτωση είναι η πορνεία και η εγκληματικότητα για να κερδηθεί η καθημερινή ζωή. Οπως και οι άλλες παραγκουπόλεις, έτσι και η Κιμπέρα αγνοεί τι σημαίνει αποχετευτικό δίκτυο, τροφοδοσία πόσιμου νερού και ηλεκτρικό. Σε όλη την περιοχή υπάρχουν μόνο δύο κέντρα υγείας και εκείνα φτιαγμένα από δυτικές ΜΚΟ. Οι τελευταίες έχουν μετατρέψει την Κιμπέρα σε αγαπημένο προορισμό τους και πεδίο μελετών και αναλύσεων, που ως συνήθως μένουν στα χαρτιά ενώ ταυτόχρονα αποτελούν άλλοθι για την απραξία της κυβέρνησης της Κένυα. Το καθεστώς στο Ναϊρόμπι, φάντασμα μόνο των πρώτων ηρωικών χρόνων της ανεξαρτησίας, αποτελεί τυπικό δείγμα υποτακτικού στην νέο-αποικιοκρατία και ειδικότερα στις εντολές της Παγκόσμιας Τράπεζας, τα συμφέροντα των Αγγλο-Αμερικάνων και μιας ελίτ που λυμαίνεται τον πλούτο της χώρας.
5 Νοε 2005
Τζακάρτα-Ινδονησία. Τα εργοστάσια του ιδρώτα

Η εταιρεία κατασκευής παπουτσιών «PT Tong Yang», βρίσκεται στην βόρεια πλευρά της Τζακάρτα. Η Τοng Yang, είναι πολύ γνωστή όχι μόνο στην πρωτεύουσα της Ινδονησίας αλλά και έξω από τα σύνορα της χώρας, γιατί αποτελεί έναν από τους μεγάλους πάρτνερς της αμερικάνικης πολυεθνικής Ρήμποκ. Σε μια έκταση σαράντα χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων οκτώμισι χιλιάδες εργαζόμενοι, οι περισσότεροι γυναίκες, κατασκευάζουν αθλητικά παπούτσια για λογαριασμό της Ρήμποκ. Η εταιρία είναι η μια από τις δύο επιχειρήσεις στην Ινδονησία που δουλεύει για την αμερικάνικη φίρμα με εκατό εκατομμύρια ετήσιο τζίρο και μια από τις πολλές εκατοντάδες στους κλάδους της ένδυσης, της υφαντουργίας και της πληροφορικής που παράγουν κύρια για τις αμερικάνικες πολυεθνικές.
Η Tong Yang βρέθηκε πριν λίγα χρόνια στο επίκεντρο συντονισμένων καταγγελιών για τις άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες εργασίας που υπήρχαν στις μονάδες παραγωγής. Η Ρήμποκ αναγκάστηκε να δώσει μερικές χιλιάδες δολάρια για να γίνουν βελτιώσεις και πίεσε τα αφεντικά να πάρουν ορισμένα μέτρα. Ολα αυτά, φυσικά για να αποφευχθούν οι ανταγωνιστικές καταγγελίες που στις ΗΠΑ αλλά και στην Δυτική Ευρώπη, χρησιμοποιούνται ανάμεσα στις εταιρίες για να κερδηθούν μερίδια στην αγορά. Στην πραγματικότητα όμως οι βελτιώσεις αφορούν την βιτρίνα και τον περιορισμό μόνο ακραίων καταστάσεων. Γιατί η Ρήμποκ, όπως και οι υπόλοιπες πολυεθνικές θέλουν να υπάρχουν και να λειτουργούν αυτά τα μεγάλα εργοστάσια ιδρώτα, συνώνυμα της καταναγκαστικής και φθηνής εργασίας, αληθινά κάτεργα και κολαστήρια.
Διαφορετικά δεν θα μπορούν να αγοράζουν ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που στις αμερικάνικες αλυσίδες λιανικού εμπορίου πωλείται εξήντα και εβδομήντα δολάρια, στο 1/6 της τελικής τιμής. Δέκα και δώδεκα δολάρια το ζευγάρι αγοράζει η Ρήμποκ το ζευγάρι από τα Ινδονησιακά κάτεργα, από τα οποία μόνο το 10% αντιστοιχεί στην εργατική αμοιβή.
Ακόμα και αυτός ο επίσημος κατώτατος μισθός του ενάμισι έως δύο δολαρίων την ημέρα δεν δίνεται στους εργάτες σε αυτά τα εργοστάσια του ιδρώτα. Για οκτάωρο και υπερωρίες ούτε λόγος. Δεκατέσσερις και δεκαέξι ώρες την ημέρα μέσα σε άθλια κτίρια, με αναθυμιάσεις και μεγάλες θερμοκρασίες, κυρίως γυναίκες αντιμετωπίζουν την βαναυσότητα, την εξοντωτική εντατικοποίηση, τις ποινές και την καταπίεση. Σύμφωνα με πολλές εκθέσεις και μελέτες οι περισσότερες παρότι νέες αντιμετωπίζουν αναιμία, απώλεια ακοής, βρογχίτιδες, και εμμηνορροϊκές διαταραχές. Σε αρκετές περιπτώσεις, μιας και προέρχονται από την επαρχία, κοιμούνται σε κοιτώνες στρατιωτικού τύπου κατά ομάδες δέκα ή δώδεκα γυναικών, σε άθλιες συνθήκες, χωρίς πόσιμο νερό, αποχέτευση και ηλεκτρικό. Αδειες ή αποζημιώσεις για τα ατυχήματα είναι σχεδόν άγνωστα πράγματα.
Η Ινδονησία πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες μέσα από ένα σκοτεινό τούνελ που επέβαλλε το σκληρό στρατιωτικό καθεστώς, αφού πρώτα τσάκισε ένα ισχυρό αριστερό κίνημα. Τα τελευταία χρόνια όμως η αφύπνιση μεγαλώνει συνεχώς. Εκατοντάδες απεργίες έχουν καταγραφτεί, συνδικάτα έχουν ιδρυθεί και αγώνες ξεσπάνε όλο και πιο συχνά παρά την συνεχιζόμενη τρομοκρατία, τις διώξεις και τις δολοφονίες συνδικαλιστών.
* “ takut dan malu“ είναι μια διαδεδομένη έκφραση στα εργοστάσια ιδρώτα στην ινδονησιακή γλώσσα. Υποδεικνύει πώς πρέπει να είναι ο εργαζόμενος σε αυτά. Τρομοκρατημένος και με σκυμμένο το κεφάλι. Για τα αφεντικά και τις μεγάλες δυτικές πολυεθνικές αποτελεί προϋπόθεση για να πηγαίνουν καλά τα πράγματα και να μην χρειαστεί να μετακομίσουν…
22 Οκτ 2005
ΘΕΟΥΤΑ ΚΑΙ ΜΕΛΙΓΙΑ. ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΩΝ ΑΦΡΙΚΑΝΩΝ

Με οδηγό την απελπισία εκατοντάδες μετανάστες από την Δυτική Αφρική προσπάθησαν το τελευταίο διάστημα να εισβάλλουν στους ισπανικούς αποικιοκρατικούς θύλακες της Θέουτα και της Μελίγια, στα παράλια του Μαρόκου. Βρέθηκαν έτσι ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά των Ισπανών και Μαροκινών στρατιωτών με αποτέλεσμα -σύμφωνα με τα στοιχεία των Μαροκινών και Ισπανικών αρχών- πέντε να χάσουν την ζωή τους στην Θέουτα και έξι στην Μελίγια. Αρκετές δεκάδες ήταν οι τραυματίες και εκατοντάδες οι συλληφθέντες, που οι Μαροκινοί τους έστειλαν πίσω αφήνοντάς τους στην έρημο. Τα τραγικά γεγονότα ξεσήκωσαν θύελλα διαμαρτυριών στην Ισπανία, την Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες αναγκάζοντας την Ισπανική και Μαροκινή κυβέρνηση να διατάξει έρευνα για τις συνθήκες των θανάτων, ενώ Ραμπάτ και Μαδρίτη ρίχνουν ο ένας στον άλλο το μπαλάκι των ευθυνών.
Οι θύλακες της Μελίγια και της Θέουτα, αποικιοκρατική ισπανική κληρονομιά στην Βόρειο-δυτική Αφρική, με πληθυσμό περίπου 75 χιλιάδες ο κάθε ένας, αποτελούν στόχο για τους απελπισμένους Αφρικανούς από χώρες όπως η Νιγηρία, το Μάλι, η Σενεγάλη, η Γκάνα κλπ για να μπούνε στον υποτιθέμενο Ευρωπαϊκό παράδεισο. Με ένα φράχτη τριών μέτρων που, μετά τα γεγονότα, θα υψωθεί στα έξι μέτρα, με φυλάκια, περιπολίες επιτήρησης και νεκρές ζώνες οι Ισπανοί προσπαθούν εδώ και χρόνια να εμποδίσουν αυτό το συνεχές ανθρώπινο κύμα. Σε συνεργασία με τις Μαροκινές αρχές εξαπολύουν -συχνά-εκστρατείες επαναπροώθησης, πυροβολούν στο ψαχνό και κυνηγούν ανηλεώς τους νεαρούς Αφρικανούς.
Τα κύματα αυτά, όμως, των χιλιάδων Αφρικανών δεν σταματούν. Παρακινημένοι από την φτώχεια στην χώρα τους είναι έτοιμοι να παίξουν κορώνα-γράμματα την ζωή τους στα άγρια νερά του Γιβραλτάρ ή στην έρημο για να περάσουν στην Ισπανία και ο συρμάτινος φράκτης στην Θέουτα και την Μελίγια δεν μπορεί να τους σταματήσει. Για τις δολοφονίες και την κακομεταχείριση και την πολιτική της Ισπανικής κυβέρνησης, και στην Ελλάδα, έγιναν διαβήματα διαμαρτυρίας. Το «Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών» οργάνωσε διαμαρτυρία έξω από το Ισπανικό Ινστιτούτο «Θερβάντες» στην Αθήνα στις 18/10 και ανακοινώσεις έβγαλαν Αντιρατσιστικές Κινήσεις και Πρωτοβουλίες.
15 Οκτ 2005
Μπαλουρμάθ-Ντάκα Η είσοδος στον Τέταρτο Κόσμο.
8 Οκτ 2005
Παγιάτας-Μανίλα. Το βουνό που καπνίζει

Το Λουπάνγκ Παγκάνο, όπως ονομάζεται η γη της Επαγγελίας στα Φιλιππινέζικα, βρίσκεται στην περιφέρεια της πόλης Κεζόν, στα βορειοανατολικά της Μανίλα. Η Κεζόν, στην πραγματικότητα είναι δορυφορική πόλη της μητροπολιτικής πρωτεύουσας των Φιλιππίνων, μια πόλη-τέρας, με πάνω από δέκα εκατομμύρια κατοίκους, η δεύτερη σε μέγεθος στη ΝΑ Ασία, μετά την Τζακάρτα. Περίπου το 12% από τα 81,4 εκατομμύρια των Φιλιππινέζων κατοικούν στην Μανίλα, οι περισσότεροι σε συνθήκες απίστευτης φτώχειας, ανάμεσα σε μικρές νησίδες πλούσιων περιοχών, συνθέτοντας μια εικόνα μεγάλων ανισοτήτων. Το Λουπάνγκ Παγκάνο, φιλοξενεί την μεγαλύτερη χωματερή της Μανίλα, η οποία είναι φημισμένη για την πολυάνθρωπη κοινότητα των κατοίκων της.
Η χωματερή Παγιάτας, δέχεται κάθε μέρα πάνω από το 25% των σκουπιδιών της πρωτεύουσας, που υπολογίζονται σε πέντε χιλιάδες τόνους συνολικά. Η Παγιάτας, είναι ένα από τα πολλά «βουνά που καπνίζουν» νυχθημερόν στην περιφέρεια αλλά και στο κέντρο της πόλης. Τα βουνά αυτά είναι το σήμα κατατεθέν της ανθρώπινης εξαθλίωσης στις Φιλιππίνες. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου ζούνε μέσα και γύρω από αυτά, γεννιούνται και πεθαίνουν συντροφιά με τα σκουπίδια. Δεν είναι Φιλιππινέζικη ιδιομορφία αυτό. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2% του πληθυσμού στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες, ζούνε από τα σκουπίδια!!
Στην Παγιάτας οι τοπικές αρχές υπολογίζουν πως κατοικούν εξήντα χιλιάδες άνθρωποι, αν και ανεξάρτητες οργανώσεις εκτιμούν πως ο αριθμός φτάνει τις τριακόσιες χιλιάδες. Ζούνε σε τρώγλες και παράγκες, φτιαγμένες από τα υλικά της χωματερής δίχως ηλεκτρικό, νερό και αποχέτευση. Από αυτούς, το 70% δουλεύουν αποκλειστικά ή περιστασιακά στην χωματερή, κερδίζοντας κατά μέσο όρο 4 δολάρια την ημέρα. Υπολογίζεται πως το ένα τρίτο του εισοδήματος της παραγκούπολης προέρχεται από τα σκουπίδια, το εμπόριο των ανακυκλώσιμων υλικών και την ιδιοχρησιμοποίηση. Η παιδική εργασία, οι αρρώστιες και η ποικιλόμορφη εκμετάλλευση είναι καθημερινές καταστάσεις στην χωματερή. Δεν λείπουν και οι καταστροφές από τις μετακινήσεις των στοιβαγμένων σκουπιδιών που προκαλούν οι βροχές και η διάβρωση του εδάφους. Η πιο μεγάλη κατολίσθηση καταγράφτηκε το πρωινό της 10ης Ιουλίου του 2000, με αποτέλεσμα πάνω από 200 νεκρούς που θάφτηκαν κάτω από τα σκουπίδια γεγονός που συγκλόνισε όλη την χώρα.
Οι Φιλιππίνες, είναι μια τυπική περίπτωση Τριτοκοσμικής κατάστασης, αποτέλεσμα της αποικιοκρατικής και ιμπεριαλιστικής λεηλασίας και της μαφιόζικης εκμεταλλευτικής πολιτικής της ντόπιας ελίτ. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές το 40% των Φιλιππινέζων ζούνε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Το 90% των κρατικών εσόδων πηγαίνει κάθε χρόνο για την μισθοδοσία της κρατικής γραφειοκρατίας και την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, με αποτέλεσμα να μένουν ψίχουλα για την κοινωνική πολιτική. Οι Φιλιππίνες βρίσκονται σε μια παγίδα υπανάπτυξης και φτώχειας από την αρχή της περιόδου της λεγόμενης ανεξαρτησίας τους, η ταξική πόλωση είναι απίστευτη και τα «βουνά που καπνίζουν» αποτελούν μια από τις συμβολικότερες εικόνες αυτής της κατάστασης.
* Οι προηγούμενες κυβερνήσεις Ράμος και Εστράντα, με την συνδρομή της Παγκόσμιας Τράπεζας και ορισμένων ΜΚΟ, είχαν υποσχεθεί να στεγάσουν σε ανθρώπινες φτηνές κατοικίες τους κατοίκους στα βουνά που καπνίζουν. Οπως ήταν αναμενόμενο δεν έγινε σχεδόν τίποτε και τα χρήματα -όπως κατήγγειλε πέρυσι το καλοκαίρι σε μια έρευνα της η εφημερίδα «Μanila Times»- λεηλατήθηκαν από τους εργολάβους και τους κρατικούς υπαλλήλους.
24 Σεπ 2005
Νότια Πολωνία- Chorzow Σκοτώνουν τους ανθρακωρύχους … πριν γεράσουν
Στο Chorzow είναι αρκετά συνηθισμένο στις γιορτές να συναντήσει ο επισκέπτης την μπάντα των ανθρακωρύχων να παρελαύνει στους κεντρικούς δρόμους ανάμεσα στα νεογοτθικά κτίρια. Η πόλη είναι ιστορικά, στενά δεμένη με τα ανθρακωρυχεία μιας και βρίσκεται στην περιοχή της Σιλεσίας, στη νότια Πολωνία δέκα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Κατοβίτσε, στο κέντρο σχεδόν του ανθρακοφόρου πεδίου. Η πρώτη κοινότητα ιδρύθηκε το 1257 και από το 1934 το Chorzow, συνένωσε τα γύρω χωριά ανθρακωρύχων στον ομώνυμο δήμο. Στην περιοχή το 1791 οι Γερμανοί άνοιξαν την πρώτη στοά με το όνομα König πού έμελλε να είναι η αρχή για την δημιουργία των μεγαλύτερων Πολωνικών ανθρακωρυχείων. Από τότε η πόλη άρχισε να μεγαλώνει και μέχρι την δεκαετία του 1970 ξεπέρασε τους 150.000 κατοίκους. Οι ανθρακωρύχοι ήταν από τα πιο καλοπληρωμένα τμήματα της εργατικής τάξης. Από το 1980 όμως άρχισε η αντίστροφη πορεία. Το Chorzow έχασε το ένα τρίτο του πληθυσμού του, η φτώχεια αγκάλιασε όλες τις γειτονιές και σχεδόν κάθε σπίτι έχει και έναν άνεργο ανθρακωρύχο.
Τετρακόσιες χιλιάδες υπολογίζονταν οι εργάτες στις στοές πριν το 1990 σε ολόκληρη την χώρα. Κάθε χρόνο η παραγωγή κάρβουνου έφτανε στα 200 εκατομμύρια τόνους. Υστερα από δεκαπέντε χρόνια οι αριθμοί έπεσαν κατακόρυφα. Σύμφωνα με τις κρατικές στατιστικές στην Πολωνία υπάρχουν ακόμη 130 χιλιάδες ανθρακωρύχοι και η παραγωγή μόλις και φτάνει στα 100 εκατομμύρια τόνους. Και σαν να μην έφτανε αυτό η κυβέρνηση με οδηγίες και οικονομική υποστήριξη της Παγκόσμιας Τράπεζας εφαρμόζει ένα πρόγραμμα μείωσης της παραγωγής με κλείσιμο ορυχείων, απολύσεις που βαφτίστηκαν πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και ιδιωτικοποιήσεις. Σύμφωνα με το πρόγραμμα της λεγόμενης αναδιάρθρωσης που αφορά την περίοδο 2003-2006, σχεδιάζεται να φύγουν από την δουλειά 28 χιλιάδες ανθρακωρύχοι και να μειωθεί κατά 14 εκατομμύρια τόνους η παραγωγή. Το εκπληκτικό είναι πως αυτό γίνεται σε μια χρονική συγκυρία που η τιμή του κάρβουνου και η ζήτηση είναι ανεβασμένες διεθνώς και όλοι οι ειδικοί προβλέπουν και άλλη άνοδο τα επόμενα χρόνια.
Διακόσιες πενήντα χιλιάδες θέσεις εργασίας χάθηκαν στην Πολωνία στην δεκαπενταετή περίοδο της λεγόμενης μετάβασης μόνο στα ορυχεία άνθρακα. Τον Οκτώβριο του 2004 τα επίσημα στοιχεία υπολόγιζαν στο 19% την ανεργία σε πανεθνικό επίπεδο αλλά στις περιοχές των ορυχείων τα ποσοστά είναι τουλάχιστον διπλάσια. Από αυτούς τους ανέργους οι περισσότεροι έχασαν εδώ και καιρό το δικαίωμα του επιδόματος και οι λίγοι ακόμη τυχεροί παίρνουν ψίχουλα στα λεγόμενα προγράμματα επανακατάρτισης. Ετσι το Chorzow αργοπεθαίνει όπως και οι υπόλοιπες πόλεις του κάρβουνου στην περιοχή του Κατοβίτσε και σε όλη την Σιλεσία.
Οι ανθρακωρύχοι όλα αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα μετά το 2000 προσπάθησαν να αντισταθούν. Δέκα χιλιάδες εξαγριωμένοι εργάτες συγκρούστηκαν μπροστά στο κοινοβούλιο στην Βαρσοβία, με την αστυνομία, τον Σεπτέμβρη του 2003. Φέτος, τον περασμένο Ιούλιο, οκτώ χιλιάδες διαδήλωσαν στο κέντρο της πρωτεύουσας. Απεργίες και καταλήψεις γίνονται πολύ συχνά στα ορυχεία γύρω από το Chorzow. Πρόσφατα μεγάλη απεργία ξέσπασε στο ορυχείο KWK Polska Wirek δίπλα στην πόλη. Η περιοχή, άλλωστε, έχει μεγάλη παράδοση εργατικών αγώνων. Υπήρξε ένα από τα λίκνα του εργατικού Αυγούστου του 1980, τότε που ιδρύθηκε η «Αλληλεγγύη». Εικοσιπέντε χρόνια μετά, εκείνοι οι αγώνες, παρότι προδομένοι από την συνδικαλιστική και πολιτική δεξιά και καθολική ηγεσία, στοιχειώνουν στους δρόμους του Chorzow.
* Τον φετινό Ιούλιο το Chorzow κέρδισε για λίγο την προσοχή των διεθνών ΜΜΕ. Επιλέχτηκε να φιλοξενήσει την συναυλία των U2, που οργάνωση η διεθνής καμπάνια «Κάντε την φτώχεια ιστορία» ενόψει της συνόδου των G-8 στη Σκοτία. Περίπου 70 χιλιάδες νέοι συγκεντρώθηκαν για να ακούσουν το συγκρότημα του Μπόνο να ζητάει ελεημοσύνη για την φτωχή Αφρική. Για λίγο ίσως κατάφεραν να ξεχάσουν πως ο Τρίτος Κόσμος έχει μεταφερθεί και στην χώρα τους.
10 Σεπ 2005
Μπουένος Αϊρες. Οι Κρυμμένες Πόλεις

Χωριά της μιζέριας τα λένε, ορισμένα να ξεχωρίζουν με ένα αριθμό ή με ένα όνομα που άλλοτε ξορκίζει τις άθλιες συνθήκες (Villa Paraiso) και άλλοτε τις βροντοφωνάζει (Villa la Cava). Oλα στην περιφέρεια του Μπουένος Αϊρες, αποτελούν την αργεντίνικη εκδοχή των παραγκουπόλεων που όλο και πιο συχνά συναντά κανείς σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Τρία εκατομμύρια είναι οι κάτοικοι στην κυρίως περιοχή της πρωτεύουσας, όπως ισχυρίζεται ο μητροπολιτικός δήμος της πόλης, και άλλα δέκα εκατομμύρια και παραπάνω είναι στην περιφέρεια του, οι πιο πολλοί εσωτερικοί μετανάστες που έχουν συρρεύσει στα μεγάλα αστικά κέντρα τις τελευταίες δεκαετίες. Οι περισσότεροι από τα χρόνια του ’70 και του ’80, ζούνε στα παραγκόσπιτα, σε λαμαρινοκατασκευές και διάφορες τρώγλες. Η οικονομική κατάρρευση την δεκαετία του ’90 επέκτεινε την εξαθλίωση και βύθισε και άλλους Αργεντινούς στις συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν στις παραγκουπόλεις.
Η «Villa 15» ή αλλιώς «La Ciudad Oculta», έχει τριάντα χιλιάδες περίπου πληθυσμό. Το όνομα της, «Κρυμμένη πόλη» το πήρε στα χρόνια του ’70 και συγκεκριμένα στις μέρες που έγινε στην στρατοκρατούμενη χώρα το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου. Τότε οι στρατηγοί σκέφτηκαν να κτίσουν ένα τείχος που να κρύβει πίσω του τις παραγκουπόλεις για να μην τις βλέπουν οι ξένοι επισκέπτες. Ετσι η «Κρυμμένη Πόλη» για πολλά χρόνια δεν φαινόταν από τον διπλανό μεγάλο αυτοκινητόδρομο και παρότι το τείχος κάποια στιγμή γκρεμίστηκε, το όνομα έμεινε για να θυμίζει το παρελθόν. Στην «Κρυμμένη Πόλη», όπως και στις άλλες ανάλογες που αγκαλιάζουν την πρωτεύουσα, η ανεργία και η φτώχεια έχουν φέρει την εγκληματικότητα, τις ασθένειες και την εξαθλίωση. Μόνο στο Μπουένος Αιρες, σύμφωνα με τις κρατικές στατιστικές το 70% των νέων ζούνε κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως άλλωστε και ο μισός πληθυσμός της χώρας. Μιας χώρας πάμπλουτης σε παραγωγικές δυνατότητες που ο ιμπεριαλισμός και οι τοπικές εκμεταλλευτικές ελίτ την έχουν στείλει πιο πίσω και από χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Στην Αργεντινή, χώρα τεράστια και αραιοκατοικημένη, ο «παραλογισμός» του καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού συστήματος οδήγησε πάνω από το 1/3 του πληθυσμού να στοιβάζεται στην πρωτεύουσα, σε άθλιες συνθήκες και μάταια να αναζητά τα στοιχειώδη για να επιβιώσει. Παρά τις κυβερνητικές υποσχέσεις για έξοδο από την κρίση οι Αργεντινοί, αλυσοδεμένοι με το τεράστιο εξωτερικό χρέος και με συνεχείς οικονομικές θεραπείες-σοκ στριφογυρίζουν χρόνια τώρα σε ένα μελαγχολικό ταγκό με την αθλιότητα. Την ίδια στιγμή φυσικά μια αισχρή μειοψηφία συνεχίζει να πλουτίζει και οι αριθμοί πιστοποιούν πως η κοινωνική πόλωση είναι πρωτοφανής.
30 Ιουλ 2005
Πλανήτης Γη. Η απειλητική επιστροφή του «χτικιού»
16 Ιουλ 2005
Λεσόθο -Νότια Αφρική. Πώς οι εργάτες στον ιματισμό ανακάλυψαν την Κίνα
2 Ιουλ 2005
Λαμποούκ- Βόρεια Σουμάτρα. Το τσουνάμι …σκοτώνει ακόμη

Το Λαμποούκ βρίσκονταν μέχρι τον περασμένο Δεκέμβρη στα δυτικά παράλια του Ατσεχ, ανάμεσα σε καταπράσινους λόφους πάνω σε μια εύφορη κοιλάδα στην βόρεια Σουμάτρα. Υστερα από τον μεγάλο σεισμό και τα παλιρροϊκά κύματα στην θέση του χωριού υπάρχει πλέον μια ακάλυπτη έκταση. Εκτός από το κεντρικό τζαμί όλα τα υπόλοιπα κτίσματα καταστράφηκαν και από τους έξι χιλιάδες κατοίκους σώθηκαν μόνο χίλιοι. Τώρα μόνο ελάχιστες σκηνές γύρω από το μοναδικό κτίριο θυμίζουν την ύπαρξη του χωριού και περίπου τριακόσιοι άνθρωποι επιμένουν να προσπαθούν να ξαναρχίσουν να ζούνε εκεί, μέσα σε αντίξοες συνθήκες και αβοήθητοι.
Και πριν τον σεισμό που κτύπησε στα ανοιχτά της Σουμάτρα, το Λαμποούκ ήταν μια φτωχική περιοχή και απομονωμένη, εκτός των άλλων και γιατί βρίσκεται κοντά στις βάσεις των αυτονομιστών ανταρτών του «Απελευθερωτικού Κινήματος του Ατσεχ». Τώρα όμως η κατάσταση είναι τραγική. Το αλμυρό νερό κατέστρεψε τη γη των ορυζώνων του χωριού, που εκτείνονται σε 160 εκτάρια και οι ειδικοί προβλέπουν πως πρέπει να περάσουν ακόμη έξι ή και δώδεκα μήνες για να ξανά-καλλιεργηθούν. Οι αντάρτες προσπάθησαν να βοηθήσουν τις πρώτες μέρες τους κατοίκους του χωριού μεταφέροντας ρύζι και φάρμακα. Μετά από πέντε μέρες όμως εμφανίστηκε ο Ινδονησιακός στρατός και ανάγκασε τους κατοίκους να μετακομίσουν στην πρωτεύουσα της επαρχίας, την Μπάντα Ατσεχ και από τότε η περιοχή στρατοκρατείται, η κίνηση των κατοίκων ελέγχεται με ειδικές άδειες και η ανοικοδόμηση είναι ανύπαρκτη. Οπως καταγγέλλεται τώρα από παρά πολλές πλευρές, η περίφημη ανθρωπιστική βοήθεια από την Δύση και τους διεθνείς οργανισμούς εκτός από ελάχιστη ήταν και άνιση. Μοιράστηκε στις πλούσιες ομάδες και περιοχές, ληστεύτηκε από τα διεφθαρμένα καθεστώτα και τίποτε σχεδόν δεν πήγε σε αυτούς που την είχαν πραγματικά ανάγκη.
Το Ατσεχ κτυπήθηκε βαριά από το σεισμό και το τσουνάμι. Σχεδόν οι δύο στους τρεις νεκρούς από τους 150.000 Ινδονήσιους, θύματα της καταστροφής, προέρχονταν από αυτήν την περιοχή. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες κρατικές στατιστικές, που αναφέρονται στο 2002, το Ατσεχ είναι μια από τις πιο φτωχές περιοχές της Ινδονησίας. Το 48% των κατοίκων δεν είχαν πρόσβαση σε πόσιμο νερό και το 38% σε στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη. Ανάμεσα στο 1999 και το 2002 η φτώχεια είχε διπλασιαστεί και η παιδική θνησιμότητα γνώρισε μεγάλη άνοδο. Ετσι ο σεισμός συμπλήρωσε μια ήδη τραγική εικόνα. Η κυβέρνηση της Τζακάρτα, αρπάζοντας την ευκαιρία, έστειλε πιο πολλούς στρατιώτες παρά χρήματα στο Ατσεχ, με στόχο την καταστολή του αυτονομιστικού κινήματος σε μια στιγμή που η καταστροφή των χωριών του στερούσε τις βάσεις στήριξης. Η βοήθεια σταματούσε τις πιο πολλές φορές στα σύνορα της περιοχής με το πρόσχημα πως υπήρχε κίνδυνος να καταλήξει στα χέρια των ανταρτών. Την ίδια στιγμή ο στρατός συνέχιζε τις επιχειρήσεις και αναφέρθηκαν αρκετά περιστατικά μαζικών δολοφονιών χωρικών που -σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του καθεστώτος- ήταν υποστηρικτές των αυτονομιστών. Οι τελευταίοι έχουν πάρει τα όπλα από το 1976, διεκδικώντας ανεξαρτησία σε μια περιοχή με πλούσιο υπέδαφος που κατοικείται από 4,5 εκατομμύρια ανθρώπους. Στα τριάντα, σχεδόν, χρόνια που κρατάει η σύγκρουση πάνω από δέκα χιλιάδες έχουν σκοτωθεί κύρια από τον ντόπιο πληθυσμό.
* Στην δεκασέλιδη έκθεσή της, που δημοσιεύτηκε στα τέλη του Ιούνη, η γνωστή μεγάλη δυτική ΜΚΟ «Οξφαμ», καταγγέλλει πως σε όλες τις πληγείσες χώρες, έξι μήνες μετά το τσουνάμι, οι φτωχοί πήραν μόνο ψίχουλα για βοήθεια και συνεχίζουν να ζούνε σε καταυλισμούς μέσα σε άθλιες συνθήκες. Η ανοικοδόμηση έχει μείνει απλή υπόσχεση και σχέδιο στα χαρτιά.
18 Ιουν 2005
Νικαράγουα - Λα Ιντια. Παιδιά στις σκοτεινές στοές

Ο Κάρλος Αλμπέρτο Φλέτε είναι δώδεκα χρόνων. Ο συνονόματος του Κάρλος Αρτίτα είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος, γύρω στα δεκαπέντε όσο και ο φίλος του Χουάν Λαγκούνα. Ενδιάμεσος στην ηλικιακή σειρά, ο δεκατριάχρονος Τζούνιορ Καλντερόν. Ο δεκαεπτάχρονος Ενρίκε Ουρούτια είναι ο αρχηγός που συμπληρώνει μια ομάδα παιδιών από την βόρειο-δυτική Νικαράγουα. Τα ενώνει το στοιχειωμένο ορυχείο χρυσού Λα Ιντια, που βρίσκεται σε αυτήν την περιοχή που απέχει περίπου εκατόν-τριάντα μίλια από την πρωτεύουσα Μανάγκουα. Ο Ενρίκε είναι ο παλιότερος, με δέκα χρόνια δουλειάς στις στοές και τα ρήγματα.
Κάθε μέρα η παρέα, ανάμεσα σε άλλα τετρακόσια παιδιά, τρυπώνει στις εγκαταλειμμένες στοές του ορυχείου, κατεβαίνει δίχως κανένα εξοπλισμό μέχρι και 30 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης με μοναδικό εργαλείο ένα βαρύ σφυρί. Εκεί θα προσπαθήσει όλη την μέρα να ανακαλύψει μερικούς κόκκους χρυσάφι. Αν η μέρα είναι τυχερή, πράγμα διόλου εύκολο, τότε η παρέα μπορεί να κερδίσει ίσα με τρία δολάρια. Διαφορετικά θα φύγει με άδεια χέρια, παρά τις προσπάθειες να ξεπλύνουν όσο καλύτερα γίνεται το μετάλλευμα για να ανακαλύψουν κάποιο, κρυμμένο καλά, κόκκο χρυσού.
Οι συνθήκες στο Λα Ιντια είναι πολύ επικίνδυνες εκτός των άλλων και επειδή είναι εγκαταλειμμένο και δεν συντηρείται. Τα παιδιά από τις γύρω ιθαγενικές κοινότητες, που δουλεύουν εκεί και κάνουν δύο ώρες ποδαρόδρομο κάθε μέρα για να φτάσουν στο ορυχείο, πάσχουν μαζικά από υποσιτισμό, αφυδατώσεις, νεφρικές δυσλειτουργίες και ασθένειες των πνευμόνων. Μερικές φορές κινδυνεύουν από παγιδεύσεις μέσα στις παλιές στοές ή από τις αναθυμιάσεις.
Ακραία αλλά όχι μοναδική για τα δεδομένα της χώρας η κατάσταση στο ορυχείο χρυσού. Και σε άλλα ορυχεία αλλά και σε μια μεγάλη λίστα από βαριές χειρωνακτικές δουλειές η παιδική εργασία είναι πολύ διαδεδομένη. Γύρω στις τριακόσιες χιλιάδες παιδιά που αντί να πηγαίνουν στα σχολεία για την βασική εκπαίδευση, γίνονται αντικείμενα σκληρής εκμετάλλευσης. Η Νικαράγουα πιο φτωχή από ποτέ, ύστερα από το ανολοκλήρωτο σαντινιστικό διάλειμμα, έχει ξαναπέσει στην αθλιότητα και την μιζέρια. Πάνω από το 70% των πεντέμισι εκατομμυρίων Νικαραγουανών ζει σε συνθήκες απόλυτης ένδειας. Με ένα μέσο ετήσιο εισόδημα επτακόσια δολάρια, η χώρα είδε τα τελευταία χρόνια την συνεχή οικονομική κατάρρευση. Υπολογίζεται πως χάθηκε πάνω από το 1/3 του συνολικού εθνικού προϊόντος από το 1980 και η χώρα πέφτοντας πολλά σκαλοπάτια στην παγκόσμια κατάταξη έφτασε να θεωρείται σαν μια από τις φτωχότερες στο Δυτικό Ημισφαίριο.
Ετσι δεν είναι καθόλου παράξενο που η παιδική εργασία έχει επεκταθεί μαζί με μια σειρά άλλα κοινωνικά φαινόμενα αποσύνθεσης και σκληρής εκμετάλλευσης. Πριν δύο χρόνια στην γειτονική Κοσταρίκα ανακαλύφθηκε κύκλωμα δουλεμπορίου παιδιών στις φυτείες που έφερνε παιδιά από την Νικαράγουα. Τελευταία η φτώχεια ξανάβγαλε μαζικά τους Νικαραγουανούς στους δρόμους. Τον περασμένο Απρίλη χιλιάδες συγκρούστηκαν με την αστυνομία στην Μανάγκουα στις κινητοποιήσεις ενάντια στις αυξήσεις των τιμών που εξήγγειλε η κυβέρνηση.
*Πρόσφατα η «Διεθνής Οργάνωση Εργασίας», εγκαινίασε ένα πρόγραμμα επανένταξης των μικρών χρυσωρύχων στην εκπαίδευση. Τίτλος του προγράμματος «Από το ορυχείο στο σχολείο». Αφορά όμως, μόνο, τρεις εκατοντάδες παιδιά σε όλη την χώρα, αποδείχνοντας για μια ακόμη φορά πως η λεγόμενη βοήθεια δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ασπιρίνη σε ένα βαριά άρρωστο.
4 Ιουν 2005
Καμπότ- Καμπότζη. Παιδικά χέρια…και φθηνό φυσικό αλάτι

Η Καμπότ είναι η νοτιότερη στα δυτικά επαρχία της Καμπότζης, στον κόλπο της Ταυλάνδης , γύρω στα 150 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Πνομ-Πενχ. Εκτείνεται δυτικά ως τα βουνά των Ελεφάντων από τα οποία η ψηλότερη κορυφή, το Μποκόρ στα 1080 μέτρα, «βλέπει» όλη την πεδινή περιοχή της επαρχίας ως την θάλασσα. Τα τελευταία χρόνια τα παράλια έχουν γίνει δημοφιλής τουριστικός προορισμός και όχι άδικα. Η φυσική ομορφιά της περιοχής και οι φθηνές υπηρεσίες των ντόπιων βοήθησαν μεγάλες τουριστικές αλυσίδες να έρθουν και να επενδύσουν. Αυτή είναι η μια όψη της επαρχίας που μπορεί να την ανακαλύψει κανείς σε τουριστικούς οδηγούς, ιστοσελίδες και καρτ-ποστάλ.
Η άλλη είναι η πραγματική ζωή της πλειοψηφίας του πληθυσμού που υπολογίζεται σε 580 χιλιάδες ψυχές σε όλη την Καμπότ. Αναμεσά τους περίπου πενήντα χιλιάδες ζούνε γύρω από τις φημισμένες αλυκές της επαρχίας «καλλιεργώντας» μια έκταση 3,3 εκ. εκταρίων για να βγάλουν ογδόντα χιλιάδες τόνους κατά μέσο όρο φυσικό θαλασσινό αλάτι τον χρόνο. Το αλάτι της Καμπότ θεωρείται πολύ καλής ποιότητας μιας και παράγεται σε όλα τα στάδια με τα χέρια και φυσικά μέσα.
Για νάναι όμως φτηνό το αλάτι πρέπει νάναι και φτηνά τα χέρια που το μαζεύουν. Ετσι στις αλυκές η παιδική εργασία από πολύ μικρή ηλικία είναι αρκετά διαδεδομένη κάτω από ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες.Το θαλασσινό νερό πρέπει να οδηγηθεί σε περιφραγμένες εκτάσεις διαδοχικά και αυτό απαιτεί σκληρή χειρωνακτική δουλειά. Εκθεση στον ήλιο όλη την ημέρα, μεταφορές μεγάλων φορτίων, υγρασία και ασθένειες συνθέτουν μια εικόνα που ακόμη και για τα Καμποτζιανά δεδομένα – που η παιδική εργασία είναι κάτι το συνηθισμένο- είναι αρκετά ακραία. Πάνω από 1500 παιδιά κάτω των δέκα ετών θα συναντήσει κανείς καθημερινά στις αλυκές της Καμπότ.
Σε περίπου ενάμισι εκατομμύριο ανεβάζουν οι διάφορες ανθρωπιστικές οργανώσεις τα παιδιά που δουλεύουν –ενώ δεν θάπρεπε- στους διάφορους νόμιμους και παράνομους τομείς στην χώρα. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, ανθεί ιδιαίτερα ο σεξοτουρισμός και η παιδική αναγκαστική πορνεία. Αποτέλεσμα της καταστροφής και της εξαθλίωσης που ακολούθησε την ιμπεριαλιστική επέμβαση, την Βιετναμική εισβολή και τον εμφύλιο πόλεμο. Αγαπημένο «ανθρωπιστικός» στόχος η Καμπότζη για τις δυτικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, θεωρείται στην Δύση θύμα των Κόκκινων Διαβόλων του Πολ-Ποτ οι οποίοι –σύμφωνα με την διαδεδομένη άποψη- κατέστρεψαν την χώρα με τον «αγροτικό κομμουνισμό» που προσπάθησαν να επιβάλλουν.
Η αλήθεια –όπως είναι φυσικό- είναι αρκετά διαφορετική από την κατασκευασμένη εικόνα των δυτικών ΜΜΕ. Η λεηλασία της αποικιοκρατίας και τα εγκλήματα των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών ευθύνονται κατά κύριο για την σύγχρονη απελπισία των Καμποτζιανών. Και η ανθρωπιστική προσφορά των μεγάλων ΜΚΟ της Δύσης όχι μόνο δεν εξαγοράζει αυτήν την προιστορία αλλά ταυτόχρονα αποτελεί το αντίδωρο για την μετατροπή της Καμπότζης σε μια δεύτερη αθλιότερη Ταυλάνδη.
21 Μαΐ 2005
Σαβάρ-Μπαγκλαντές Φθηνά ρούχα… φτιαγμένα με αίμα
Ηταν περασμένα μεσάνυχτα της Κυριακής προς Δευτέρα 11 του φετινού Απρίλη όταν μια εκκωφαντική έκρηξη συντάραξε την γειτονιά του Παλασχμπάρι στην Σαβάρ, μια πόλη γεμάτη εργοστάσια και βιοτεχνίες ρούχων, τριάντα-δύο χιλιόμετρα βόρειο-δυτικά της Ντάκα. Εννιά μονάδες της εταιρίας Σπέκτρουμ τινάχτηκαν κυριολεκτικά στον αέρα, κάνοντας σωρό ερειπίων ένα τεράστιο κτιριακό συγκρότημα και θάβοντας κάτω από αυτά, εκατοντάδες εργάτες. Για μέρες τα σωστικά συνεργεία προσπαθούσαν να απεγκλωβίσουν τους θαμμένους και ο ανεπίσημος απολογισμός ξεπέρασε τους εκατό νεκρούς. Ολοι τους εργάτες και εργάτριες που δούλευαν νυκτερινή βάρδια, όταν έσκασε ένας λέβητας θέρμανσης νερού. Η Σπέκτρουμ περηφανεύονταν για την μεγάλη παραγωγική ικανότητά της και τους φημισμένους πελάτες της, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν η ισπανική Zara και το γαλλικό Carrefour. Η καταστροφή «έκλεψε» ελάχιστο από τον χρόνο των δυτικών ΜΜΕ, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των νεκρών. Ως εκεί όμως. Από τότε μέχρι τώρα οι εργατικές ενώσεις μάταια συνεχίζουν να διεκδικούν τιμωρία των ενόχων, αποζημιώσεις και καλυτέρευση των συνθηκών ασφαλείας αντιμετωπίζοντας την κρατική αδιαφορία.
Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά. Εκατοντάδες τραγωδίες έχουν συμβεί στα εργοστάσια ρούχων στο Μπαγκλαντές, από πυρκαγιές, εκρήξεις και καταρρεύσεις κτιρίων τα τελευταία χρόνια με απολογισμό πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Αποτέλεσμα ενός παραγωγικού «μπουμ» η χώρα έχει περίπου 3000 εργοστάσια ρούχων και υφασμάτων που απασχολούν περίπου 1,8 εκατομμύρια εργάτες. Η μεγάλη πλειοψηφία τους (πάνω από το 80%) είναι γυναίκες που δουλεύουν 12 έως 14 ώρες την μέρα, με ένα μισάωρο διάλειμμα επί επτά μέρες την εβδομάδα και αμείβονται με 1500-2000 τακάς, δηλαδή 20 με 30 δολάρια των μήνα. Οι περισσότερες μονάδες βρίσκονται στην περιφέρεια της πρωτεύουσας και υποδέχονται τους εξαθλιωμένους αγρότες που συρρέουν στα αστικά κέντρα για ένα μεροκάματο. Εχουν εγκατασταθεί σε ετοιμόρροπα κτίρια, χωρίς καμιά πρόνοια υγιεινής και ασφάλειας και αποτελούν κανονικά φέρετρα. Εκθέσεις διεθνών οργανισμών και των συνδικάτων περιγράφουν με μαύρα χρώματα την αθλιότητα, την εκτεταμένη παιδική εργασία, τις ασθένειες στα πνευμόνια, τις διαδεδομένες μολύνσεις, τα συχνά ατυχήματα και την βαναυσότητα που επικρατεί.
Στο Μπαγκλαντές το 1970, πριν την ανεξαρτησία, υπήρχε μόνο ένα εργοστάσιο ρουχισμού και το 1981 στον κλάδο δούλευαν περί τους 5000 εργάτες. Από τότε, όλες σχεδόν οι μεγάλες αλυσίδες και πολυεθνικές μπήκαν στην αγορά της χώρας κυνηγώντας το φτηνό εργατικό κόστος. Μεγάλα ονόματα, σαν την ADIDAS και την ΝΙΚΕ, κολλάνε τις ετικέτες τους στα ρούχα που ράβουν οι εξαθλιωμένοι εργαζόμενοι στο Μπαγκλαντές, δίνοντας για αντίτιμο εξευτελιστικές τιμές. Κρατική προστασία μηδέν. Η χώρα κυβερνάται από την αρχή της σύντομης ιστορίας της από μαφιόζικες διεφθαρμένες ομάδες που είναι έτοιμες να εξαγοραστούν ανά πάσα στιγμή. Το μόνο που ξέρουν να κάνουν καλά είναι να στέλνουν από καιρού εις καιρόν την αστυνομία να τσακίζει όσους εργαζόμενους αποφασίσουν να απεργήσουν.
Σχεδόν «μονοκαλλιέργεια» η βιομηχανία ρουχισμού, φέρνει πάνω από το 80% του εξωτερικών εσόδων της χώρας αν και τελευταία η ορμητική είσοδος της Κίνας και της Ινδίας στη διεθνή αγορά, δημιουργεί και άλλα προβλήματα στους δύστυχους Μπαγκλαντέζους. Οι πολυεθνικές έχουν αρχίσει να μετακομίζουν και η ανεργία να μεγαλώνει. Καμιά διαφυγή. Δυστυχία να δουλεύεις και διπλή δυστυχία να γυρνάς χωρίς δουλειά στις μεγάλες παραγκοσυνοικίες της Ντάκα.
*Σε επείγουσα ανακοίνωση που κυκλοφόρησε πρόσφατα στο διαδίκτυο ο γραμματέας της Εθνικής Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Ιματισμό, Αμιρούλ Αμίν, ενημερώνει για τις κινητοποιήσεις που συνεχίζονται για τη δικαίωση των θυμάτων στην Σαβάρ και ζητά τη διεθνή εργατική υποστήριξη.
7 Μαΐ 2005
Ανατολική Σλοβακία -Τρεμπίσοφ. Τριτοκοσμική παραγκούπολη… στη μέση της Ευρώπης.

Με θρησκευτικά μνημεία γοτθικού ρυθμού και με μια ιστορία που φτάνει πίσω στον 12ο αιώνα το Τρεμπίσοφ, βρίσκεται στην ανατολική Σλοβακία, λίγα χιλιόμετρα πιο νότια από το Κόσικε τη μητρόπολη της περιοχής. Περίπου 23 χιλιάδες είναι οι κάτοικοι της πόλης που έχει τουλάχιστον δύο θλιβερές πρωτιές σε όλη τη χώρα. Σύμφωνα με τις κρατικές στατιστικές οι πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης πεθαίνει κατά μέσο όρο δέκα έως και δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα από τον εθνικό μέσο όρο. Και ο δείκτης παιδικής θνησιμότητας είναι ο υψηλότερος με 31 θανάτους στις χίλιες γεννήσεις. Και αυτό γιατί το Τρεμπίσοφ είναι από τις πόλεις με τον πυκνότερο πληθυσμό Ρομά, όπως και άλλες περιοχές στα ανατολικά.
Στοιβαγμένοι σε παραγκουπόλεις, μέσα σε άθλιες συνθήκες, χωρίς καμιά υγειονομική υποδομή, δίχως πόσιμο νερό και ηλεκτρικό οι Ρομά είναι οι πιο χαμένοι από τους χαμένους κατοίκους της χώρας εξαιτίας της λεγόμενης μετάβασης στην «ελεύθερη» οικονομία. Στο Τρεμπίσοφ η ανεργία φτάνει στο 100% (!!) και η μόνη προσμονή κάθε μήνα είναι το κρατικό επίδομα για να συντηρηθούν οι -συνήθως- πολυμελείς οικογένειες των Ρομά. Πέρυσι τον Φλεβάρη, εκατοντάδες νεαροί Ρομά ξεχύθηκαν στους δρόμους της πόλης (αλλά και σε μια δεκάδα άλλες πόλεις της περιοχής), επιτέθηκαν στα αστυνομικά τμήματα, λεηλάτησαν καταστήματα τροφίμων και έβαλαν φωτιά σε κρατικές υπηρεσίες. Την οργή τους υποκίνησε η απόφαση της κυβέρνησης να περικόψει τα κρατικά επιδόματα και να τα αποσυνδέσει από τον αριθμό των παιδιών για κάθε οικογένεια. Ετσι μία οικογένεια άνεργων Ρομά που έπαιρνε μέχρι τότε 10 χιλιάδες περίπου κορώνες (περίπου 245 ευρώ) τον μήνα, με τα νέα μέτρα πρέπει να ζήσει με 3000 κορώνες, δηλαδή με καμιά 80 ευρώ. Ηταν η πρώτη φορά μετά το 1989, που η κυβέρνηση κινητοποίησε τόσους χιλιάδες αστυνομικούς και στρατιώτες για να καταστείλουν με την βία την εξέγερση. Εγιναν εκατοντάδες συλλήψεις, υπήρξαν δεκάδες τραυματισμοί και λίγες ημέρες αργότερα σε ένα κανάλι στο Τρεμπίσοφ, ανακαλύφτηκε το άψυχο σώμα του 29χρονου Ράντοσλαβ Πούκι. Μέχρι τώρα η αστυνομία επιμένει πώς πνίγηκε από ατύχημα σε πείσμα της πεποίθησης των κατοίκων ότι ο θάνατος του οφείλονταν στην αστυνομική βαρβαρότητα.
Κοντά σε 500 χιλιάδες υπολογίζονται οι Ρομά στη Σλοβακία, δηλαδή το 10% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, μέρος ενός μεγαλύτερου πληθυσμού που βρίσκεται -σε όχι διαφορετικές συνθήκες- στην Ανατολική Ευρώπη, και κύρια στην Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία κλπ. Αποτελούν την πιο περιθωριοποιημένη κοινωνική ομάδα και αντιμετωπίζουν ισχυρές διακρίσεις και εχθρικές ενέργειες. Τελευταία και στη Σλοβακία έχουν αυξηθεί τα κρούσματα ρατσιστικών επιθέσεων, ενώ έντονα προβάλλονται από τα επίσημα ΜΜΕ τα αυξημένα ποσοστά εγκληματικότητας των Ρομά, με σκοπό να εξάψουν το εχθρικό κλίμα ενάντια τους. Και στις προηγούμενες δεκαετίες του «ανύπαρκτου» οι Ρομά αντιμετώπιζαν όχι λίγες διακρίσεις και αποκλεισμούς. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αγριέψει. Και αυτό γιατί η οικονομική και κοινωνική κατάρρευση στις χώρες αυτές της Ανατολικής Ευρώπης παράσυρε από την πρώτη στιγμή τους πιο αδύναμους. Ετσι το Τρεμπίσοφ δεν υστερεί πια σε τίποτε από τις άθλιες παραγκουπόλεις του Τρίτου Κόσμου. Είναι ο Τρίτος Κόσμος μέσα στην καρδιά της Ευρώπης.
* Πρόσφατα στην Σόφια μια κοινή πρωτοβουλία οκτώ Ανατολικο-Ευρωπαϊκών κρατών ανακοινώθηκε για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των Ρομά. Υποκινητής το ίδρυμα του γνωστού χρηματιστή Σόρος, για να διαλυθεί κάθε αμφιβολία για το τι περιμένει και στο μέλλον τους Ρομά.
23 Απρ 2005
Αλάνγκ-Γκουτζαράτ. Νεκροταφείο για πλοία …και ανθρώπους

Το Αλάνγκ βρίσκεται στην είσοδο του κόλπου Χαμπάντ, στο Γκουτζαράτ, στη βορειοδυτική Ινδία, δίπλα στα πακιστανικά σύνορα και βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα. Από άσημο ψαροχώρι έχει γίνει γνωστό παγκόσμια τα τελευταία είκοσι χρόνια, μιας και έχει μετατραπεί στο μεγαλύτερο «νεκροταφείο» πλοίων σε όλο τον πλανήτη. Κάθε χρόνο περίπου 400 μεγάλα εμπορικά σκάφη, τα περισσότερα τεράστια φορτηγά και τάνκερς διαλύονται στα έξι χιλιόμετρα της παραλίας για να πουληθεί ο χάλυβας και τα υπόλοιπα ανακυκλώσιμα υλικά. Μόνο το 2003, το Αλάνγκ έβγαλε τρία εκατομμύρια τόνους χάλυβα καλύπτοντας, πλέον το 15% των ετήσιων αναγκών της Ινδίας. Δεν διαλέχτηκε τυχαία η περιοχή. Η θαλάσσια παλίρροια, δυο φορές τον μήνα όταν γεμίζει το φεγγάρι ή όταν ξεκινά το καινούριο, βοηθά τα γέρικα σκαριά των χιλιάδων τόνων να πλησιάσουν την ακτή και να αράξουν στα αβαθή.
Τότε πιάνουν δουλειά οι άνθρωποι. Με γυμνά χέρια και σώματα, χωρίς καμία προστασία, με απλά σφυριά ή αυτοσχέδιες κατασκευές κοπής των μετάλλων, χιλιάδες εργάτες σπάζουν τα πλοία σε πρωτόγονες και απίστευτα επικίνδυνες συνθήκες. Πριν ξεκινήσουν -στη θέση της σαμπάνιας που σπάζουν οι πλοιοκτήτες στην καθέλκυση- θρυμματίζουν μια καρύδα στα πλευρά του πλοίου και κάνουν μια προσευχή στον θεό των ελεφάντων, για να τους προστατέψει από τα ατυχήματα. Θα πάρουν μάλιστα και την καμπάνα από την γέφυρα και θα την αφιερώσουν σε κάποιο γειτονικό τζαμί ή ινδουιστικό ναό. Για περίπου ενάμισι δολάριο την μέρα, 40.000 εργάτες δουλεύουν στο διαλυτήριο του Αλάνγκ, οι περισσότεροι εσωτερικοί μετανάστες από την ανατολική Ινδία. Κατά μέσο όρο ένας εργάτης την μέρα σκοτώνεται και άγνωστος αριθμός τραυματίζεται. Τα κατάγματα, τα καψίματα και οι λιποθυμίες από τις αναθυμιάσεις είναι η καθημερινή ρουτίνα. Ούτε λόγος για ιατρική περίθαλψη, εκτός από ένα μικρό ιατρικό κέντρο, που έστησε τελευταία ο Ερυθρός Σταυρός. Μερικοί γιατροί που ασχολήθηκαν με τις συνθήκες, υπολογίζουν πως ένας στους τέσσερις εργάτες θα προσβληθούν από καρκίνο από την μόλυνση που προκαλούν τα τοξικά υλικά, όπως ο αμίαντος, τα αέρια, το κλοφέν, ο μόλυβδος κλπ. Υπολόγισαν μάλιστα πώς στις δέκα με δώδεκα ώρες δουλειά, τα πνευμόνια των εργατών, δέχονται μόλυνση ίδια με το κάπνισμα 15 πακέτων τσιγάρων ημερησίως!!
Αλλά και στις παράγκες που μένουν οι συνθήκες δεν είναι καλύτερες. Χωρίς αποχετευτικό δίκτυο και λιγοστό πόσιμο νερό, η ελονοσία, οι διάρροιες και οι ηπατικές ασθένειες θερίζουν. Πρόσφατα μάλιστα παρατηρήθηκε κατακόρυφη αύξηση και των κρουσμάτων AIDS, φαινόμενο που οι «Ινδικοί Τάιμς» το απέδιδαν στην έλλειψη γυναικών στους καταυλισμούς!! Οι εργάτες κοιμούνται σε αυτοσχέδιες καλύβες, μέσα στα λασπόνερα, και πάνω σε ένα έδαφος μαύρο από τα κατάλοιπα των πλοίων και το πετρέλαιο. Τόσο η ακτή όσο και η θάλασσα, έχουν από καιρό μολυνθεί και οι περιβαλλοντολογικές οργανώσεις εκτιμούν πως θα χρειαστούν πάνω από 20 χρόνια για να επανέλθει -αν μπορεί να γίνει ποτέ αυτό- η κατάσταση στην αρχή, με την προϋπόθεση φυσικά πως σταματά η δραστηριότητα του διαλυτηρίου.
Το διαλυτήριο όμως έχει κάθε χρόνο και πιο πολύ δουλειά. Οι μεγάλες πλοιοκτητικές εταιρίες από όλες τις θάλασσες και χώρες έχουν μεγάλο συμφέρον να στείλουν εκεί τα πλοία για να πεθάνουν, εξαιτίας του πολύ χαμηλού εργατικού κόστους και της ανεξέλεγκτης κατάστασης για τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Μέχρι και το Αμερικάνικο πολεμικό ναυτικό, ξεπερνώντας δισταγμούς για διαρροή μυστικών, σκέφτεται να αρχίσει να στέλνει τα αποστρατευμένα πλοία στο Αλάνγκ.
Το Αλάνγκ δεν είναι το μοναδικό «νεκροταφείο πλοίων» στη νότια Ασία. Και το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές μπήκαν τελευταία στον ανταγωνισμό. Το 90% των γέρικων πλοίων από όλο τον κόσμο κάνουν το τελευταίο ταξίδι τους με ρότα τις ακτές αυτών των τριών χωρών. Στο θάνατο τους θα πάρουν μαζί τους και μερικούς ανθρώπους για παρέα.
9 Απρ 2005
Μεξικάνοι στο Ιράκ. Το ξένο αίμα …είναι πιο φθηνό!

Το Tlaquepaque περιλαμβάνεται σε όλους τους τουριστικούς οδηγούς για το Μεξικό. Κτισμένο το 1530 από τους Ισπανούς με το όνομα Σαν Πέδρο, πήρε το ιθαγενικό όνομά του από μια ινδιάνικη έκφραση για το μέρος που βρίσκεται πάνω σε αργιλώδες έδαφος. Τώρα πλέον προάστιο της Γκουδαλαχάρα, προς τα νοτιοανατολικά, είναι φημισμένο για τα πήλινα χειροτεχνήματα του και συγκεντρώνει χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο. Σχεδόν κανένας από αυτούς όμως δεν γνωρίζει πως στο νεκροταφείο του Tlaquepaque τον περασμένο Δεκέμβρη, ανοίχτηκε ένας καινούργιος τάφος για να υποδεχτεί έναν "ήρωα πολέμου". Στην κηδεία του 21χρονου Σέρτζιο Ντιάζ Βαρέλα, στις 12 του Δεκέμβρη, συγκεντρώθηκαν εκατοντάδες κάτοικοι του προαστίου με περίεργα συναισθήματα. Ο νεαρός Μεξικανός σκοτώθηκε στο Ραμάντι του Ιράκ, στα τέλη του Νοέμβρη, από μια βόμβα που έβαλαν οι αντάρτες στο πλάι του δρόμου, από όπου περνούσε η περίπολος που συμμετείχε. Η μητέρα του Σέρτζιο, Μαρία Γουαδαλούπε, αρνήθηκε να τυλίξει το φέρετρό του με την αμερικανική σημαία και καταριότανε τους στρατολόγους που πήραν τον γιο της στον Αμερικανικό στρατό. Ηρωας χωρίς πατρίδα, ο Σέρτζιο, κατατάχτηκε στο στρατό με σκοπό να βγει από τη φτώχεια και να πάρει την αμερικανική υπηκοότητα. Τελικά θάφτηκε στο Μεξικό, στην πραγματική του πατρίδα, χωρίς καμία σημαία για συνοδεία και τους συγγενείς και φίλους να προσπαθούν να βρουν δικαιολογίες για να απαλύνουν τον πόνο τους.
Η περίπτωση του Σέρτζιο δεν είναι η μοναδική. Περίπου 130.000 Λατινοαμερικάνοι είναι ντυμένοι με αμερικανικές στρατιωτικές στολές και οι περισσότεροι από αυτούς είναι Μεξικάνοι. Από το 1983 ως το 2000, υπερδιπλασιάστηκε αυτός ο αριθμός, που φτάνει πλέον στο 11% του Αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού. Εξήντα χιλιάδες από αυτούς πέρασαν ή βρίσκονται στο Ιράκ, και αποτελούν τους 2 στους 10 στρατιώτες που επανδρώνουν τις πρώτες μάχιμες γραμμές και αποστολές. Ετσι δεν είναι περίεργο που οι Μεξικάνοι -με αμερικανική υπηκοότητα ή όχι- είναι πρώτοι στην λίστα σε απώλειες -μετά τους λευκούς- στις κατοχικές δυνάμεις στο Ιράκ. Από τους 1000 πρώτους νεκρούς Αμερικάνους από την έναρξη της επέμβασης -σύμφωνα με τα στοιχεία του Πεντάγωνου, οι 122 ήταν Λατίνοι, εκ των οποίων 70 Μεξικάνοι. Ως τα τέλη του φετινού Μάρτη ο αριθμός των νεκρών Μεξικάνων έφτασε τους 172!! Και το πιο εκπληκτικό είναι ότι 22.000 Μεξικάνοι -χωρίς αμερικανική υπηκοότητα- βρίσκονται στο Ιράκ πολεμώντας για μια ξένη και εχθρική -ιστορικά και σύγχρονα- σημαία, με μοναδικό οδηγό την προσμονή μιας καλύτερης ζωής! Και εκεί τους συναντά ο θάνατος.
Οι φτωχοί Ισπανόφωνοι και Λατίνοι στις ΗΠΑ, αποτελούν μαζί με τους Αφροαμερικανούς, τον ιδανικότερο στόχο των στρατολόγων. Με αντίτιμο την παροχή της πολυπόθητης υπηκοότητας και του μισθού, πείθονται να καταταγούν και να σταλούν μετά, στα μέτωπα του Ιράκ. Ακόμη και μέσα στο Μεξικό έχουν απλώσει τα δίχτυα τους οι υπηρεσίες του Αμερικανικού στρατού και στρατολογούν απελπισμένους νέους. Και όσο τα φέρετρα συνεχίζουν να επιστρέφουν γεμάτα από το μακρινό Ιράκ, τόσο ενισχύεται η αγανάκτηση και στις δυο πλευρές των συνόρων. Για την προκλητική και απάνθρωπη εκμετάλλευση της φτώχειας και των αδιεξόδων τόσο στο Μεξικό όσο και στις Ισπανόφωνες κοινότητες στις ΗΠΑ.