9 Φεβ 2019

Κιμ Μποκ-ντονγκ: Μια κίτρινη πεταλούδα στον ουρανό της Σεούλ

Η Κιμ Μποκ-ντονγκ πέθανε στις 28 Ιανουαρίου στο νοσοκομείο Σέβερενς του πανεπιστημίου Γιόνσει στη Σεούλ, σε ηλικία ενενήντα δύο χρόνων, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο που βάστηξε ένα χρόνο. Την Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου, περισσότεροι από χίλιοι Νοτιοκορεάτες κάθε ηλικίας ακολούθησαν τη νεκρική πομπή, η οποία ξεκίνησε από την κεντρική πλατεία εμπρός στο Δημαρχείο και περνώντας μπροστά από την ιαπωνική πρεσβεία, κατέληξε στο νεκροταφείο του νοσοκομείου. Εκεί, περισσότεροι συμπατριώτες την αποχαιρέτησαν για πάντα. Νωρίτερα στη σορό της απέτισε φόρο τιμής και ο πρόεδρος της χώρας Μουν Τζε-ιν. Η Κιμ Μποκ-ντονγκ υπήρξε μία από τις κορυφαίες συμβολικές μορφές της σκληρής και ανείπωτης για χρόνια ιστορίας του κορεάτικου λαού στην περίοδο της γιαπωνέζικης κατοχής. Ήταν από τις πρώτες γυναίκες οι οποίες στις αρχές της δεκαετίας του Ενενήντα, αφότου τελείωσε η στρατιωτική δικτατορία, έσπασαν τη δική τους σιωπή αλλά και τη συλλογική συγκάλυψη. Παίρνοντας θάρρος η μια από την άλλη, μίλησαν για την εξαναγκαστική σεξουαλική εκμετάλλευσή τους από τον γιαπωνέζικο στρατό κατοχής. Περιέγραψαν πως έγιναν σκλάβες για την σεξουαλική ικανοποίηση των στρατιωτών τόσο στην χώρα όσο και στις κατεχόμενες Κίνα, Μαλαισία, Ινδονησία και αλλού, ακολουθώντας την αιματηρή διαδρομή του αυτοκρατορικού στρατού. Ιστορικοί ανεβάζουν σε διακόσιες χιλιάδες τα κορίτσια και τις γυναίκες από την Κορέα και άλλες ασιατικές χώρες οι οποίες αναγκάστηκαν να υποστούν τον εφιάλτη της σεξουαλικής δουλείας ανάμεσα στο 1932 και το 1945, με ευθύνη των Ιαπώνων μιλιταριστών. Ήταν γνωστές με τον υποτιμητικό όρο “γυναίκες ανακούφισης” αλλά στην Κορέα τις ονομάζουν “hal-mo-nee” δηλαδή γιαγιάδες.



Γεννημένη στις 19 Απριλίου του 1926 στην Γιάνγκσαν, μια μικρή πόλη του Νότου στην επαρχία Γκιόνγκσανγκναμ-ντο, τέταρτη από τις έξι κόρες της οικογένειας, σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων, την πήραν για να δουλέψει δήθεν σε στρατιωτικό εργοστάσιο ρούχων στην Ιαπωνία, παραπλανώντας τους αγράμματους φτωχούς γονείς της. Αντί για αυτό, την έστειλαν σε οίκους ανοχής για στρατιώτες, πρώτα στην Καντόνα στην Κίνα και ύστερα στο Χονγκ Κονγκ, στην Μπανγκόκ και στη Σιγκαπούρη. Ξυλοκοπήθηκε άγρια όταν αντέδρασε. «Τις καθημερινές, έπρεπε να πάρω δεκαπέντε στρατιώτες την ημέρα», είπε κάποτε. «Τα Σάββατα και τις Κυριακές περισσότερους από πενήντα». Προσπάθησε να αυτοκτονήσει αλλά δεν κατάφερε. Ύστερα από πέντε χρόνια, το 1945, σε ηλικία είκοσι ενός ετών απελευθερώθηκε και γύρισε στην πατρίδα της, αληθινό ανθρώπινο ράκος. Έκρυψε από όλους σχεδόν την ιστορία της. Έκανε καιρό να συνέρθει αλλά τα κατάφερε. Άνοιξε ένα εστιατόριο στο Πουσάν, παντρεύτηκε, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει παιδιά εξαιτίας της κακοποίησης. Στον άνδρα της δεν είπε τίποτε για το παρελθόν μέχρι τον θάνατο του. Το 1992, ύστερα από ένα χρόνο αφότου η Κιμ Χακ-σουν στις 14 Αυγούστου 1991 έγινε η πρώτη γυναίκα που έσπασε τη σιωπή και αφηγήθηκε την περιπέτειά της, η Κιμ Μποκ-ντονγκ τόλμησε και μίλησε δημόσια. Άρχισε να συμμετέχει στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που γίνονταν κάθε Τετάρτη εμπρός στο κτίριο της ιαπωνικής πρεσβείας και το 1993 μίλησε με πάθος σε ένα διεθνές φόρουμ για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Βιέννη. Από τότε η Κιμ Μποκ-ντονγκ δεν σταμάτησε να ταξιδεύει και καταγγέλλει τα εγκλήματα πολέμου, ιδιαίτερα αυτά που διεπράχθησαν ενάντια στις γυναίκες-σκλάβες και να απαιτεί αληθινή δικαίωση και μεταμέλεια από τις κυβερνήσεις της Ιαπωνίας. Από την ώρα που μίλησε για πρώτη φορά ξεπερνώντας φοβίες και ντροπή, επαναλάμβανε σε κάθε ευκαιρία όσα έζησε: «παρουσιάζοντας τη μαρτυρία μου, ξανακερδίζω την αίσθηση του εαυτού μου και αισθάνομαι ότι υποστηρίζω και συνδέομαι με τις άλλες γυναίκες» είχε δηλώσει σε δημοσιογράφο. Η Κιμ Μποκ-ντονγκ δεν αρκέστηκε στις καταγγελίες. Μαζί με άλλους ίδρυσε ένα ταμείο για την υποστήριξη των γυναικών θυμάτων κακοποίησης σε εμπόλεμες περιοχές. Μια από τις πρώτες δράσεις του Ταμείου Πεταλούδων, όπως ονόμασαν την πρωτοβουλία, ήταν η ηθική και υλική υποστήριξη σε Βιετναμέζες που βιάστηκαν από Κορεάτες στρατιώτες στα χρόνια του βρώμικου πολέμου ανάμεσα στο 1964 και το 1973.


Η Κιμ Μποκ-ντονγκ αντιτάχθηκε σθεναρά σε μια μυστική συμφωνία των κυβερνήσεων της πρόεδρου Παρκ Γκουν-χιέ, κόρης του παλιού δικτάτορα, και του πρωθυπουργού Αμπε το 2015 που ήθελε να κλείσει το θέμα με μια αποζημίωση ενός δις γιεν ( 9,1 εκ. δολάρια) και μια έκφραση λύπης, ούτε καν συγγνώμης, από την επίσημη Ιαπωνία. Η συμφωνία αποκαλύφθηκε αργότερα και η νέα κυβέρνηση της Κορέας ζήτησε την αναθεώρησή της, αίτημα που απέρριψε κυνικά το Τόκιο. Από τότε το κίνημα των “γιαγιάδων” πήρε νέα ορμή και η Κιμ Μποκ-ντονγκ παρά τα προβλήματα υγείας ξαναβρέθηκε στους δρόμους. Με αναπηρικό καροτσάκι συμμετείχε στις διαμαρτυρίες στην ιαπωνική πρεσβεία. Δεν σταμάτησε μέχρι το τέλος να αγωνίζεται και να διεκδικεί δικαίωση. Ο πρόεδρος του Κορεατικού Συμβουλίου για τη Δικαιοσύνη και τη Μνήμη που ανακοίνωσε το θάνατό της και βρέθηκε στο προσκέφαλό της τις τελευταίες ώρες, δήλωσε πως η Κιμ έσβησε με αυτή την προσδοκία. Συνολικά 239 γυναίκες μίλησαν ανοικτά για την τραγωδία που έζησαν. Από αυτές, μετά τον θάνατο της Κιμ, μόνο 23 είναι ακόμα στη ζωή. Με κουράγιο και αξιοπρέπεια πέτυχαν να γράψουν την αληθινή ιστορία για να τη γνωρίσουν οι επόμενες γενιές των ανθρώπων.




ΔΕΙΤΕ μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις της Κιμ www.youtube.com/watch?v=qsT97ax_Xb0

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου