Το μεσημέρι του περασμένου Σαββάτου στο μεγάλο βενζινάδικο, στη συμβολή των οδών Ωραιοκάστρου και Περιφερειακής, στην Άνω Ηλιούπολη, στη δυτική έξοδο της Θεσσαλονίκης με κατεύθυνση την Εθνική Οδό για Αθήνα, τίποτε δεν μαρτυρούσε στον ανυποψίαστο περαστικό την τραγωδία που εκτυλίχτηκε λίγες μόνο ώρες πριν. Στο διπλανό, μάλιστα, μικρό σουβλατζίδικο, όπως κάθε τέτοια ώρα και ειδικά τα Σάββατα, πολλοί ήταν αυτοί που τέλειωναν μια ακόμη δύσκολη βδομάδα μόχθου για το μεροκάματο με μια ρετσίνα και συζήτηση για το βραδινό γεγονός σαν να ήταν κάτι που συνέβη αρκετά μακριά.
Ήταν περίπου τέσσερις τα ξημερώματα όταν –σύμφωνα με μαρτυρίες και την καταγραφή του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης- μια μαύρη BWM, σταμάτησε για ανεφοδιασμό. Ο υπάλληλος, ένας πενηντάχρονος Αλβανός μετανάστης- όταν τελείωσε τον εφοδιασμό και ζήτησε να πληρωθεί, διαπίστωσε πως οι πελάτες ήταν ληστές που με την απειλή πιστολιών του ζήτησαν τις εισπράξεις. Ο δύστυχος Αλβανός αντέδρασε (ποιος ξέρει κάτω από ποιες συνθήκες πίεσης και άγχους για τη δουλειά του και τις επιπτώσεις) και στην προσπάθεια του να πάει προς το κτίριο του βενζινάδικου, σωριάστηκε νεκρός με μια σφαίρα στο κεφάλι, από τους πισώπλατους πυροβολισμούς. Οι ληστές διέφυγαν στην νύχτα, ενώ οι αστυνομικοί βρήκαν στις τσέπες του υπάλληλου τις εισπράξεις για την υπεράσπιση των οποίων πλήρωσε με τη ζωή του. Δεν ήταν παραπάνω από τριακόσια ευρώ.
Ο θάνατος του εργαζόμενου στο βενζινάδικο πέρασε με λίγες γραμμές ή λιγοστά δευτερόλεπτα στον έντυπο και στον ηλεκτρονικό τύπο σαν κάτι το συνηθισμένο και σχετικά ασήμαντο και ξεχάστηκε σχεδόν αμέσως. Γίνανε οι συνηθισμένες αναφορές στην ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας και στην Θεσσαλονίκη, ενώ για τον νεκρό τίποτε περισσότερο. Δεν γράφτηκε ούτε καν το όνομά του παρά μόνο πως ήταν πατέρας δύο παιδιών και πως πρόσφατα είχε πεθάνει η γυναίκα του. Είχε έρθει από την Αλβανία για να βρει ένα καλύτερο αύριο. Στο χώρο της δολοφονίας ούτε καν οι κόκκινες κορδέλες της αστυνομίας ή ένα περιπολικό δεν μαρτυρούσαν για το τραγικό περιστατικό. Άλλωστε δεν υπήρχε τίποτε το ασαφές. Όλα ήταν καθαρά εξαρχής. Ούτε ο πρώτος ήταν ούτε και ο τελευταίος φτηνός εργάτης, συνήθως μετανάστης που χάνει τη ζωή του στην ώρα της δουλειάς από «ατύχημα» ή άλλου τύπου εγκληματική ενέργεια, σε μια περίοδο που τέτοια γεγονότα γίνονται όλο και πιο συχνά.
* Τις ίδιες ώρες όλη η χώρα παρακολουθούσε απευθείας σχεδόν την εξέλιξη της απαγωγής του μεγαλοεφοπλιστή Παναγόπουλου με νυχθημερόν κάμερες και ρεπόρτερ στημένους λίγο έξω από τη βίλα του στο Καβούρι. Μέχρι και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών προσέτρεξε με δηλώσεις συμπάθειας και συμπαράστασης στον δοκιμαζόμενο απαχθέντα από μια οργανωμένη σπείρα, που τον κράτησε για αρκετές ημέρες μέχρι να δοθούν τα λύτρα. Ένα από τα μεγάλα θέματα που απασχόλησαν τους καλούς δημοσιογράφους ήταν στο πώς θα δοθούν τα τριάντα –εν τέλει σύμφωνα με τις πληροφορίες – εκατομμύρια ευρώ στους απαγωγείς. Όχι στο πώς θα βρεθούν όμως. Γι’ αυτό δεν υπήρχε κανένα ερωτηματικό. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του ίδιου του Παναγόπουλου, οι απαγωγείς του τον μεταχειρίστηκαν καλά και ευγενικά, αν και απέφυγε να μιλήσει με πιο θερμά λόγια, όπως είχε κάνει πριν λίγο καιρό ένας άλλος απαχθείς μεγαλοβιομήχανος από την Θεσσαλονίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου