Ο Ρανβίρ Σινγκ δούλευε διανομέας τα τελευταία τρία χρόνια σε ένα εστιατόριο στο Δελχί, στην περιοχή Τουγκλακαμπάντ. Όταν στις 24 Μαρτίου ο πρωθυπουργός Μόντι ανακοίνωσε το οικονομικό κλείσιμο για 21 ημέρες σε πανεθνικό επίπεδο, ο Ρανβίρ από τη μια στιγμή στην άλλη έμεινε χωρίς δουλειά. Μη μπορώντας να μείνει για τρεις βδομάδες δίχως χρήματα, αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό του. Εσωτερικός μετανάστης, είχε έρθει στην ινδική πρωτεύουσα από μια φτωχή αγροτική περιοχή της Μορένα της βόρειας Μαντία Πραντές για να εργαστεί. Λεωφορεία και τρένα ακινητοποιήθηκαν και ο Ρανβίρ απελπισμένος αποφάσισε να ξεκινήσει με τα πόδια το ταξίδι της επιστροφής. Πήρε τον δρόμο προς τον νότο. Είχε περπατήσει περισσότερα από διακόσια χιλιόμετρα από τα τριακόσια της συνολικής απόστασης, ακολουθώντας τον αυτοκινητόδρομο Δελχί-Άγκρα, όταν το Σάββατο 28 Μαρτίου ένιωσε έναν δυνατό πόνο στο στήθος. Κατέρρευσε μπροστά σε ένα υπαίθριο εμπορικό κατάστημα, τη στιγμή που του πρόσφεραν τσάι και μπισκότα για βοήθεια από την εξάντληση. Ο τριάντα εννιάχρονος διακομίστηκε στο γειτονικό νοσοκομείο, αλλά ήταν πλέον αργά. Άφησε την γυναίκα του Μάμτα με τρία ορφανά. Ζούσαν στο χωριό από τον μισθό του, που φρόντιζε να τον στέλνει τακτικά.
Ο Ρανβίρ ήταν ένας από τα εκατομμύρια Ινδούς μετανάστες-εργάτες που βρέθηκαν στην ίδια απελπιστική κατάσταση, δίχως δουλειά και χρήματα για επιβίωση έστω για μερικές εβδομάδες. Το αποτέλεσμα ήταν να είναι ο πρώτος επίσημα νεκρός, σε μια ιδιαίτερη, τραγική ανθρώπινη λίστα. Αυτή των θυμάτων εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, που χάθηκαν δίχως να μολυνθούν από αυτόν! Εσωτερικοί μετανάστες-εργάτες, κυρίως νεαρής ηλικίας, που έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Μόνο οι καταγεγραμμένες περιπτώσεις ξεπερνούν τους διακόσιους θανάτους, αλλά πολλοί φοβούνται πως ο πραγματικός αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος, εξαιτίας τροχαίων ή άλλου είδους ατυχημάτων, των κακουχιών και της πείνας. Στα ινδικά ΜΜΕ δημοσιεύτηκαν πολλές ειδήσεις για μαζικά θανατηφόρα τροχαία δυστυχήματα, θανάτους στους δρόμους από εξάντληση και επικά ταξίδια με τα πόδια εκατοντάδων χιλιομέτρων. Δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά ξεκρέμαστοι, δίχως εργασία, απλήρωτοι σε πολλές περιπτώσεις και η συντριπτική πλειοψηφία χωρίς τη δυνατότητα να επιβιώσουν στις μεγάλες πόλεις, εν μέσω της πανδημίας και του εθνικού κλεισίματος. Οι εικόνες εκατοντάδων ανθρώπων να στριμώχνονται για να κοιμηθούν κάτω από γέφυρες και στα ρείθρα των δρόμων ή να συνωστίζονται σε σταθμούς τρένων και λεωφορείων ακόμη και για τα δεδομένα της Ινδίας ήταν σοκαριστικές. Στο Δελχί, στο Μουμπάι, στο Χαϊντεραμπάντ και σε άλλες ινδικές μεγα-πόλεις, η κατάσταση έγινε ανυπόφορη για αυτούς τους εργαζόμενους που καλύπτουν τις ανάγκες για φθηνή εργασία στον επίσημο, αλλά και στον ανεπίσημο τομέα της ινδικής οικονομίας. Κάποια στιγμή, οι κυβερνητικές υπηρεσίες υπολόγισαν πως περισσότεροι από εξακόσιες χιλιάδες άνθρωποι περπατούσαν ή ποδηλατούσαν στους εθνικούς δρόμους με κατεύθυνση την ύπαιθρο της Ινδίας. Ένα ανθρώπινο κύμα, μια μεγάλη έξοδος που προκλήθηκε βίαια και ξαφνικά, με πολλούς να θεωρούν πως ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο στη σύγχρονη ιστορία της Ινδίας, μετά από αυτό που προκάλεσε η μεγάλη διαίρεση του 1947. Η κυβέρνηση στην πρώτη φάση των μέτρων επέδειξε απόλυτη αδιαφορία. Ο Μόντι έδωσε διορία τεσσάρων ωρών για την εφαρμογή της απαγόρευσης, ζήτησε να σφραγιστούν τα σύνορα μεταξύ των πολιτειών και λίγο μετά διέταξε τους αστυνομικούς να βγουν με τα μπαστούνια-λάθι στους δρόμους. Εικόνες βίας και μαζικών ψεκασμών ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο. Όταν ξεσηκώθηκε μαζική κατακραυγή, ζήτησε συγγνώμη (!) και προσποιήθηκε πως ενδιαφέρεται. Ανακοίνωσε πως ανοίγει μερικά σχολικά συγκροτήματα και αθλητικούς χώρους στην πρωτεύουσα για φιλοξενία, παρουσίασε ένα πρόγραμμα έκτακτης οικονομικής …ελεημοσύνης, επίταξε έναν ανεπαρκή αριθμό από λεωφορεία και τρένα για μεταφορά και τοποθέτησε αστυνομικούς να επιτηρούν τους αυτοκινητόδρομους και να μοιράζουν ξηρή τροφή και νερό στους απελπισμένους. Κυρίως προσπάθησε να αποποιηθεί τις ευθύνες, ακολουθώντας τον πάγιο ινδικό τρόπο. Έριξε τις ευθύνες στις κυβερνήσεις των ινδικών πολιτειών!
Κάθε χρόνο, εκατομμύρια φτωχοί εργάτες από τις πολιτείες Μαντία Πραντές, Ουτάρ Πραντές, Μπιχάρ, Ρατζαστάν και αλλού συρρέουν στα μεγάλα αστικά κέντρα, αναζητώντας εργασία. Αν και δεν υπάρχουν αξιόπιστα δεδομένα για τον ακριβή αριθμό τους (η τελευταία επίσημη καταγραφή του 2011 τους ανέβαζε σε 45 εκατομμύρια), σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις διακινούνται από 65 έως 120 εκατομμύρια εσωτερικοί μετανάστες εργάτες σε όλη τη χώρα στο διάστημα του χρόνου. Δηλαδή, περίπου το 20% του συνολικού εργατικού δυναμικού. Είναι αποτέλεσμα των πολιτικών διάλυσης του παραδοσιακού αγροτικού τομέα και των απαιτήσεων για φθηνή εργασία εκ μέρους του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς ασχολείται με οικοδομικές εργασίες ή εργάζεται στους δρόμους, ως πωλητές, φύλακες, καθαριστές κ.λπ. Επίσης, πολλοί είναι εργάτες-ψαράδες, που δουλεύουν στα ψαροκάικα στην Αραβική Θάλασσα και στα ανοιχτά του Ινδικού Ωκεανού. Από τις ακτές της Γκουτζαράτ και άλλων παραθαλάσσιων περιοχών, τα ινδικά ΜΜΕ ακόμη μεταδίδουν ειδήσεις για παγιδευμένους άνεργους και πεινασμένους ψαράδες. Όλοι αυτοί κερδίζουν το ψωμί τους δουλεύοντας σκληρά ολημερίς και συντηρούν τις οικογένειές τους στα χωριά. Οι περισσότεροι από αυτούς βρέθηκαν άνεργοι. Το εθνικό ποσοστό της ανεργίας στο τέλος του Μαρτίου εκτοξεύτηκε πάνω από το 20%, ενώ για τον Απρίλιο ένα κέντρο οικονομικών μελετών ανακοίνωσε ποσοστό 29,4% στις αγροτικές περιοχές και 25% στα αστικά κέντρα.
ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΤΕ τη σχετική ενότητα με τις ειδήσεις και την αρθρογραφία του ινδικού ηλεκτρονικού περιοδικού scroll.in/tag/Migrant-workers
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ένα σχετικό άρθρο από το Bloomberg, www.bloomberg.com/news/articles/2020-04-15/india-s-next-problem-convincing-frightened-workers-to-return
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου