17 Δεκ 2005
Σαν Κουέντιν- Καλιφόρνια. Ο βάρβαρος Κόναν εξόντωσε την τίγρη της Βεγγάλης….
3 Δεκ 2005
Ciudad Juarez-Μεξικό. Η πόλη των δολοφονημένων γυναικών

H Ciudad Juarez έχει πάρει το όνομα της από τον εκλεγμένο Μεξικανό Πρόεδρο Μπενίτο Χουάρεζ, μετά τον θάνατό του το 1872. Πιο μπροστά η περιοχή ήταν γνωστή σαν Εl Paso del Norte (To Πέρασμα του Βορρά), που από ένα μικρό χωριό έφτασε να γίνει στα χρόνια του πολέμου με την Γαλλία- για ένα διάστημα- η έδρα της Μεξικάνικης κυβέρνησης. Από το 1668 που ο Φραγκισκανός μοναχός Γκαρσία ανακάλυψε ένα θεόσταλτο μήνυμα της Παναγίας της Γουαδελούπης, αυτή θεωρείται προστάτης των ανθρώπων που ζούνε εδώ, τιμάται με κατάνυξη και ο χώρος της αποκάλυψης είναι ιερός ακριβώς δίπλα στον επιβλητικό καθεδρικό ναό, στο κέντρο της πόλης. Στην πόλη υπάρχουν πολλά μνημεία που θυμίζουν την πολυτάραχη ιστορία της χώρας μιας και η Ciudad Juarez βρίσκεται στην περιοχή που ήταν ένα από τα μεγαλύτερα επίκεντρα της Μεξικάνικης επανάστασης για ανεξαρτησία.
Τριακόσια εβδομήντα περίπου χιλιόμετρα βόρεια της Τσιχουάουα, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, πάνω σχεδόν στον εθνικό αυτοκινητόδρομο 45, η πόλη βρίσκεται πολύ κοντά στην συνοριακή γραμμή με τις ΗΠΑ, απέναντι από το Νέο Μεξικό και το Ελ Πάσο. Αυτή η γεωγραφική θέση της ήταν η αιτία που η πόλη γνώρισε μια πληθυσμιακή έκρηξη τις τελευταίες δεκαετίες. Από τετρακόσιες χιλιάδες ψυχές το 1970 έφτασε σήμερα τα δύο εκατομμύρια εξαιτίας της εγκατάστασης εκεί εκατοντάδων αμερικάνικων-κυρίως- εργοστασίων, ιδιαίτερα μετά την εφαρμογή της ΝΑFTA, τα γνωστά «μακίλας», που αναζητούσαν φτηνά εργατικά χέρια. Μαζί με τους μακιλαδόρες που μαζεύτηκαν από όλο το Μεξικό (το 2000 υπολογίζονταν σε τριακόσιες πενήντα χιλιάδες τουλάχιστον, στην πόλη και τα περίχωρα) στην Ciudad Juarez άνοιξαν και άλλες δουλειές. Νόμιμες αλλά και παράνομες. Τα λιγοστά δολάρια που μοίραζαν τα αμερικάνικα αφεντικά τράβηξαν πολλούς φτωχούς Μεξικανούς, άνδρες και γυναίκες, που ακόμα και εάν δεν έβρισκαν δουλειά στα εργοστάσια, μπορούσαν να προσληφθούν στις εταιρίες φύλαξης, στα μαγαζιά της νύχτας, τα πορνεία αλλά και στις ομάδες διακίνησης ναρκωτικών, λαθρομεταναστών κλπ.
Ακόμα και στην περίοδο της άνθισης, η πόλη έκρυβε στα σπλάχνα της μεγάλη δυστυχία και φτώχεια. Παράγκες για τους ξεριζωμένους από τα Μεξικάνικα πουέμπλος, δίχως νερό, ηλεκτρικό και αποχέτευση που ζούσαν για ένα κομμάτι ψωμί, ιστορίες καθημερινής εκμετάλλευσης, ανύπαρκτες κοινωνικές σχέσεις και μεγάλη εγκληματικότητα. Τα πράγματα έγιναν ανυπόφορα από τότε που τα Αμερικάνικα αφεντικά άρχισαν να φεύγουν για προορισμούς με φθηνότερο εργατικό κόστος. Σήμερα η πόλη έχει πάνω από το 40% των κατοίκων της κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ ένας στους πέντε εργάτες στα μακίλας είναι άνεργος. Όλα αυτά θα έμεναν στην σιωπή εάν στην πόλη -αυτή η κατάσταση- δεν δημιουργούσε μια παγκόσμια πρωτιά. Η Ciudad Juarez, έγινε παγκόσμια γνωστή τα τελευταία δέκα χρόνια σαν η πόλη των δολοφονημένων γυναικών. Από το 1993 έχουν καταγραφτεί πάνω από 400 δολοφονίες γυναικών, κυρίως νεαρών κοριτσιών, οι περισσότερες από τις οποίες είναι εργάτριες στα εργοστάσια, στα μαγαζιά της νύχτας, πόρνες ή μπλεγμένες στα δίκτυα διακίνησης κοκαΐνης. Αρκετές από αυτές μετανάστριες από την ύπαιθρο, θάβονται χωρίς να τις αναζητήσει κανείς και δεν λείπουν οι περιπτώσεις που δεν εξακριβώνεται ούτε το όνομα τους. Θεωρούνται απόλυτα αναλώσιμο υλικό για κάθε είδους εκμετάλλευση και εύκολος στόχος για τις συμμορίες που εξουσιάζουν τους δρόμους της πόλης. Η τοπική αστυνομία -η οποία είναι και αυτή μπλεγμένη στην παρανομία- κατέγραψε τον φετινό χρόνο 28 δολοφονημένες γυναίκες, απόδειξη πως παρά την κατακραυγή, την ευαισθητοποίηση και τις συλλήψεις των τελευταίων χρόνων, οι δολοφονίες συνεχίζονται. Γιατί σε αυτό το μακάβριο σκηνικό, κυνηγοί και κυνηγημένοι, δημιουργούνται συνεχώς από μια κοινωνική κατάσταση που δημιούργησαν τα αρπακτικά των πολυεθνικών και η περιβόητη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΝAFTA, για να βγάλουν γρήγορο και εύκολο κέρδος δίχως να δίνουν δεκάρα τσακιστή για τις επιπτώσεις της δράσης τους στην φτωχή Μεξικάνικη κοινωνία.
* Η νεαρή Αλμα Τσαβίρα Φαρέλ, είναι η πρώτη -επισήμως- δολοφονημένη γυναίκα. Βρέθηκε νεκρή στη συνοικία Campestre Virreyes, στις 23 του Γενάρη του 2003.
19 Νοε 2005
ΚΙΜΠΕΡΑ-ΝΑΙΡΟΜΠΙ. ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΑΓΚΟΥΠΟΛΗ

Στο Ναϊρόμπι, μια πρόσφατη καταγραφή υπολόγισε σε εκατόν ενενήντα εννέα! τις παραγκουπόλεις που περιτριγυρίζουν το κέντρο του. Σε ένα πληθυσμό περίπου τρεισήμισι εκατομμυρίων, το 60% μένει σε μεταλλικές παράγκες, λασπόσπιτα και καλύβες από χοντρό ύφασμα. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο εκατοντάδες παραγκουπόλεις, η Κιμπέρα είναι η «βασίλισσα». Είναι με διαφορά η μεγαλύτερη, η πιο παλιά και η πιο ξακουστή, όχι μόνο στην πρωτεύουσα της Κένυα αλλά και σε όλη την Αφρική. Γιατί η Κιμπέρα, είναι η μεγαλύτερη παραγκούπολη στην ανατολική πλευρά της Μαύρης Ηπείρου και η τρίτη στην σειρά σε όλη την έκταση της.
Δέκα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Ναϊρόμπι, σε μια περιοχή 250 εκταρίων στοιβάζονται στην κυριολεξία περίπου οκτακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Ειδικοί επιστήμονες του ΟΗΕ, ένιωσαν έκπληξη από την πυκνότητα του πληθυσμού και υπολόγισαν πως σε κάθε εκτάριο, κατά μέσο όρο, κατοικούν περίπου τρεις χιλιάδες. Δεκαεπτά χωριά συναποτελούν την παραγκούπολη και χωρίζουν τις διάφορες εθνοτικές και φυλετικές ομάδες που συμβιώνουν, όχι πάντα αρμονικά. Από το 1920, χρονολογείται η πρώτη συγκέντρωση πληθυσμού στην έκταση αυτή. Τότε οι Αγγλοι αποικιοκράτες εγκατέστησαν εκεί αποστρατευμένους Νούβιους στρατιώτες από το Σουδάν, που είχαν πολεμήσει στις τάξεις του βασιλικού στρατού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενα δεύτερο κύμα Νούβιων εγκαταστάθηκε και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο αλλά τα τελευταία χρόνια η Κιμπέρα έγινε προορισμός για τους εσωτερικούς μετανάστες που συρρέουν από την ύπαιθρο. Ερευνες για την ροή των εσωτερικών μεταναστευτικών και προσφυγικών κυμάτων, διαπιστώνουν πως η Αφρική για προφανείς λόγους κρατά τα σκήπτρα στους ρυθμούς αύξησης σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Από τους πρώτους κατοίκους της απέκτησε η παραγκούπολη το όνομα της. Στην Νουβιακή γλώσσα Κίμπρα, θα πει δάσος, μιας και πυκνή βλάστηση υπήρχε στην περιοχή που τώρα καλύπτουν οι χιλιάδες παράγκες. Η φτώχεια γεννά όχι λίγες φορές συγκρούσεις στο εσωτερικό της Κιμπέρα, (που από τα διεθνή ΜΜΕ παρουσιάζονται σαν θρησκευτικές η φυλετικές) μια από τις οποίες βασίζεται στο γεγονός πως αρκετοί Νούβιοι μουσουλμάνοι κατέχουν δικαιώματα ιδιοκτησίας στην γη και ζητάνε ενοίκια από τους νεοφερμένους. Σε μια τέτοια σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 2001, σκοτώθηκαν δεκαπέντε άνθρωποι, όταν η κυβέρνηση προσπάθησε να στρέψει την απόγνωση των εξαθλιωμένων ενάντια στους μικροϊδιοκτήτες.
Ανεξάρτητα από αυτές τις εσωτερικές αντιθέσεις όλοι οι κάτοικοι της Κιμπέρα ζούνε σε άθλιες συνθήκες. Οκτώ στους δέκα είναι άνεργοι, δύο στους δέκα, κυρίως νέοι, είναι φορείς του ιού ΗΙV/AIDS, και όλοι τους ζούνε σε συνθήκες απόλυτης ένδειας. Οι τυχεροί που καταφέρνουν να βρούνε δουλειά κάνουν εργασίες της κατηγορίας Kali-jua που στα Σουαχίλι σημαίνει την ολοήμερη απασχόληση κάτω από τον καυτό ήλιο. Η άλλη εναλλακτική περίπτωση είναι η πορνεία και η εγκληματικότητα για να κερδηθεί η καθημερινή ζωή. Οπως και οι άλλες παραγκουπόλεις, έτσι και η Κιμπέρα αγνοεί τι σημαίνει αποχετευτικό δίκτυο, τροφοδοσία πόσιμου νερού και ηλεκτρικό. Σε όλη την περιοχή υπάρχουν μόνο δύο κέντρα υγείας και εκείνα φτιαγμένα από δυτικές ΜΚΟ. Οι τελευταίες έχουν μετατρέψει την Κιμπέρα σε αγαπημένο προορισμό τους και πεδίο μελετών και αναλύσεων, που ως συνήθως μένουν στα χαρτιά ενώ ταυτόχρονα αποτελούν άλλοθι για την απραξία της κυβέρνησης της Κένυα. Το καθεστώς στο Ναϊρόμπι, φάντασμα μόνο των πρώτων ηρωικών χρόνων της ανεξαρτησίας, αποτελεί τυπικό δείγμα υποτακτικού στην νέο-αποικιοκρατία και ειδικότερα στις εντολές της Παγκόσμιας Τράπεζας, τα συμφέροντα των Αγγλο-Αμερικάνων και μιας ελίτ που λυμαίνεται τον πλούτο της χώρας.
5 Νοε 2005
Τζακάρτα-Ινδονησία. Τα εργοστάσια του ιδρώτα

Η εταιρεία κατασκευής παπουτσιών «PT Tong Yang», βρίσκεται στην βόρεια πλευρά της Τζακάρτα. Η Τοng Yang, είναι πολύ γνωστή όχι μόνο στην πρωτεύουσα της Ινδονησίας αλλά και έξω από τα σύνορα της χώρας, γιατί αποτελεί έναν από τους μεγάλους πάρτνερς της αμερικάνικης πολυεθνικής Ρήμποκ. Σε μια έκταση σαράντα χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων οκτώμισι χιλιάδες εργαζόμενοι, οι περισσότεροι γυναίκες, κατασκευάζουν αθλητικά παπούτσια για λογαριασμό της Ρήμποκ. Η εταιρία είναι η μια από τις δύο επιχειρήσεις στην Ινδονησία που δουλεύει για την αμερικάνικη φίρμα με εκατό εκατομμύρια ετήσιο τζίρο και μια από τις πολλές εκατοντάδες στους κλάδους της ένδυσης, της υφαντουργίας και της πληροφορικής που παράγουν κύρια για τις αμερικάνικες πολυεθνικές.
Η Tong Yang βρέθηκε πριν λίγα χρόνια στο επίκεντρο συντονισμένων καταγγελιών για τις άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες εργασίας που υπήρχαν στις μονάδες παραγωγής. Η Ρήμποκ αναγκάστηκε να δώσει μερικές χιλιάδες δολάρια για να γίνουν βελτιώσεις και πίεσε τα αφεντικά να πάρουν ορισμένα μέτρα. Ολα αυτά, φυσικά για να αποφευχθούν οι ανταγωνιστικές καταγγελίες που στις ΗΠΑ αλλά και στην Δυτική Ευρώπη, χρησιμοποιούνται ανάμεσα στις εταιρίες για να κερδηθούν μερίδια στην αγορά. Στην πραγματικότητα όμως οι βελτιώσεις αφορούν την βιτρίνα και τον περιορισμό μόνο ακραίων καταστάσεων. Γιατί η Ρήμποκ, όπως και οι υπόλοιπες πολυεθνικές θέλουν να υπάρχουν και να λειτουργούν αυτά τα μεγάλα εργοστάσια ιδρώτα, συνώνυμα της καταναγκαστικής και φθηνής εργασίας, αληθινά κάτεργα και κολαστήρια.
Διαφορετικά δεν θα μπορούν να αγοράζουν ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που στις αμερικάνικες αλυσίδες λιανικού εμπορίου πωλείται εξήντα και εβδομήντα δολάρια, στο 1/6 της τελικής τιμής. Δέκα και δώδεκα δολάρια το ζευγάρι αγοράζει η Ρήμποκ το ζευγάρι από τα Ινδονησιακά κάτεργα, από τα οποία μόνο το 10% αντιστοιχεί στην εργατική αμοιβή.
Ακόμα και αυτός ο επίσημος κατώτατος μισθός του ενάμισι έως δύο δολαρίων την ημέρα δεν δίνεται στους εργάτες σε αυτά τα εργοστάσια του ιδρώτα. Για οκτάωρο και υπερωρίες ούτε λόγος. Δεκατέσσερις και δεκαέξι ώρες την ημέρα μέσα σε άθλια κτίρια, με αναθυμιάσεις και μεγάλες θερμοκρασίες, κυρίως γυναίκες αντιμετωπίζουν την βαναυσότητα, την εξοντωτική εντατικοποίηση, τις ποινές και την καταπίεση. Σύμφωνα με πολλές εκθέσεις και μελέτες οι περισσότερες παρότι νέες αντιμετωπίζουν αναιμία, απώλεια ακοής, βρογχίτιδες, και εμμηνορροϊκές διαταραχές. Σε αρκετές περιπτώσεις, μιας και προέρχονται από την επαρχία, κοιμούνται σε κοιτώνες στρατιωτικού τύπου κατά ομάδες δέκα ή δώδεκα γυναικών, σε άθλιες συνθήκες, χωρίς πόσιμο νερό, αποχέτευση και ηλεκτρικό. Αδειες ή αποζημιώσεις για τα ατυχήματα είναι σχεδόν άγνωστα πράγματα.
Η Ινδονησία πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες μέσα από ένα σκοτεινό τούνελ που επέβαλλε το σκληρό στρατιωτικό καθεστώς, αφού πρώτα τσάκισε ένα ισχυρό αριστερό κίνημα. Τα τελευταία χρόνια όμως η αφύπνιση μεγαλώνει συνεχώς. Εκατοντάδες απεργίες έχουν καταγραφτεί, συνδικάτα έχουν ιδρυθεί και αγώνες ξεσπάνε όλο και πιο συχνά παρά την συνεχιζόμενη τρομοκρατία, τις διώξεις και τις δολοφονίες συνδικαλιστών.
* “ takut dan malu“ είναι μια διαδεδομένη έκφραση στα εργοστάσια ιδρώτα στην ινδονησιακή γλώσσα. Υποδεικνύει πώς πρέπει να είναι ο εργαζόμενος σε αυτά. Τρομοκρατημένος και με σκυμμένο το κεφάλι. Για τα αφεντικά και τις μεγάλες δυτικές πολυεθνικές αποτελεί προϋπόθεση για να πηγαίνουν καλά τα πράγματα και να μην χρειαστεί να μετακομίσουν…
22 Οκτ 2005
ΘΕΟΥΤΑ ΚΑΙ ΜΕΛΙΓΙΑ. ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΩΝ ΑΦΡΙΚΑΝΩΝ

Με οδηγό την απελπισία εκατοντάδες μετανάστες από την Δυτική Αφρική προσπάθησαν το τελευταίο διάστημα να εισβάλλουν στους ισπανικούς αποικιοκρατικούς θύλακες της Θέουτα και της Μελίγια, στα παράλια του Μαρόκου. Βρέθηκαν έτσι ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά των Ισπανών και Μαροκινών στρατιωτών με αποτέλεσμα -σύμφωνα με τα στοιχεία των Μαροκινών και Ισπανικών αρχών- πέντε να χάσουν την ζωή τους στην Θέουτα και έξι στην Μελίγια. Αρκετές δεκάδες ήταν οι τραυματίες και εκατοντάδες οι συλληφθέντες, που οι Μαροκινοί τους έστειλαν πίσω αφήνοντάς τους στην έρημο. Τα τραγικά γεγονότα ξεσήκωσαν θύελλα διαμαρτυριών στην Ισπανία, την Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες αναγκάζοντας την Ισπανική και Μαροκινή κυβέρνηση να διατάξει έρευνα για τις συνθήκες των θανάτων, ενώ Ραμπάτ και Μαδρίτη ρίχνουν ο ένας στον άλλο το μπαλάκι των ευθυνών.
Οι θύλακες της Μελίγια και της Θέουτα, αποικιοκρατική ισπανική κληρονομιά στην Βόρειο-δυτική Αφρική, με πληθυσμό περίπου 75 χιλιάδες ο κάθε ένας, αποτελούν στόχο για τους απελπισμένους Αφρικανούς από χώρες όπως η Νιγηρία, το Μάλι, η Σενεγάλη, η Γκάνα κλπ για να μπούνε στον υποτιθέμενο Ευρωπαϊκό παράδεισο. Με ένα φράχτη τριών μέτρων που, μετά τα γεγονότα, θα υψωθεί στα έξι μέτρα, με φυλάκια, περιπολίες επιτήρησης και νεκρές ζώνες οι Ισπανοί προσπαθούν εδώ και χρόνια να εμποδίσουν αυτό το συνεχές ανθρώπινο κύμα. Σε συνεργασία με τις Μαροκινές αρχές εξαπολύουν -συχνά-εκστρατείες επαναπροώθησης, πυροβολούν στο ψαχνό και κυνηγούν ανηλεώς τους νεαρούς Αφρικανούς.
Τα κύματα αυτά, όμως, των χιλιάδων Αφρικανών δεν σταματούν. Παρακινημένοι από την φτώχεια στην χώρα τους είναι έτοιμοι να παίξουν κορώνα-γράμματα την ζωή τους στα άγρια νερά του Γιβραλτάρ ή στην έρημο για να περάσουν στην Ισπανία και ο συρμάτινος φράκτης στην Θέουτα και την Μελίγια δεν μπορεί να τους σταματήσει. Για τις δολοφονίες και την κακομεταχείριση και την πολιτική της Ισπανικής κυβέρνησης, και στην Ελλάδα, έγιναν διαβήματα διαμαρτυρίας. Το «Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών» οργάνωσε διαμαρτυρία έξω από το Ισπανικό Ινστιτούτο «Θερβάντες» στην Αθήνα στις 18/10 και ανακοινώσεις έβγαλαν Αντιρατσιστικές Κινήσεις και Πρωτοβουλίες.
15 Οκτ 2005
Μπαλουρμάθ-Ντάκα Η είσοδος στον Τέταρτο Κόσμο.
8 Οκτ 2005
Παγιάτας-Μανίλα. Το βουνό που καπνίζει

Το Λουπάνγκ Παγκάνο, όπως ονομάζεται η γη της Επαγγελίας στα Φιλιππινέζικα, βρίσκεται στην περιφέρεια της πόλης Κεζόν, στα βορειοανατολικά της Μανίλα. Η Κεζόν, στην πραγματικότητα είναι δορυφορική πόλη της μητροπολιτικής πρωτεύουσας των Φιλιππίνων, μια πόλη-τέρας, με πάνω από δέκα εκατομμύρια κατοίκους, η δεύτερη σε μέγεθος στη ΝΑ Ασία, μετά την Τζακάρτα. Περίπου το 12% από τα 81,4 εκατομμύρια των Φιλιππινέζων κατοικούν στην Μανίλα, οι περισσότεροι σε συνθήκες απίστευτης φτώχειας, ανάμεσα σε μικρές νησίδες πλούσιων περιοχών, συνθέτοντας μια εικόνα μεγάλων ανισοτήτων. Το Λουπάνγκ Παγκάνο, φιλοξενεί την μεγαλύτερη χωματερή της Μανίλα, η οποία είναι φημισμένη για την πολυάνθρωπη κοινότητα των κατοίκων της.
Η χωματερή Παγιάτας, δέχεται κάθε μέρα πάνω από το 25% των σκουπιδιών της πρωτεύουσας, που υπολογίζονται σε πέντε χιλιάδες τόνους συνολικά. Η Παγιάτας, είναι ένα από τα πολλά «βουνά που καπνίζουν» νυχθημερόν στην περιφέρεια αλλά και στο κέντρο της πόλης. Τα βουνά αυτά είναι το σήμα κατατεθέν της ανθρώπινης εξαθλίωσης στις Φιλιππίνες. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου ζούνε μέσα και γύρω από αυτά, γεννιούνται και πεθαίνουν συντροφιά με τα σκουπίδια. Δεν είναι Φιλιππινέζικη ιδιομορφία αυτό. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2% του πληθυσμού στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες, ζούνε από τα σκουπίδια!!
Στην Παγιάτας οι τοπικές αρχές υπολογίζουν πως κατοικούν εξήντα χιλιάδες άνθρωποι, αν και ανεξάρτητες οργανώσεις εκτιμούν πως ο αριθμός φτάνει τις τριακόσιες χιλιάδες. Ζούνε σε τρώγλες και παράγκες, φτιαγμένες από τα υλικά της χωματερής δίχως ηλεκτρικό, νερό και αποχέτευση. Από αυτούς, το 70% δουλεύουν αποκλειστικά ή περιστασιακά στην χωματερή, κερδίζοντας κατά μέσο όρο 4 δολάρια την ημέρα. Υπολογίζεται πως το ένα τρίτο του εισοδήματος της παραγκούπολης προέρχεται από τα σκουπίδια, το εμπόριο των ανακυκλώσιμων υλικών και την ιδιοχρησιμοποίηση. Η παιδική εργασία, οι αρρώστιες και η ποικιλόμορφη εκμετάλλευση είναι καθημερινές καταστάσεις στην χωματερή. Δεν λείπουν και οι καταστροφές από τις μετακινήσεις των στοιβαγμένων σκουπιδιών που προκαλούν οι βροχές και η διάβρωση του εδάφους. Η πιο μεγάλη κατολίσθηση καταγράφτηκε το πρωινό της 10ης Ιουλίου του 2000, με αποτέλεσμα πάνω από 200 νεκρούς που θάφτηκαν κάτω από τα σκουπίδια γεγονός που συγκλόνισε όλη την χώρα.
Οι Φιλιππίνες, είναι μια τυπική περίπτωση Τριτοκοσμικής κατάστασης, αποτέλεσμα της αποικιοκρατικής και ιμπεριαλιστικής λεηλασίας και της μαφιόζικης εκμεταλλευτικής πολιτικής της ντόπιας ελίτ. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές το 40% των Φιλιππινέζων ζούνε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Το 90% των κρατικών εσόδων πηγαίνει κάθε χρόνο για την μισθοδοσία της κρατικής γραφειοκρατίας και την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, με αποτέλεσμα να μένουν ψίχουλα για την κοινωνική πολιτική. Οι Φιλιππίνες βρίσκονται σε μια παγίδα υπανάπτυξης και φτώχειας από την αρχή της περιόδου της λεγόμενης ανεξαρτησίας τους, η ταξική πόλωση είναι απίστευτη και τα «βουνά που καπνίζουν» αποτελούν μια από τις συμβολικότερες εικόνες αυτής της κατάστασης.
* Οι προηγούμενες κυβερνήσεις Ράμος και Εστράντα, με την συνδρομή της Παγκόσμιας Τράπεζας και ορισμένων ΜΚΟ, είχαν υποσχεθεί να στεγάσουν σε ανθρώπινες φτηνές κατοικίες τους κατοίκους στα βουνά που καπνίζουν. Οπως ήταν αναμενόμενο δεν έγινε σχεδόν τίποτε και τα χρήματα -όπως κατήγγειλε πέρυσι το καλοκαίρι σε μια έρευνα της η εφημερίδα «Μanila Times»- λεηλατήθηκαν από τους εργολάβους και τους κρατικούς υπαλλήλους.
24 Σεπ 2005
Νότια Πολωνία- Chorzow Σκοτώνουν τους ανθρακωρύχους … πριν γεράσουν
Στο Chorzow είναι αρκετά συνηθισμένο στις γιορτές να συναντήσει ο επισκέπτης την μπάντα των ανθρακωρύχων να παρελαύνει στους κεντρικούς δρόμους ανάμεσα στα νεογοτθικά κτίρια. Η πόλη είναι ιστορικά, στενά δεμένη με τα ανθρακωρυχεία μιας και βρίσκεται στην περιοχή της Σιλεσίας, στη νότια Πολωνία δέκα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Κατοβίτσε, στο κέντρο σχεδόν του ανθρακοφόρου πεδίου. Η πρώτη κοινότητα ιδρύθηκε το 1257 και από το 1934 το Chorzow, συνένωσε τα γύρω χωριά ανθρακωρύχων στον ομώνυμο δήμο. Στην περιοχή το 1791 οι Γερμανοί άνοιξαν την πρώτη στοά με το όνομα König πού έμελλε να είναι η αρχή για την δημιουργία των μεγαλύτερων Πολωνικών ανθρακωρυχείων. Από τότε η πόλη άρχισε να μεγαλώνει και μέχρι την δεκαετία του 1970 ξεπέρασε τους 150.000 κατοίκους. Οι ανθρακωρύχοι ήταν από τα πιο καλοπληρωμένα τμήματα της εργατικής τάξης. Από το 1980 όμως άρχισε η αντίστροφη πορεία. Το Chorzow έχασε το ένα τρίτο του πληθυσμού του, η φτώχεια αγκάλιασε όλες τις γειτονιές και σχεδόν κάθε σπίτι έχει και έναν άνεργο ανθρακωρύχο.
Τετρακόσιες χιλιάδες υπολογίζονταν οι εργάτες στις στοές πριν το 1990 σε ολόκληρη την χώρα. Κάθε χρόνο η παραγωγή κάρβουνου έφτανε στα 200 εκατομμύρια τόνους. Υστερα από δεκαπέντε χρόνια οι αριθμοί έπεσαν κατακόρυφα. Σύμφωνα με τις κρατικές στατιστικές στην Πολωνία υπάρχουν ακόμη 130 χιλιάδες ανθρακωρύχοι και η παραγωγή μόλις και φτάνει στα 100 εκατομμύρια τόνους. Και σαν να μην έφτανε αυτό η κυβέρνηση με οδηγίες και οικονομική υποστήριξη της Παγκόσμιας Τράπεζας εφαρμόζει ένα πρόγραμμα μείωσης της παραγωγής με κλείσιμο ορυχείων, απολύσεις που βαφτίστηκαν πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και ιδιωτικοποιήσεις. Σύμφωνα με το πρόγραμμα της λεγόμενης αναδιάρθρωσης που αφορά την περίοδο 2003-2006, σχεδιάζεται να φύγουν από την δουλειά 28 χιλιάδες ανθρακωρύχοι και να μειωθεί κατά 14 εκατομμύρια τόνους η παραγωγή. Το εκπληκτικό είναι πως αυτό γίνεται σε μια χρονική συγκυρία που η τιμή του κάρβουνου και η ζήτηση είναι ανεβασμένες διεθνώς και όλοι οι ειδικοί προβλέπουν και άλλη άνοδο τα επόμενα χρόνια.
Διακόσιες πενήντα χιλιάδες θέσεις εργασίας χάθηκαν στην Πολωνία στην δεκαπενταετή περίοδο της λεγόμενης μετάβασης μόνο στα ορυχεία άνθρακα. Τον Οκτώβριο του 2004 τα επίσημα στοιχεία υπολόγιζαν στο 19% την ανεργία σε πανεθνικό επίπεδο αλλά στις περιοχές των ορυχείων τα ποσοστά είναι τουλάχιστον διπλάσια. Από αυτούς τους ανέργους οι περισσότεροι έχασαν εδώ και καιρό το δικαίωμα του επιδόματος και οι λίγοι ακόμη τυχεροί παίρνουν ψίχουλα στα λεγόμενα προγράμματα επανακατάρτισης. Ετσι το Chorzow αργοπεθαίνει όπως και οι υπόλοιπες πόλεις του κάρβουνου στην περιοχή του Κατοβίτσε και σε όλη την Σιλεσία.
Οι ανθρακωρύχοι όλα αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα μετά το 2000 προσπάθησαν να αντισταθούν. Δέκα χιλιάδες εξαγριωμένοι εργάτες συγκρούστηκαν μπροστά στο κοινοβούλιο στην Βαρσοβία, με την αστυνομία, τον Σεπτέμβρη του 2003. Φέτος, τον περασμένο Ιούλιο, οκτώ χιλιάδες διαδήλωσαν στο κέντρο της πρωτεύουσας. Απεργίες και καταλήψεις γίνονται πολύ συχνά στα ορυχεία γύρω από το Chorzow. Πρόσφατα μεγάλη απεργία ξέσπασε στο ορυχείο KWK Polska Wirek δίπλα στην πόλη. Η περιοχή, άλλωστε, έχει μεγάλη παράδοση εργατικών αγώνων. Υπήρξε ένα από τα λίκνα του εργατικού Αυγούστου του 1980, τότε που ιδρύθηκε η «Αλληλεγγύη». Εικοσιπέντε χρόνια μετά, εκείνοι οι αγώνες, παρότι προδομένοι από την συνδικαλιστική και πολιτική δεξιά και καθολική ηγεσία, στοιχειώνουν στους δρόμους του Chorzow.
* Τον φετινό Ιούλιο το Chorzow κέρδισε για λίγο την προσοχή των διεθνών ΜΜΕ. Επιλέχτηκε να φιλοξενήσει την συναυλία των U2, που οργάνωση η διεθνής καμπάνια «Κάντε την φτώχεια ιστορία» ενόψει της συνόδου των G-8 στη Σκοτία. Περίπου 70 χιλιάδες νέοι συγκεντρώθηκαν για να ακούσουν το συγκρότημα του Μπόνο να ζητάει ελεημοσύνη για την φτωχή Αφρική. Για λίγο ίσως κατάφεραν να ξεχάσουν πως ο Τρίτος Κόσμος έχει μεταφερθεί και στην χώρα τους.
10 Σεπ 2005
Μπουένος Αϊρες. Οι Κρυμμένες Πόλεις

Χωριά της μιζέριας τα λένε, ορισμένα να ξεχωρίζουν με ένα αριθμό ή με ένα όνομα που άλλοτε ξορκίζει τις άθλιες συνθήκες (Villa Paraiso) και άλλοτε τις βροντοφωνάζει (Villa la Cava). Oλα στην περιφέρεια του Μπουένος Αϊρες, αποτελούν την αργεντίνικη εκδοχή των παραγκουπόλεων που όλο και πιο συχνά συναντά κανείς σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Τρία εκατομμύρια είναι οι κάτοικοι στην κυρίως περιοχή της πρωτεύουσας, όπως ισχυρίζεται ο μητροπολιτικός δήμος της πόλης, και άλλα δέκα εκατομμύρια και παραπάνω είναι στην περιφέρεια του, οι πιο πολλοί εσωτερικοί μετανάστες που έχουν συρρεύσει στα μεγάλα αστικά κέντρα τις τελευταίες δεκαετίες. Οι περισσότεροι από τα χρόνια του ’70 και του ’80, ζούνε στα παραγκόσπιτα, σε λαμαρινοκατασκευές και διάφορες τρώγλες. Η οικονομική κατάρρευση την δεκαετία του ’90 επέκτεινε την εξαθλίωση και βύθισε και άλλους Αργεντινούς στις συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν στις παραγκουπόλεις.
Η «Villa 15» ή αλλιώς «La Ciudad Oculta», έχει τριάντα χιλιάδες περίπου πληθυσμό. Το όνομα της, «Κρυμμένη πόλη» το πήρε στα χρόνια του ’70 και συγκεκριμένα στις μέρες που έγινε στην στρατοκρατούμενη χώρα το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου. Τότε οι στρατηγοί σκέφτηκαν να κτίσουν ένα τείχος που να κρύβει πίσω του τις παραγκουπόλεις για να μην τις βλέπουν οι ξένοι επισκέπτες. Ετσι η «Κρυμμένη Πόλη» για πολλά χρόνια δεν φαινόταν από τον διπλανό μεγάλο αυτοκινητόδρομο και παρότι το τείχος κάποια στιγμή γκρεμίστηκε, το όνομα έμεινε για να θυμίζει το παρελθόν. Στην «Κρυμμένη Πόλη», όπως και στις άλλες ανάλογες που αγκαλιάζουν την πρωτεύουσα, η ανεργία και η φτώχεια έχουν φέρει την εγκληματικότητα, τις ασθένειες και την εξαθλίωση. Μόνο στο Μπουένος Αιρες, σύμφωνα με τις κρατικές στατιστικές το 70% των νέων ζούνε κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως άλλωστε και ο μισός πληθυσμός της χώρας. Μιας χώρας πάμπλουτης σε παραγωγικές δυνατότητες που ο ιμπεριαλισμός και οι τοπικές εκμεταλλευτικές ελίτ την έχουν στείλει πιο πίσω και από χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Στην Αργεντινή, χώρα τεράστια και αραιοκατοικημένη, ο «παραλογισμός» του καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού συστήματος οδήγησε πάνω από το 1/3 του πληθυσμού να στοιβάζεται στην πρωτεύουσα, σε άθλιες συνθήκες και μάταια να αναζητά τα στοιχειώδη για να επιβιώσει. Παρά τις κυβερνητικές υποσχέσεις για έξοδο από την κρίση οι Αργεντινοί, αλυσοδεμένοι με το τεράστιο εξωτερικό χρέος και με συνεχείς οικονομικές θεραπείες-σοκ στριφογυρίζουν χρόνια τώρα σε ένα μελαγχολικό ταγκό με την αθλιότητα. Την ίδια στιγμή φυσικά μια αισχρή μειοψηφία συνεχίζει να πλουτίζει και οι αριθμοί πιστοποιούν πως η κοινωνική πόλωση είναι πρωτοφανής.