28 Μαΐ 2022

Τορέζ, Ντονέτσκ | Ο τυφλός ανθρακωρύχος


Αφότου ξεκίνησε η συστηματική εκμετάλλευση του, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, το ορυκτό κάρβουνο έγινε συνώνυμο του Ντονμπάς, δηλαδή της μεγάλης ανθρακοφόρας λεκάνης την οποία διασχίζει ο ποταμός Ντονέτς. Μια περιοχή εξήντα χιλιάδων τετραγωνικών χιλιόμετρων. Το δυτικό Ντονμπάς βρίσκεται στα όρια της σημερινής ανατολικής Ουκρανίας, κυρίως στις περιφέρειες Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ. Στην τσαρική Ρωσία οι συνθήκες εργασίας για τους μεταλλωρύχους ήταν άθλιες. Στα ορυχεία του Ουαλλού Τζον Τζέιμς Χιουζ οι εργάτες δούλευαν καθημερινά ακροβατώντας στην κυριολεξία μεταξύ ζωής και θανάτου. Έσκαβαν και κουβαλούσαν ολημερίς, επτά ημέρες την βδομάδα. Τις νύχτες του χειμώνα κούρνιαζαν στις στοές των ορυχείων και το καλοκαίρι κοιμόνταν κάτω από τα αστέρια. Αργότερα άρχισαν να φτιάχνουν μικρά καταλύματα γι αυτούς και τις οικογένειες τους. Ο Τζον Τζέιμς Χιουζ θεωρείται ο ιδρυτής του Ντόνετσκ. Οικισμοί εργατών στα ιδιόκτητα ανθρακωρυχεία του μαζί με αυτούς στην γειτονική Ολεξαντρόβκα ενώθηκαν με δική του πρωτοβουλία. Ήταν το 1869. Η παρουσία Σκοτσέζων, Εγγλέζων και Ουαλλών αφεντικών στην περιοχή χρονολογείται από τα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου όταν ύστερα από ένα ταξίδι στην Ευρώπη αποφάσισε να καλέσει επαγγελματίες για αναζήτηση κοιτασμάτων άνθρακα. Με το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης οι απόγονοι του Χιουζ μαζί με τα μεγαλοστελέχη της εταιρίας επέστρεψαν στην Αγγλία. Το 1919 η σοβιετική εξουσία προχώρησε στη εθνικοποίηση. Η πόλη του Χιουζ το 1924 ονομάστηκε Στάλινο και το 1961 πήρε το σημερινό της όνομα. Τον Χιουζ τον θυμήθηκε για ευνοήτους λόγους το νέο, ύστερα από την διάλυση της ΕΣΣΔ, καθεστώς της Ουκρανίας και του έστησε ανδριάντα μπροστά στο Εθνικό Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Ντονέτσκ!

 

Στην πρώτη σοβιετική περίοδο μέχρι τον πόλεμο αλλά και ύστερα για αρκετά χρόνια, το Ντονμπάς έγινε η καρδιά του κάρβουνου, του σίδερου και του χάλυβα όλης της μεγάλης χώρας. Το Χάρκοβο ήταν το διοικητικό κέντρο. Εκεί ιδρύθηκε ινστιτούτο για εκπαίδευση τεχνικών για την εξόρυξη. Χιλιάδες σοβιετικοί πολίτες από διαφορετικές εθνότητες, ήρθαν στην περιοχή για να δουλέψουν και να εγκατασταθούν. Οι αποδοχές και άλλες κοινωνικές απολαβές ήταν από τους μεγαλύτερες στην σοβιετική κλίμακα μισθών και παροχών. Οι αντικειμενικά σκληρές συνθήκες εργασίας βελτιώνονταν με τεχνολογικές καινοτομίες, επενδύσεις και μέτρα ασφαλείας σε συνδυασμό με την μείωση του χρόνου εργασίας στις στοές. Τα δυστυχήματα και οι εκατόμβες, συνηθισμένο φαινόμενο στα προεπαναστατικά χρόνια, μειώθηκαν με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Οι πόλεις των ανθρακωρύχων και των μεταλλουργών μεγάλωσαν ραγδαία, φτιάχτηκαν κοινωνικές υποδομές για την εκπαίδευση, την ιατρική περίθαλψη, τον πολιτισμό και την ανάπαυση. Η αναγνώριση του παραγωγικού ρόλου των εργατών στα ορυχεία και στα μεταλλουργεία έδινε κύρος, αυτοπεποίθηση και αίσθημα πως αποτελούν μέρος της τάξης που διευθύνει την κοινωνία. Οι συντάξεις και η φροντίδα για τους απόμαχους, αρκετοί από τους οποίους είχαν χαλασμένα πνευμόνια, ήταν συγκριτικά από τις καλύτερες. Μνημεία, γιορτές, μαθήματα στα σχολεία και άλλες εκδηλώσεις ήταν αφιερωμένες στην κοινωνική και πατριωτική συνεισφορά των ανθρακωρύχων. Δεν ήταν μόνο για τον Αλεξέι Γκριγκόριεβιτς Σταχάνοφ, ο οποίος μια νύκτα του Αυγούστου του 1935 έκανε ρεκόρ στην βάρδια του εξορύσσοντας 102 τόνους κάρβουνου σε 5 ώρες και 45 λεπτά. Αλλά και για πολλούς ακόμη πρωτοπόρους εργάτες που έγιναν γνωστοί και τιμήθηκαν εν ζωή από την σοβιετική κοινωνία και εξουσία. Ακόμη και στα χρόνια της αποσύνθεσης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, παρά τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις, τις περικοπές και την σαφή αλλαγή κλίματος σε βάρος των εργατών, οι ανθρακωρύχοι και οι μεταλλουργοί διατήρησαν αρκετές από τις κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου. Μέχρι να έρθει η πλήρης διάλυση και στην συνέχεια η λεηλασία και ο άγριος καπιταλισμός.

Ο άνθρακας είναι η αρχή και το τέλος του Ντονμπάς, είναι ζωή και θάνατος. Το κάρβουνο είναι πηγή επιβίωσης για τους κατοίκους της περιοχής. Ακόμη και όταν απομένουν μόνο υπολείμματα από ανθρακοφόρα στρώματα που έχουν εξορυχτεί, οι ανθρακωρύχοι συνεχίζουν να σκάβουν. Μπαίνουν σε παράνομες στοές και δουλεύουν δίχως κανόνες ασφαλείας. Δεν έχουν άλλη δουλειά, δεν έχουν άλλες δεξιότητες, δεν έχουν άλλα μέσα για να κερδίσουν χρήματα για ένα κομμάτι ψωμί. Και έτσι συνεχίζουν την εξόρυξη άνθρακα, ρισκάροντας τη ζωή τους κάθε στιγμή. Το δίκτυο των κοπάνκι, των παράνομων ορυχείων, οργανώθηκε ως εναλλακτική λύση από επιτήδειους με την ανοχή και την εξαγορά των τοπικών αρχών.

Αυτή είναι η γενική εικόνα στην περιοχή από τις αρχές της δεκαετίας του Ενενήντα. Όταν την σχετική ασφάλεια και την μονιμότητα στην εργασία διαδέχθηκε η ανεργία, η ραγδαία γήρανση του πληθυσμού και η απότομη βύθιση στην φτώχεια. Την ηρωική εποποιία της πρώτης σοβιετικής περιόδου αντικατέστησε η αθλιότητα της λεηλασίας και της αρπαγής της κοινωνικής περιουσίας, η επενδυτική εγκατάλειψη, ο διεφθαρμένος συνεταιρισμός μεταξύ πολιτικών και ολιγαρχών, η μαύρη αγορά. Από τα 230 ορυχεία το 2014 είχαν απομείνει 93. Σε αυτήν την επιχείρηση καταστροφής συμμετείχαν όλοι. Παλιοί διευθυντές, μεταλλαγμένα κομματικά και κρατικά στελέχη της σοβιετικοί περιόδου, νέοι καπιταλιστές και μαφιόζοι κάθε λογής και καταγωγής. Ρώσοι, Ουκρανοί και ενδιάμεσοι, εκ των οποίων ορισμένοι άλλαζαν στρατόπεδα και «εθνική συνείδηση » όπως αλλάζει κανείς πουκάμισο. Στην κορυφή οι μεγάλοι νονοί της μαφιόζικης νέας αστικής τάξης. Οι μετασοβιετικοί πρόεδροι Κραβτσούκ και Κούτσμα,οι φιλοδυτικοί Γιούστσενκο και Ποροσένκο και ο φιλορώσος Γιανουκόβιτς. Το φιλοδυτικό πραξικόπημα, η απόσχιση και ο εμφύλιος που ξέσπασε και σιγόκαιγε όλα αυτά τα χρόνια συμπληρώσανε, μαζί με την πτώση των τιμών και των εξαγωγών άνθρακα την καταστροφή.


Στα τέλη του 2019 επισκέφθηκε την περιοχή, ο Τζιόρτζιο Μπιάνκι, ένας Ιταλός δημοσιογράφος και φωτογράφος που αιχμαλώτισε με την μηχανή του εικόνες ανθρώπων και ιστορίες, από τις πόλεις των ανθρακωρύχων. Πήγε στην Τορέζ, στο ανατολικό άκρο του Ντονέτσκ, μια μικρή πόλη που αναπτύχθηκε την περίοδο της δόξας του κάρβουνου και στην οποία το Ουκρανικό καθεστώς επιχείρησε να δώσει το παλιό όνομα της ( Τσιτσιάκοβα). Σε αυτήν είχε ζήσει σαν απόμαχος και ξεχασμένος από την μετασταλινική ρεβιζιονιστική ηγεσία τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Σταχάνοφ. Εκεί ο Μπιάνκι συνάντησε τον 31χρονο τότε Σάσα και την οικογένεια του. Τυφλός από τα παιδικά του χρόνια, εξαιτίας ενός ατυχήματος, ο Σάσα δούλευε σε μια κτηνοτροφική φάρμα μέχρι το ξέσπασμα του εμφύλιου. Όταν αυτή έκλεισε έμεινε άνεργος και παρακάλεσε να τον προσλάβει ένας Τάταρος στην καταγωγή, αφεντικό σε ένα κοπάνκι. Μαζί με τον πατέρα του ο Σάσα μετά από μια διαδρομή μισής ώρας με τα πόδια ξεκινούσε την δουλειά στις εξήμισι το πρωί. Παρά την αναπηρία του έμαθε να κατεβαίνει στην στοά, να σέρνεται στον υπόγειο λαβύρινθο, να αποφεύγει τα εμπόδια, τις λακκούβες με το νερό και τον γλιστερό πηλό. Το καθήκον του Σάσα να σπάει σε μικρότερα κομμάτια το κάρβουνο και να γεμίζει με αυτά τις σιδερένιες μπανιέρες που μεταφέρουν το μετάλλευμα στην επιφάνεια. Για ένα τόνο ο ανθρακωρύχος αμείβεται με 200 ρούβλια (γύρω στα 2,8 ευρώ εκείνη την εποχή) και σε ένα μήνα συγκεντρώνει στην καλύτερη 12.000 ρούβλια (180 ευρώ). Με αυτά ο Σάσα και άλλοι χιλιάδες “παράνομοι” μεταλλωρύχοι με δυσκολία εξασφαλίζουν τα μέσα για την επιβίωση τους.


Για τον τυφλό ανθρακωρύχο o Μπιάνκι σε συνεργασία με τον παραγωγό Federico Schiavi, δημιούργησε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Blind Pit. ( Τυφλός λάκκος/ σημείο). Στην διάρκεια της προετοιμασίας προχώρησαν σε μια διαδικτυακή συλλογή χρημάτων για να χειρουργηθεί ο Σάσα και να αποκτήσει την όραση του. Με τα χρήματα που μαζεύτηκαν ο Σάσα ταξίδεψε στην Μόσχα και έκανε τρία χειρουργεία. Αρχές του 2021, μετά την τελευταία επέμβαση κατάφερε να δει τις πρώτες εικόνες. Τον Απρίλιο όμως αντιμετώπισε νέα προβλήματα στα μάτια του. Έπρεπε, είπαν οι γιατροί, να χειρουργηθεί ξανά. Συνεχίζει να ζει στην Τορέζ και να περιμένει. Η εποχή στην οποία εργάτες σαν τον Σταχάνοφ μπορούσαν να σπουδάσουν, να αναλάβουν διευθυντικά αξιώματα, να τιμηθούν, να γίνουν γνωστοί σε όλο τον κόσμο ή απλά να ζήσουν με αξιοπρέπεια και ασφάλεια ως ανταπόδοση της σκληρής εργασίας τους, είναι μακρινό παρελθόν. Εκατό χρόνια μετά την έφοδο τους στον ουρανό οι εργάτες στο Ντονμπάς έχουν γυρίσει στο κοινωνικό περιθώριο και στο σκοτάδι. Το ίδιο βαθύ σκοτάδι μέσα στο οποίο ζούσε και κινδυνεύει να μείνει για πάντα ο τυφλός ανθρακωρύχος. Στην πόλη που φέρει το όνομα ενός Γάλλου ανθρακωρύχου που έγινε κομμουνιστής ηγέτης και στο νεκροταφείο της οποίας είναι θαμμένος ένας άνθρωπος που έγινε ιστορικό σύμβολο της σοσιαλιστικής εργασίας και αυταπάρνησης.

Πηγές και Προτάσεις

Δείτε τις φωτογραφίες από την ζωή και την εργασία του Σάσα, το τρέηλερ του ντοκιμαντέρ με ιταλικούς υπότιτλους και την σελίδα στο facebook

www-giorgiobianchiphotojournalist-com.translate.goog/gallery/blind-pit-the-story-of-sasha/?_x_tr_sl=en&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=op,sc

www.youtube.com/watch?v=BDwEvah3ozI

www.facebook.com/blindpitfilm




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου