25 Φεβ 2006
Shinkolobwe, Κατάνγκα. Το ορυχείο του θανάτου
11 Φεβ 2006
Αϊτή - Πόλη του Ήλιου, Πορτ-ο-Πρενς. Εξαθλίωση και αντίσταση
Η cite Soleil, κάθε άλλο παρά πόλη του Ήλιου, μπορεί να χαρακτηριστεί. Σε μια έκταση εικοσιεπτά τετραγωνικών μιλίων, η μεγαλύτερη παραγκούπολη του Πορτ-ο-πρενς, βρίσκεται στα βόρεια της Αϊτινής πρωτεύουσας, δίπλα στην θάλασσα. Περισσότεροι από πεντακόσιες χιλιάδες άνθρωποι στοιβάζονται στις ξύλινες η πάνινες καλύβες σε συνθήκες απίστευτης εξαθλίωσης. Με ανοιχτούς υπονόμους, χωρίς δρόμους και τις περισσότερες φορές χωρίς ηλεκτρικό, η πόλη του Ήλιου, είναι το αληθινό πρόσωπο της σημερινής Αϊτής. Εννιά στους δέκα κατοίκους είναι άνεργοι, επτά στα δέκα παιδιά σχολικής ηλικίας δεν πάνε σχολείο και η φυματίωση, το Αids και οι διάρροιες σκοτώνουν καθημερινά δεκάδες ανθρώπους. Σαν να μην έφταναν αυτά, η παραγκούπολη είναι το μόνιμο μεγάλο θύμα κάθε τυφώνα της Καραϊβικής που περνά από το νησί. Μόλις το 2004 ο τυφώνας Τζέην άφησε πίσω του τρεις χιλιάδες νεκρούς και τεράστιες καταστροφές και τον περυσινό Ιούλιο ο Ντένις ξαναπλημμύρισε την πόλη.
Η παραγκούπολη ζει σε καθεστώς αναρχίας, με τις συμμορίες να στρατολογούν παιδιά από τους δρόμους. Τα παιδιά είναι ένα από τα πιο αναλώσιμα είδη στην Αϊτή. Υπολογίζεται πως δεκάδες χιλιάδες ζούνε χωρίς γονείς σε ένα πληθυσμό που είναι σε σημαντικό βαθμό νεανικός. Με προσδόκιμο όριο ζωής τα 52 χρόνια, σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια Αϊτινοί είναι κάτω από τα δεκαοκτώ σε ένα σύνολο 8,4 εκατομμυρίων. Οι συμμορίες είναι το μοναδικό καταφύγιο για τροφή και υποστήριξη για τα εγκαταλειμμένα παιδιά και σε σημαντικό βαθμό υποκαθιστούν το ανύπαρκτο κρατικό και κοινωνικό δίκτυο προστασίας. Ύστερα μάλιστα από την στρατιωτική επέμβαση των Αμερικάνων και του ΟΗΕ, η παραγκούπολη έγινε κέντρο της αντίστασης, ορμητήριο των ένοπλων ομάδων που κτυπάνε τους κυανόκρανους και αρκετές φορές αντιμετώπισε την δολοφονική μανία τους, όταν αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις.
Η Αιτή, χώρα πρώην σκλάβων, που κατέκτησε την ανεξαρτησία της πολύ νωρίς και ίδρυσε μια από τις πρώτες δημοκρατίες, δεινοπάθησε κάτω από την ισχυρή επιρροή του Βορειοαμερικάνου γείτονα. Αφού πέρασε μερικές μαύρες δεκαετίες κάτω από την σκληρή δικτατορία της οικογένειας Ντυβαλιέ από τις αρχές του 90, ζει μια περίοδο πολιτικής αστάθειας εξαιτίας κυρίως της επεμβατικής πολιτικής των ΗΠΑ. Με 390 δολάρια, περίπου, κατά κεφαλή εισόδημα και με το 65% των Αϊτινών να ζούνε κάτω από το όριο της φτώχειας, με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα, η χώρα είναι μια από τις πιο φτωχές στο ημισφαίριο. Αποκορύφωμα της δυστυχίας η τελευταία επέμβαση των ΗΠΑ, μέσω του ΟΗΕ, τον Ιούνιο του 2004, λίγους μήνες ύστερα από την ανατροπή του εκλεγμένου προέδρου Αριστίντ. Από τότε στα παλιά προβλήματα των Αϊτινών προστέθηκαν και αυτά της στρατιωτικής κατοχής. Εννιά χιλιάδες περίπου στρατιώτες και αστυνομικοί, με πολιτικό διοικητή Χιλιανό και στρατιωτικό Βραζιλιάνο, ασκούνε καθημερινή βία ενάντια στην πλειοψηφία του πληθυσμού που απαιτεί την επιστροφή του εξόριστου εκλεγμένου Προέδρου. Το οξύμωρο είναι πως στην δύναμη του ΟΗΕ περιλαμβάνονται και στρατιωτικοί από χώρες σαν το Νεπάλ, την Σιέρα Λεόνε και το Περού, που στρατολογήθηκαν από τους Αμερικάνους για να μάθουν στους Αϊτινούς τι σημαίνει σταθερότητα και δημοκρατία!!
28 Ιαν 2006
Μπουένος Αιρες-Πλατεία Μαΐου. Το τέλος μιας ιστορικής διαδήλωσης
Όταν έγινε το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αργεντινή, το ημερολόγιο έγραφε 24 Μαρτίου 1976. Επικεφαλής της στρατιωτικής χούντας ο στρατηγός Jorge Rafael Videla, επέβαλλε ένα απίστευτο καθεστώς τρόμου. Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την κατάρρευση του καθεστώτος το 1983, συντηρητικοί υπολογισμοί ανεβάζουν σε δεκαπέντε χιλιάδες τους δολοφονημένους, σε τριάντα χιλιάδες τους αγνοούμενους , σε ογδόντα χιλιάδες αυτούς που φυλακίστηκαν και πάνω από ενάμισι εκατομμύριο τους Αργεντίνους που αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της εξορίας . Συνηθισμένος τρόπος για να μην μένουν ίχνη των δολοφονημένων Αργεντίνων ήταν το πέταγμα από αεροπλάνο. Πολλοί ντεσαπαρασίδος είχαν αυτό το τραγικο τελος.
Τον Νοεμβρη του 1976, μερικούς μήνες μετά το πραξικόπημα- οκτώ γυναίκες που είχαν άνδρες η γιους αγνοούμενους με επικεφαλής μια γενναία γυναίκα, την Azucena Villaflor de Vincenti, ξεκίνησαν έναν αγώνα για την αποκάλυψη της αλήθειας. Η Αzucena , γεννημένη στις 7 Απριλίου του 1924 , από μια φτωχή εργατική οικογένεια άρχισε να δουλεύει στα δεκαέξι της και μαζί με τον άνδρα της ήταν ενεργός εργατικό στέλεχος. Ένα από τα τέσσερα παιδιά της ο Νέστωρ, συνελήφθηκε από τον στρατό και εξαφανίστηκε. Αυτό ήταν που παρακίνησε την Αzucena να μπει επικεφαλής στην ομάδα των γυναικών και στις 30 Απρίλη του 1977, δεκατέσσερις γυναίκες, να κάνουν την πρώτη διαδήλωση στην κεντρική πλατεία του Μπουένος Αιρες , την Πλατεία του Μαΐου, μπροστά στο Προεδρικό Μέγαρο, την Casa Rosada. Έτσι γεννήθηκε το κίνημα των Μητέρων της Πλατείας του Μάη που έμελλε να γίνει παγκόσμια γνωστό και να συνεγείρει τους Αργεντινούς. Η Αzucena κυνηγήθηκε και τελικά μαζί με άλλες μητέρες συνελήφθη το βράδυ της 10ης Δεκέμβρη του 1977, ημέρα που κυκλοφόρησε η πρώτη παράνομη εφημερίδα για τους εξαφανισμένους και δολοφονήθηκε μερικές ημέρες αργότερα σε βάση του στρατού την περίφημη ESMA. Πρόσφατα ύστερα από έρευνες επιστημονικών επιτροπών βρέθηκαν υπολείμματα του σκελετού της, και εντοιχίστηκαν σε μνημείο στην Πλατεία του Μαΐου. Οι ερευνητές έχουν βάσιμες υποψίες πως η Αzucena πετάχτηκε από αεροπλάνο.
Το κίνημα των Μητέρων συνεχίστηκε , δυνάμωσε και πήρε μεγάλες διαστάσεις ύστερα από την πτώση της χούντας. Οι διάδοχες κυβερνήσεις φρόντισαν να ψηφίσουν νόμους για την ατιμωρησία των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν. Η κυβέρνηση Αλφονσιν ψήφισε τον νόμο Punto Final το 1986 και τον νόμο Obediencia Debida το 1987 που έδιναν άσυλο στους στρατιωτικούς. Απέναντι σε αυτές τις αποφάσεις το κίνημα των Μητέρων διαδήλωνε κάθε Πέμπτη στην Πλατεία , ανέπτυξε ένα πλούσιο δίκτυο οργανώσεων σε όλη την χώρα , συμμετείχε σε διεθνείς δράσεις και πρωτοβουλίες και πήρε βραβείο από την Ουνέσκο το 1999.
Τα τελευταία χρόνια το κίνημα των Μητέρων , με επικεφαλής την Hebe de Βοnafini, ενίσχυσε και διεύρυνε την δράση του και πήρε περισσότερο αριστερές και ριζοσπαστικές θέσεις , ειδικά ύστερα από την διάσπαση του 1986. Τελευταία το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ως αντισυνταγματικούς τους νόμους που προστάτευαν τους στρατιωτικούς της χούντας, γεγονός που σε συνάρτηση με ορισμένες άλλες εξελίξεις που έφερε η Προεδρία Κιρχνερ συνέτεινε στην απόφαση για τον τερματισμό της εκστρατείας.
* Την Τετάρτη 25 του Γενάρη πραγματοποιήθηκε στην Πλατεία του Μαΐου η τελευταία διαδήλωση ύστερα από μια από συνεχή κινητοποίηση εικοσιπέντε χρόνων. Οι δηλώσεις της Βοnafini,όπως την μετέδωσαν τα διεθνή ΜΜΕ απέχουν αρκετά από τις παλιές ριζοσπαστικές θέσεις της. Παρ΄όλα αυτά το κίνημα των Μητέρων του Μάη θα αποτελεί για τις επόμενες γενιές στην Αργεντινή ένα παράδειγμα γενναιότητας και αντίστασης .
14 Ιαν 2006
Μολδαβία. Παράδεισος για τους δουλεμπόρους γυναικών
Η περιπέτεια της Ελενας δεν έχει καμία πρωτοτυπία. Είναι μια από τις πολλές ανάλογες που μπορεί κανείς να γνωρίσει αναζητώντας στοιχεία για το παράνομο δουλεμπόριο γυναικών από την Μολδαβία και την μετατροπή τους σε σκλάβες των κυκλωμάτων αναγκαστικής πορνείας. Η Ελενα -που δεν είναι το αληθινό της όνομα- ζούσε σε συνθήκες απόλυτης ένδειας σε χωριό της Μολδαβικής υπαίθρου, μαζί με την άνεργη μητέρα της, τον αλκοολικό πατέρα της και τις δύο αδερφές της. Αναζητώντας τρόπο να ξεφύγει πείστηκε από μια φίλη της να ταξιδέψει στην Βοσνία για αναζήτηση δουλειάς. Με παράνομα ταξιδιωτικά έγγραφα, πέρασε στην Ρουμανία και από εκεί έφτασε στο Σεράγεβο τον Απρίλη του 2002. Εγκαταστημένη σε ένα σπίτι με δεκαπέντε ακόμη γυναίκες από την Ρουμανία, την Βουλγαρία και την Ουγγαρία, αναγκάστηκε ύστερα από πιέσεις και ξυλοδαρμούς να μετατραπεί σε πόρνη με πιο συχνή πελατεία Νατοϊκούς στρατιωτικούς της Sfor και τοπικούς αστυνομικούς και αξιωματούχους της Βοσνίας. Από τα τριάντα ευρώ που πλήρωνε ο κάθε πελάτης για μία ώρα, η Ελενα δεν έπαιρνε τίποτε παρά μόνο το έξοδα για το καθημερινό φαγητό. Το μπαρ που δούλευε, ύστερα από ένα χρόνο έκλεισε και η Ελενα κατάφερε να αποδράσει, σπεύδοντας για βοήθεια σε μια υπηρεσία του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης. Η Ελενα επέστρεψε στην Μολδαβία με περισσότερα προβλήματα από όσα είχε όταν έφυγε και συνεχίζει ακόμη να ψάχνει τρόπο να ξαναφύγει, με νόμιμα έγγραφα αυτήν την φορά για ένα πιο ασφαλή προορισμό και μια αξιοπρεπή εργασία.
Η Ελενα είναι μια από τις πενήντα έως εξήντα γυναίκες που εγκαταλείπουν με διάφορους παράνομους ή μισό-νόμιμους τρόπους την Μολδαβία, κατά μέσο όρο, καθημερινά. Υπολογίζονται σε εξακόσιες χιλιάδες έως και ένα εκατομμύριο οι μετανάστες Μολδαβικής καταγωγής που βρίσκονται στο εξωτερικό, κυρίως σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, την Τουρκία και την Μέση Ανατολή. Από αυτούς οι περισσότερες είναι νεαρές γυναίκες ενώ περιπτώσεις συμμετοχής στο παράνομο δουλεμπόριο του σεξ έχουν καταγραφτεί και στην Βόρεια Αμερική, στην ανατολική Ασία και στην Αυστραλία. Η Μολδαβία με πληθυσμό κάτι παραπάνω από τέσσερα εκατομμύρια ψυχές είναι βυθισμένη στην φτώχεια. Πάνω από το 60% των Μολδαβών ζούνε κάτω από το όριο της φτώχειας που είναι τα 120 λέι (11,5 δολάρια) ενώ στην ύπαιθρο το 84% των κατοίκων αρκούνται σε ημερήσιο εισόδημα ισότιμο με ένα δολάριο. Στα λεγόμενα χρόνια της μετάβασης το κατά κεφαλή ΑΕΠ έπεσε κατά 25% φτάνοντας το 2000 στα 350 δολάρια.
Με το νεαρότερο πληθυσμό σε Ευρωπαϊκό έδαφος (το 30% είναι κάτω από 18 ετών), σε συνθήκες οικονομικού μαρασμού και διάλυσης των κοινωνικών δομών δεν είναι καθόλου παράξενο που η Μολδαβία αποτελεί προνομιακό χώρο δράσης για τα κυκλώματα του παράνομου ανθρώπινου δουλεμπορίου είτε για τα δίκτυα της πορνείας είτε για τα δίκτυα εμπορίας ανθρώπινων οργάνων. Οπως και για τις άλλες κοινωνίες του πρώην ανύπαρκτου η μετάβαση στον καπιταλισμό έφερε περισσότερη δυστυχία και απόγνωση.
* Για τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες η σχετικά πρόσφατη έκθεση του “Center for the Prevention of Trafficking in Women” που δημοσιεύτηκε στο Τσιτσινάου το 2003, παρουσιάζει αναλυτικά την περιπέτεια των Μολδαβών γυναικών τα τελευταία δέκα χρόνια.
17 Δεκ 2005
Σαν Κουέντιν- Καλιφόρνια. Ο βάρβαρος Κόναν εξόντωσε την τίγρη της Βεγγάλης….
3 Δεκ 2005
Ciudad Juarez-Μεξικό. Η πόλη των δολοφονημένων γυναικών
H Ciudad Juarez έχει πάρει το όνομα της από τον εκλεγμένο Μεξικανό Πρόεδρο Μπενίτο Χουάρεζ, μετά τον θάνατό του το 1872. Πιο μπροστά η περιοχή ήταν γνωστή σαν Εl Paso del Norte (To Πέρασμα του Βορρά), που από ένα μικρό χωριό έφτασε να γίνει στα χρόνια του πολέμου με την Γαλλία- για ένα διάστημα- η έδρα της Μεξικάνικης κυβέρνησης. Από το 1668 που ο Φραγκισκανός μοναχός Γκαρσία ανακάλυψε ένα θεόσταλτο μήνυμα της Παναγίας της Γουαδελούπης, αυτή θεωρείται προστάτης των ανθρώπων που ζούνε εδώ, τιμάται με κατάνυξη και ο χώρος της αποκάλυψης είναι ιερός ακριβώς δίπλα στον επιβλητικό καθεδρικό ναό, στο κέντρο της πόλης. Στην πόλη υπάρχουν πολλά μνημεία που θυμίζουν την πολυτάραχη ιστορία της χώρας μιας και η Ciudad Juarez βρίσκεται στην περιοχή που ήταν ένα από τα μεγαλύτερα επίκεντρα της Μεξικάνικης επανάστασης για ανεξαρτησία.
Τριακόσια εβδομήντα περίπου χιλιόμετρα βόρεια της Τσιχουάουα, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, πάνω σχεδόν στον εθνικό αυτοκινητόδρομο 45, η πόλη βρίσκεται πολύ κοντά στην συνοριακή γραμμή με τις ΗΠΑ, απέναντι από το Νέο Μεξικό και το Ελ Πάσο. Αυτή η γεωγραφική θέση της ήταν η αιτία που η πόλη γνώρισε μια πληθυσμιακή έκρηξη τις τελευταίες δεκαετίες. Από τετρακόσιες χιλιάδες ψυχές το 1970 έφτασε σήμερα τα δύο εκατομμύρια εξαιτίας της εγκατάστασης εκεί εκατοντάδων αμερικάνικων-κυρίως- εργοστασίων, ιδιαίτερα μετά την εφαρμογή της ΝΑFTA, τα γνωστά «μακίλας», που αναζητούσαν φτηνά εργατικά χέρια. Μαζί με τους μακιλαδόρες που μαζεύτηκαν από όλο το Μεξικό (το 2000 υπολογίζονταν σε τριακόσιες πενήντα χιλιάδες τουλάχιστον, στην πόλη και τα περίχωρα) στην Ciudad Juarez άνοιξαν και άλλες δουλειές. Νόμιμες αλλά και παράνομες. Τα λιγοστά δολάρια που μοίραζαν τα αμερικάνικα αφεντικά τράβηξαν πολλούς φτωχούς Μεξικανούς, άνδρες και γυναίκες, που ακόμα και εάν δεν έβρισκαν δουλειά στα εργοστάσια, μπορούσαν να προσληφθούν στις εταιρίες φύλαξης, στα μαγαζιά της νύχτας, τα πορνεία αλλά και στις ομάδες διακίνησης ναρκωτικών, λαθρομεταναστών κλπ.
Ακόμα και στην περίοδο της άνθισης, η πόλη έκρυβε στα σπλάχνα της μεγάλη δυστυχία και φτώχεια. Παράγκες για τους ξεριζωμένους από τα Μεξικάνικα πουέμπλος, δίχως νερό, ηλεκτρικό και αποχέτευση που ζούσαν για ένα κομμάτι ψωμί, ιστορίες καθημερινής εκμετάλλευσης, ανύπαρκτες κοινωνικές σχέσεις και μεγάλη εγκληματικότητα. Τα πράγματα έγιναν ανυπόφορα από τότε που τα Αμερικάνικα αφεντικά άρχισαν να φεύγουν για προορισμούς με φθηνότερο εργατικό κόστος. Σήμερα η πόλη έχει πάνω από το 40% των κατοίκων της κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ ένας στους πέντε εργάτες στα μακίλας είναι άνεργος. Όλα αυτά θα έμεναν στην σιωπή εάν στην πόλη -αυτή η κατάσταση- δεν δημιουργούσε μια παγκόσμια πρωτιά. Η Ciudad Juarez, έγινε παγκόσμια γνωστή τα τελευταία δέκα χρόνια σαν η πόλη των δολοφονημένων γυναικών. Από το 1993 έχουν καταγραφτεί πάνω από 400 δολοφονίες γυναικών, κυρίως νεαρών κοριτσιών, οι περισσότερες από τις οποίες είναι εργάτριες στα εργοστάσια, στα μαγαζιά της νύχτας, πόρνες ή μπλεγμένες στα δίκτυα διακίνησης κοκαΐνης. Αρκετές από αυτές μετανάστριες από την ύπαιθρο, θάβονται χωρίς να τις αναζητήσει κανείς και δεν λείπουν οι περιπτώσεις που δεν εξακριβώνεται ούτε το όνομα τους. Θεωρούνται απόλυτα αναλώσιμο υλικό για κάθε είδους εκμετάλλευση και εύκολος στόχος για τις συμμορίες που εξουσιάζουν τους δρόμους της πόλης. Η τοπική αστυνομία -η οποία είναι και αυτή μπλεγμένη στην παρανομία- κατέγραψε τον φετινό χρόνο 28 δολοφονημένες γυναίκες, απόδειξη πως παρά την κατακραυγή, την ευαισθητοποίηση και τις συλλήψεις των τελευταίων χρόνων, οι δολοφονίες συνεχίζονται. Γιατί σε αυτό το μακάβριο σκηνικό, κυνηγοί και κυνηγημένοι, δημιουργούνται συνεχώς από μια κοινωνική κατάσταση που δημιούργησαν τα αρπακτικά των πολυεθνικών και η περιβόητη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΝAFTA, για να βγάλουν γρήγορο και εύκολο κέρδος δίχως να δίνουν δεκάρα τσακιστή για τις επιπτώσεις της δράσης τους στην φτωχή Μεξικάνικη κοινωνία.
* Η νεαρή Αλμα Τσαβίρα Φαρέλ, είναι η πρώτη -επισήμως- δολοφονημένη γυναίκα. Βρέθηκε νεκρή στη συνοικία Campestre Virreyes, στις 23 του Γενάρη του 2003.
19 Νοε 2005
ΚΙΜΠΕΡΑ-ΝΑΙΡΟΜΠΙ. ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΠΑΡΑΓΚΟΥΠΟΛΗ
Στο Ναϊρόμπι, μια πρόσφατη καταγραφή υπολόγισε σε εκατόν ενενήντα εννέα! τις παραγκουπόλεις που περιτριγυρίζουν το κέντρο του. Σε ένα πληθυσμό περίπου τρεισήμισι εκατομμυρίων, το 60% μένει σε μεταλλικές παράγκες, λασπόσπιτα και καλύβες από χοντρό ύφασμα. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο εκατοντάδες παραγκουπόλεις, η Κιμπέρα είναι η «βασίλισσα». Είναι με διαφορά η μεγαλύτερη, η πιο παλιά και η πιο ξακουστή, όχι μόνο στην πρωτεύουσα της Κένυα αλλά και σε όλη την Αφρική. Γιατί η Κιμπέρα, είναι η μεγαλύτερη παραγκούπολη στην ανατολική πλευρά της Μαύρης Ηπείρου και η τρίτη στην σειρά σε όλη την έκταση της.
Δέκα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Ναϊρόμπι, σε μια περιοχή 250 εκταρίων στοιβάζονται στην κυριολεξία περίπου οκτακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Ειδικοί επιστήμονες του ΟΗΕ, ένιωσαν έκπληξη από την πυκνότητα του πληθυσμού και υπολόγισαν πως σε κάθε εκτάριο, κατά μέσο όρο, κατοικούν περίπου τρεις χιλιάδες. Δεκαεπτά χωριά συναποτελούν την παραγκούπολη και χωρίζουν τις διάφορες εθνοτικές και φυλετικές ομάδες που συμβιώνουν, όχι πάντα αρμονικά. Από το 1920, χρονολογείται η πρώτη συγκέντρωση πληθυσμού στην έκταση αυτή. Τότε οι Αγγλοι αποικιοκράτες εγκατέστησαν εκεί αποστρατευμένους Νούβιους στρατιώτες από το Σουδάν, που είχαν πολεμήσει στις τάξεις του βασιλικού στρατού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενα δεύτερο κύμα Νούβιων εγκαταστάθηκε και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο αλλά τα τελευταία χρόνια η Κιμπέρα έγινε προορισμός για τους εσωτερικούς μετανάστες που συρρέουν από την ύπαιθρο. Ερευνες για την ροή των εσωτερικών μεταναστευτικών και προσφυγικών κυμάτων, διαπιστώνουν πως η Αφρική για προφανείς λόγους κρατά τα σκήπτρα στους ρυθμούς αύξησης σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Από τους πρώτους κατοίκους της απέκτησε η παραγκούπολη το όνομα της. Στην Νουβιακή γλώσσα Κίμπρα, θα πει δάσος, μιας και πυκνή βλάστηση υπήρχε στην περιοχή που τώρα καλύπτουν οι χιλιάδες παράγκες. Η φτώχεια γεννά όχι λίγες φορές συγκρούσεις στο εσωτερικό της Κιμπέρα, (που από τα διεθνή ΜΜΕ παρουσιάζονται σαν θρησκευτικές η φυλετικές) μια από τις οποίες βασίζεται στο γεγονός πως αρκετοί Νούβιοι μουσουλμάνοι κατέχουν δικαιώματα ιδιοκτησίας στην γη και ζητάνε ενοίκια από τους νεοφερμένους. Σε μια τέτοια σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 2001, σκοτώθηκαν δεκαπέντε άνθρωποι, όταν η κυβέρνηση προσπάθησε να στρέψει την απόγνωση των εξαθλιωμένων ενάντια στους μικροϊδιοκτήτες.
Ανεξάρτητα από αυτές τις εσωτερικές αντιθέσεις όλοι οι κάτοικοι της Κιμπέρα ζούνε σε άθλιες συνθήκες. Οκτώ στους δέκα είναι άνεργοι, δύο στους δέκα, κυρίως νέοι, είναι φορείς του ιού ΗΙV/AIDS, και όλοι τους ζούνε σε συνθήκες απόλυτης ένδειας. Οι τυχεροί που καταφέρνουν να βρούνε δουλειά κάνουν εργασίες της κατηγορίας Kali-jua που στα Σουαχίλι σημαίνει την ολοήμερη απασχόληση κάτω από τον καυτό ήλιο. Η άλλη εναλλακτική περίπτωση είναι η πορνεία και η εγκληματικότητα για να κερδηθεί η καθημερινή ζωή. Οπως και οι άλλες παραγκουπόλεις, έτσι και η Κιμπέρα αγνοεί τι σημαίνει αποχετευτικό δίκτυο, τροφοδοσία πόσιμου νερού και ηλεκτρικό. Σε όλη την περιοχή υπάρχουν μόνο δύο κέντρα υγείας και εκείνα φτιαγμένα από δυτικές ΜΚΟ. Οι τελευταίες έχουν μετατρέψει την Κιμπέρα σε αγαπημένο προορισμό τους και πεδίο μελετών και αναλύσεων, που ως συνήθως μένουν στα χαρτιά ενώ ταυτόχρονα αποτελούν άλλοθι για την απραξία της κυβέρνησης της Κένυα. Το καθεστώς στο Ναϊρόμπι, φάντασμα μόνο των πρώτων ηρωικών χρόνων της ανεξαρτησίας, αποτελεί τυπικό δείγμα υποτακτικού στην νέο-αποικιοκρατία και ειδικότερα στις εντολές της Παγκόσμιας Τράπεζας, τα συμφέροντα των Αγγλο-Αμερικάνων και μιας ελίτ που λυμαίνεται τον πλούτο της χώρας.
5 Νοε 2005
Τζακάρτα-Ινδονησία. Τα εργοστάσια του ιδρώτα
Η εταιρεία κατασκευής παπουτσιών «PT Tong Yang», βρίσκεται στην βόρεια πλευρά της Τζακάρτα. Η Τοng Yang, είναι πολύ γνωστή όχι μόνο στην πρωτεύουσα της Ινδονησίας αλλά και έξω από τα σύνορα της χώρας, γιατί αποτελεί έναν από τους μεγάλους πάρτνερς της αμερικάνικης πολυεθνικής Ρήμποκ. Σε μια έκταση σαράντα χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων οκτώμισι χιλιάδες εργαζόμενοι, οι περισσότεροι γυναίκες, κατασκευάζουν αθλητικά παπούτσια για λογαριασμό της Ρήμποκ. Η εταιρία είναι η μια από τις δύο επιχειρήσεις στην Ινδονησία που δουλεύει για την αμερικάνικη φίρμα με εκατό εκατομμύρια ετήσιο τζίρο και μια από τις πολλές εκατοντάδες στους κλάδους της ένδυσης, της υφαντουργίας και της πληροφορικής που παράγουν κύρια για τις αμερικάνικες πολυεθνικές.
Η Tong Yang βρέθηκε πριν λίγα χρόνια στο επίκεντρο συντονισμένων καταγγελιών για τις άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες εργασίας που υπήρχαν στις μονάδες παραγωγής. Η Ρήμποκ αναγκάστηκε να δώσει μερικές χιλιάδες δολάρια για να γίνουν βελτιώσεις και πίεσε τα αφεντικά να πάρουν ορισμένα μέτρα. Ολα αυτά, φυσικά για να αποφευχθούν οι ανταγωνιστικές καταγγελίες που στις ΗΠΑ αλλά και στην Δυτική Ευρώπη, χρησιμοποιούνται ανάμεσα στις εταιρίες για να κερδηθούν μερίδια στην αγορά. Στην πραγματικότητα όμως οι βελτιώσεις αφορούν την βιτρίνα και τον περιορισμό μόνο ακραίων καταστάσεων. Γιατί η Ρήμποκ, όπως και οι υπόλοιπες πολυεθνικές θέλουν να υπάρχουν και να λειτουργούν αυτά τα μεγάλα εργοστάσια ιδρώτα, συνώνυμα της καταναγκαστικής και φθηνής εργασίας, αληθινά κάτεργα και κολαστήρια.
Διαφορετικά δεν θα μπορούν να αγοράζουν ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που στις αμερικάνικες αλυσίδες λιανικού εμπορίου πωλείται εξήντα και εβδομήντα δολάρια, στο 1/6 της τελικής τιμής. Δέκα και δώδεκα δολάρια το ζευγάρι αγοράζει η Ρήμποκ το ζευγάρι από τα Ινδονησιακά κάτεργα, από τα οποία μόνο το 10% αντιστοιχεί στην εργατική αμοιβή.
Ακόμα και αυτός ο επίσημος κατώτατος μισθός του ενάμισι έως δύο δολαρίων την ημέρα δεν δίνεται στους εργάτες σε αυτά τα εργοστάσια του ιδρώτα. Για οκτάωρο και υπερωρίες ούτε λόγος. Δεκατέσσερις και δεκαέξι ώρες την ημέρα μέσα σε άθλια κτίρια, με αναθυμιάσεις και μεγάλες θερμοκρασίες, κυρίως γυναίκες αντιμετωπίζουν την βαναυσότητα, την εξοντωτική εντατικοποίηση, τις ποινές και την καταπίεση. Σύμφωνα με πολλές εκθέσεις και μελέτες οι περισσότερες παρότι νέες αντιμετωπίζουν αναιμία, απώλεια ακοής, βρογχίτιδες, και εμμηνορροϊκές διαταραχές. Σε αρκετές περιπτώσεις, μιας και προέρχονται από την επαρχία, κοιμούνται σε κοιτώνες στρατιωτικού τύπου κατά ομάδες δέκα ή δώδεκα γυναικών, σε άθλιες συνθήκες, χωρίς πόσιμο νερό, αποχέτευση και ηλεκτρικό. Αδειες ή αποζημιώσεις για τα ατυχήματα είναι σχεδόν άγνωστα πράγματα.
Η Ινδονησία πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες μέσα από ένα σκοτεινό τούνελ που επέβαλλε το σκληρό στρατιωτικό καθεστώς, αφού πρώτα τσάκισε ένα ισχυρό αριστερό κίνημα. Τα τελευταία χρόνια όμως η αφύπνιση μεγαλώνει συνεχώς. Εκατοντάδες απεργίες έχουν καταγραφτεί, συνδικάτα έχουν ιδρυθεί και αγώνες ξεσπάνε όλο και πιο συχνά παρά την συνεχιζόμενη τρομοκρατία, τις διώξεις και τις δολοφονίες συνδικαλιστών.
* “ takut dan malu“ είναι μια διαδεδομένη έκφραση στα εργοστάσια ιδρώτα στην ινδονησιακή γλώσσα. Υποδεικνύει πώς πρέπει να είναι ο εργαζόμενος σε αυτά. Τρομοκρατημένος και με σκυμμένο το κεφάλι. Για τα αφεντικά και τις μεγάλες δυτικές πολυεθνικές αποτελεί προϋπόθεση για να πηγαίνουν καλά τα πράγματα και να μην χρειαστεί να μετακομίσουν…
22 Οκτ 2005
ΘΕΟΥΤΑ ΚΑΙ ΜΕΛΙΓΙΑ. ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΩΝ ΑΦΡΙΚΑΝΩΝ
Με οδηγό την απελπισία εκατοντάδες μετανάστες από την Δυτική Αφρική προσπάθησαν το τελευταίο διάστημα να εισβάλλουν στους ισπανικούς αποικιοκρατικούς θύλακες της Θέουτα και της Μελίγια, στα παράλια του Μαρόκου. Βρέθηκαν έτσι ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά των Ισπανών και Μαροκινών στρατιωτών με αποτέλεσμα -σύμφωνα με τα στοιχεία των Μαροκινών και Ισπανικών αρχών- πέντε να χάσουν την ζωή τους στην Θέουτα και έξι στην Μελίγια. Αρκετές δεκάδες ήταν οι τραυματίες και εκατοντάδες οι συλληφθέντες, που οι Μαροκινοί τους έστειλαν πίσω αφήνοντάς τους στην έρημο. Τα τραγικά γεγονότα ξεσήκωσαν θύελλα διαμαρτυριών στην Ισπανία, την Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες αναγκάζοντας την Ισπανική και Μαροκινή κυβέρνηση να διατάξει έρευνα για τις συνθήκες των θανάτων, ενώ Ραμπάτ και Μαδρίτη ρίχνουν ο ένας στον άλλο το μπαλάκι των ευθυνών.
Οι θύλακες της Μελίγια και της Θέουτα, αποικιοκρατική ισπανική κληρονομιά στην Βόρειο-δυτική Αφρική, με πληθυσμό περίπου 75 χιλιάδες ο κάθε ένας, αποτελούν στόχο για τους απελπισμένους Αφρικανούς από χώρες όπως η Νιγηρία, το Μάλι, η Σενεγάλη, η Γκάνα κλπ για να μπούνε στον υποτιθέμενο Ευρωπαϊκό παράδεισο. Με ένα φράχτη τριών μέτρων που, μετά τα γεγονότα, θα υψωθεί στα έξι μέτρα, με φυλάκια, περιπολίες επιτήρησης και νεκρές ζώνες οι Ισπανοί προσπαθούν εδώ και χρόνια να εμποδίσουν αυτό το συνεχές ανθρώπινο κύμα. Σε συνεργασία με τις Μαροκινές αρχές εξαπολύουν -συχνά-εκστρατείες επαναπροώθησης, πυροβολούν στο ψαχνό και κυνηγούν ανηλεώς τους νεαρούς Αφρικανούς.
Τα κύματα αυτά, όμως, των χιλιάδων Αφρικανών δεν σταματούν. Παρακινημένοι από την φτώχεια στην χώρα τους είναι έτοιμοι να παίξουν κορώνα-γράμματα την ζωή τους στα άγρια νερά του Γιβραλτάρ ή στην έρημο για να περάσουν στην Ισπανία και ο συρμάτινος φράκτης στην Θέουτα και την Μελίγια δεν μπορεί να τους σταματήσει. Για τις δολοφονίες και την κακομεταχείριση και την πολιτική της Ισπανικής κυβέρνησης, και στην Ελλάδα, έγιναν διαβήματα διαμαρτυρίας. Το «Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών» οργάνωσε διαμαρτυρία έξω από το Ισπανικό Ινστιτούτο «Θερβάντες» στην Αθήνα στις 18/10 και ανακοινώσεις έβγαλαν Αντιρατσιστικές Κινήσεις και Πρωτοβουλίες.