Ο Zhou Guoyun ήρθε στο Πεκίνο το 1984 από ένα φτωχό χωριό της επαρχίας Χενάν, της κεντρικής Κίνας. Είναι ένας από τα δεκάδες εκατομμύρια αγροτών που συνέρευσαν στα αστικά κέντρα, σαν εσωτερικοί μετανάστες για να καλύψουν την αυξημένη ζήτηση εργατικών χεριών, ύστερα από το μεγάλο οικονομικό «μπούμ», ειδικά στον τομέα της μεταποίησης. Ο κύριος Zhou, από την αρχή, έπιασε δουλειά στις οικοδομές και στα μεγάλα τεχνικά έργα πρώτα σαν απλός εργάτης και ύστερα σαν αρχιεργάτης. Η εργατικότητα και η συνέπεια του, σε συνδυασμό με την υποτακτικότητα του, τον βοήθησε να δουλεύει πιο καλοπληρωμένα από την πλειοψηφία των συναδέλφων του και να γίνει γνωστός,έτσι ώστε να καταφέρει να δουλέψει στα πιο φημισμένες μεγάλες οικοδομικές κατασκευές στην πρωτεύουσα, ειδικά τα τελευταία χρόνια.
Έτσι ήταν πολύ φυσικό ο κύριος Ζhou, να βρεθεί από τους πρώτους στην κατασκευή του Εθνικού Ολυμπιακού Σταδίου. Το στάδιο που θεμελιώθηκε τον Δεκέμβρη του 2003, πρόκειται να ολοκληρωθεί μέχρι τον ερχόμενο Απρίλη και αποτελεί σύγχρονο αρχιτεκτονικό θαύμα. Φτιαγμένο από σαράντα δύο χιλιάδες τόνους ειδικού χάλυβα, από τους οποίους οι έντεκα χιλιάδες περίπου θα κρέμονται από την οροφή, υπολογίζεται να κοστίσει τρεισήμισι εκατομμύρια γιουάν η αλλιώς τετρακόσια είκοσι τρία εκατομμύρια δολάρια, με σχέδιο του ελβετικού αρχιτεκτονικού γραφείου Herzog & de Meuron, που κάνει την εξωτερική όψη του να μοιάζει με μια γιγάντια φωλιά πουλιού. Το στάδιο, με τριακόσια τριάντα μέτρα μήκος και εξήντα εννέα ύψος θα έχει χωρητικότητα εκατό χιλιάδων θέσεων και εκεί θα γίνουν οι τελετές έναρξης και λήξης των αγώνων καθώς και τα αγωνίσματα του στίβου.
‘Όπως και οι υπόλοιποι εργάτες, οι περισσότεροι εσωτερικοί μετανάστες από την Χενάν και την Σινχουάν έτσι και ο κύριος Zhou, έζησαν όλο αυτόν τον καιρό δίπλα στο εργοτάξιο, σε κοιτώνες, που απέχουν διακόσια μέτρα από αυτό. Για εννιά και δέκα ώρες την ημέρα , δούλεψαν με μισθό οι πιο πολλοί χίλια πεντακόσια γιουάν ( διακόσια δολάρια) τον μήνα, κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες και απαιτητικές τεχνικά συνθήκες, με τον χρόνο να τους κυνηγάει. Μόλις πρόσφατα ύστερα από πιεστικά δημοσιεύματα του δυτικού τύπου, που ανέφεραν πως η φωλιά του πουλιού κόστισε δέκα θανάτους εργατών, οι κινεζικές αρχές αναγκάστηκαν απρόθυμα να παραδεχθούν μόνο δύο θανάτους.
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των εσωτερικών μεταναστών-εργατών στα ολυμπιακά έργα, που οι αρχές του Πεκίνου ετοιμάζουν να τους διώξουν από την πόλη, κατά την διάρκεια των αγώνων, ο κύριος Zhou, επιβραβεύτηκε και θα παραμείνει για να γίνει ένας από τους πολλούς λαμπαδηδρόμους που θα μεταφέρουν χέρι με χέρι την ολυμπιακή φλόγα στο στάδιο. Θα εκπροσωπήσει έτσι τους καλότροπους εργάτες που με τον ιδρώτα και το αίμα τους, μερικές φορές, κατασκεύασαν τα εκπληκτικά έργα για τους αγώνες. Ο κύριος Zhou,όταν έμαθε την τιμητική γι αυτόν απόφαση δήλωσε πολύ ευτυχισμένος, υπερήφανος αλλά και βαθιά υποχρεωμένος προς τους κρατικούς αξιωματούχους που τον διάλεξαν. Ούτε τώρα ούτε και την στιγμή που θα πιάνει στο χέρι του την δάδα, δεν θα του περάσει από το μυαλό πως αρκετές δεκαετίες πριν ένας ποιητής είχε γράψει και για την περίπτωση του ένα ποίημα-μνημείο, μεγαλύτερης αξίας από την Φωλιά του Πουλιού, ‘ίσως γιατί από την πολύ δουλειά δεν πρόλαβε να γίνει ένας εργάτης που διαβάζει.
«Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Οι βασιλιάδες κουβάλησαν τ’ αγκωνάρια;
Και τη χιλιοκαταστρεμένη Βαβυλώνα-
ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές; Σε τι χαμόσπιτα
της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Τη νύχτα που το Σινικό Τείχος αποτελείωσαν,
πού πήγανε οι χτίστες; Η μεγάλη Ρώμη
είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε; Πάνω σε ποιους
θριαμβεύσανε οι Καίσαρες; Το Βυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο
μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του; Ακόμα και στη μυθική
Ατλαντίδα,
τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα,
τ’ αφεντικά βουλιάζοντας, μ’ ουρλιαχτά τους σκλάβους τους καλούσαν.»
* Το ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, με τίτλο «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει» γράφτηκε το 1935, παραμονές κάποιων άλλων ιστορικών Ολυμπιακών Αγώνων στην πατρίδα του ποιητή και η όμορφη μετάφραση του είναι του Μάριου Πλωρίτη. Πάρθηκε από την συλλογή Ποιήματα από την πέμπτη έκδοση του Θεμέλιου, το 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου