20 Ιαν 2007

Μαρόκο- Oujda. Κυνηγημένοι στην έρημο


Η Oujda περιλαμβάνεται απαραίτητα στους τουριστικούς οδηγούς για τους δυτικούς επισκέπτες στο Μαρόκο, οι οποίοι όπως σχεδόν παντού στον κόσμο είναι καλοδεχούμενοι μαζί με το σκληρό συνάλλαγμα που κουβαλούν. Η πόλη που κτίστηκε από μια φυλή Βερβερίνων νομάδων που ονομάζονταν Zenata, έχει ιστορία πάνω από χίλια χρόνια,. Η Oujda μπορεί να μην έχει να δείξει αξιόλογα ιστορικά μνημεία, μιας και για χρόνια κυρίως υπήρξε στρατιωτική συνοριακή βάση, αλλά καυχάται για την ανεκτικότητα της, την,έντονη νυκτερινή ζωή και τους άνετους δρόμους που έφτιαξαν οι Γάλλοι στις δύο περιόδους που την κατείχαν. Σήμερα, με πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους, είναι πρωτεύουσα της Ανατολικής επαρχίας, στα βορειοανατολικά της χώρας, δεκαπέντε μόλις χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Αλγερία και περίπου εξήντα χιλιόμετρα από τις Μεσογειακές ακτές, τριγυρισμένη από καταπράσινους λόφους και εύφορα χωράφια.

Σε αντίθεση με τους δυτικούς τουρίστες, η πόλη θεωρείται ένα από τα πιο αφιλόξενα μέρη για τους παρανόμους μετανάστες που προέρχονται από την υποσαχάρια Αφρική. Εμπόδιο στην είσοδο τους στην χώρα και σημείο από όπου οι Μαροκινές αρχές τους απελαύνουν ομαδικά, στέλνοντας τους στην κυριολεξία στον θάνατο. Αφού τους συγκεντρώσουν από τις μεγάλες πόλεις της χώρας η από τους παράνομους δρόμους εισόδου, οι Μαροκινοί, τους αφήνουν αβοήθητους στην έρημο στην γραμμή των συνόρων με την Αλγερία. Δίχως τροφή και νερό, χωρίς χρήματα και κινητά τηλέφωνα, οι δύστυχοι Αφρικανοί, περιφέρονται σαν αγρίμια στην δύσβατη περιοχή, χωρίς δυνατότητα διαφυγής.

Παρά τα εμπόδια και την βία που τους εξασκείτε οι νεαροί κυρίως Αφρικανοί, από την Γκάμπια, την Νιγηρία, την Σιέρα Λεόνε, την Σενεγάλη, την Γουινέα, το Μάλι, την Γκάνα, το Κονγκό και αλλού, επιμένουν να προσπαθούν να φτάσουν στην Oujda.. Γιατί η πόλη είναι σχετικά κοντά στο στόχο που έχουν βάλει ξεκινώντας το απελπισμένο ταξίδι τους. Να φτάσουν στους Ισπανικούς θύλακες της Θέουτα και την Μελίλια και στις ακτές του Γιβραλτάρ, έτσι ώστε να μπουν σε έδαφος μιας ευρωπαϊκής χώρας. Περπατώντας οι περισσότεροι ολόκληρους μήνες, στις παρυφές της ερήμου και κάτω από αντίξοες συνθήκες.

Η ισπανική κυβέρνηση αλλά και στο σύνολό της η Ευρωπαϊκή Ένωση , πιέζει αφόρητα την κυβέρνηση του Μαρόκου να σκληρύνει την στάση της και να εμποδίσει αποτελεσματικά τα κύματα των Αφρικανών που προσπαθούν να μπούνε στους δύο θύλακες. Οι αρχές του Ραμπάτ, δεν ήθελαν και πολύ πίεση για να εξαπολύσουν ένα πογκρόμ βίαιων συλλήψεων και απελάσεων τα τελευταία χρόνια, και να μετατρέψουν την περιοχή των συνόρων σε πεδίο άγριου κυνηγιού των μεταναστών. Οργανώσεις αλληλεγγύης από την Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, καταγγέλλουν πως οι αρχές της χώρας χρησιμοποιούν ωμή βία για να αποθαρρύνουν τους Αφρικανούς. Περιστατικά άγριων ξυλοδαρμών, βιασμών και εγκατάλειψης γυναικών και παιδιών στην έρημο καταγράφονται συνεχώς. Και όταν ορισμένες από αυτές τις βάρβαρες πρακτικές, γίνονται γνωστές στην Ευρώπη, οι ιθύνοντες με απύθμενη υποκρισία, δηλώνουν πως γι αυτές είναι υπεύθυνες αποκλειστικά οι Μαροκινές αρχές!

* Στις 23 του περασμένου Δεκέμβρη, η αστυνομία στο Ραμπάτ, έκανε μαζικές συλλήψεις Αφρικανών μεταναστών που ζούσαν σε παραπήγματα και στους δρόμους. Πάνω από τριακόσιους από αυτούς τους έστειλαν στην Qujda, με σκοπό το διώξιμο τους από την χώρα. Πλήθος αντιρατσιστικών οργανώσεων και κινήσεων αλληλεγγύης συνεχίζουν να προσπαθούν να εμποδίσουν αυτές τις απελάσεις με δημόσιες καταγγελίες και διαβήματα στους διεθνείς οργανισμούς και την κυβέρνηση του Μαρόκου.

6 Ιαν 2007

Σιαλκότ-Πακιστάν. Η «ηθική» κρίση συνείδησης της ΝΙΚΕ


Η Σιαλκότ είναι μια από τις μεγάλες πόλεις του πακιστανικού Παντζάμπ στα βόρεια της χώρας, πάνω σχεδόν στα σύνορα με την Ινδία. Με παράδοση σιδηρουργίας και βιοτεχνίας από την εποχή της Αγγλικής κυριαρχίας, αποτελεί σήμερα ένα από τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα του Πακιστάν, ύστερα από την συντονισμένη εμφάνιση των δυτικών πολυεθνικών. Η πόλη που απέχει περίπου εκατό τριάντα χιλιόμετρα από την Λαχώρη, χτισμένη κοντά στον ποταμό Τσενάμπ, γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη τις δύο τελευταίες δεκαετίες εξαιτίας κυρίως δύο παραγόντων. Από την έλευση των πολυεθνικών που αναζητώντας φτηνά εργατικά χέρια εγκατέστησαν με την μέθοδο της υπεργολαβίας χιλιάδες επιχειρήσεις στον κλάδο του ιματισμού, της σιδηρουργίας και της αθλητικής βιομηχανίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο πληθυσμός να διογκωθεί απότομα και να φτάσει τα τρία εκατομμύρια, συγκεντρώνοντας ταυτόχρονα και μεγάλο κομμάτι από το προσφυγικό κύμα Αφγανών που κατέκλυσαν το Πακιστάν τα τελευταία χρόνια. Έτσι γύρω από το πολύβουο και βρώμικο κέντρο της Σιαλκότ, χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, δουλεύουν νυχθημερόν για μεγάλες δυτικές φίρμες, σαν την ΑDIDAS, τη ΝIKE και την PUMA.

Η πόλη έγινε γνωστή σαν η παγκόσμια πρωτεύουσα για τις μπάλες ποδοσφαίρου αφού υπολογίζεται πως πάνω από δέκα εκατομμύρια από αυτές, που χρησιμοποιούνται στα γήπεδα της Δύσης, ράβονται με τα χέρια στις δύο χιλιάδες μονάδες της Σιαλκότ απασχολώντας πάνω από σαράντα χιλιάδες ανθρώπους. Χρειάζονται τρεις περίπου ώρες για τους έμπειρους ράφτες, να ενώσουν με κερωμένη κλωστή τα τριάντα-δύο δερμάτινα κομμάτια μιας μπάλας. Έτσι καθημερινά η ατομική παραγωγή δύσκολα ξεπερνά τις τρεις με τέσσερις μπάλες, για την καθεμιά από τις οποίες η αμοιβή, δεν ξεπερνά το ισόποσο των εξήντα αμερικάνικων σεντς σε πακιστανικές ρουπίες. Για τα δεδομένα όμως της χώρας, που το κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα δεν ξεπερνά τα επτακόσια δολάρια, αυτοί οι ράφτες, με ένα μέσο μηνιαίο μισθό περίπου τα ογδόντα δολάρια, θεωρούνται καλοπληρωμένοι.

Λίγο η υποκριτική δυτική ευαισθησία, ειδικά την περίοδο των αγώνων των δύο τελευταίων Παγκόσμιων πρωταθλημάτων ποδοσφαίρου, λίγο ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των πολυεθνικών που έχει επεκταθεί και στην σφαίρα της «ηθικής» καθώς και το πλήθος των καταγγελιών που έφτασαν στα δυτικά ΜΜΕ για την χρησιμοποίηση παιδικών χεριών στις μονάδες ραφής της Σιαλκότ, εστίασαν την προσοχή των διεθνών δυτικών οργανισμών στο εκτεταμένο φαινόμενο της παιδικής εργασίας. Στο πακιστανικό Παντζάμπ και κυρίως στην Σιαλκότ, δυο εκατομμύρια παιδιά ηλικίας ανάμεσα στα πέντε και στα δεκατέσσερα δουλεύουν σκληρά κυρίως στους υπεργολάβους των πολυεθνικών. Σχεδόν δηλαδή το μισό της συνολικής παιδικής απασχόλησης σε όλη την χώρα που υπολογίζεται σε τέσσερα εκατομμύρια παιδιά. Η συμφωνία της Ατλάντα, τον Φλεβάρη του 1997 ανάμεσα την Γιούνισεφ, την FIFA, την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και το Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο της Σιαλκότ σε συνεργασία με διεθνείς ΜΚΟ, καθώς και άλλες πρωτοβουλίες επικέντρωσαν το δυτικό υποκριτικό ενδιαφέρον στα παιδιά της πόλης και ειδικά σε αυτά που ράβουν τις μπάλες. Στόχος -όπως διακηρύχτηκε- ο συνδυασμός της εργασίας με την εκπαίδευση και η σταδιακή αντικατάσταση των παιδιών με ενήλικους.

Όπως και πολλές άλλες αντίστοιχες «ηθικές» εκστρατείες των Δυτικών, τα παιδιά στην Σιαλκότ ξεχάστηκαν μέχρι τον περασμένο Νοέμβρη. Τότε με μια λακωνική δήλωση η ΝΙΚΕ ανακοίνωσε την απόφασή της να μην ανανεώσει τα συμβόλαια παραγωγής με την μεγάλη μονάδα «Saga Sports». Η Saga ράβει για λογαριασμό της αμερικάνικης πολυεθνικής τις περισσότερες δερμάτινες μπάλες στην Σιαλκότ και η NIKE την κατηγορεί πως δεν συμμορφώθηκε με τους «ηθικούς» όρους της. Ενημέρωσε μάλιστα πως θα κατευθύνει από εδώ και πέρα τις παραγγελίες της στην Ταϊλάνδη και στην Κίνα. Ελάχιστοι όμως πείστηκαν από τη δικαιολογία που προβλήθηκε και μάλιστα πολύ καθυστερημένα. Όλοι οι παρατηρητές την συνδύασαν με το κόστος παραγωγής αλλά κυρίως με τους γεωπολιτικούς κινδύνους που διαβλέπει η εταιρία σε μια περιοχή που ραγδαία αποσταθεροποιείται. Πίσω της η ΝΙΚΕ θα αφήσει μερικές χιλιάδες ανέργους και απελπισμένους αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία για τα σχέδια της.

* Λίγοι γνωρίζουν στη Δύση πως η Σιαλκότ, με την σιδηρουργική παράδοσή της όταν σε αυτήν κατασκευάζονταν τα φημισμένα μαχαίρια και τα ξίφη για όλη την Ινδική υποήπειρο, αποτελεί επίσης ένα από τα μεγάλα κέντρα παραγωγής μικρών χειρουργικών εργαλείων όπως νυστέρια και λαβίδες. Και σε αυτές τις μονάδες τα παιδικά χέρια είναι πολύ χρήσιμα στην επιμετάλλωση, την λείανση και τη διαλογή των προϊόντων.