17 Φεβ 2007

Θάλασσα Οχότσκ- Σαχαλίνη. Μεθυσμένοι ψαράδες


Με έκταση εβδομήντα οκτώ χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα η Σαχαλίνη, μια στενόμακρη λωρίδα γης, μήκους εννιακοσίων πενήντα χιλιομέτρων, απλώνεται παράλληλα με την ακτή στο ανατολικό άκρο της Ρωσίας, ανάμεσα στο νησί Χοκάιντο και στις εκβολές του Αμούρ στα νοτιοδυτικά της Οχοτσκικής θάλασσας. Το ποτάμι έδωσε έμμεσα το όνομα στο νησί, στην γλώσσα Μαντσού, απόδειξη πως η Σαχαλίνη για τους ντόπιους πληθυσμούς αποτέλεσε φυσική προεξοχή του Αμούρ. Διαμέσου της κοιλάδας του οι νομαδικοί πληθυσμοί κινήθηκαν προς αυτό περνώντας το στενό Tatar. Τόπος εξορίας φυλακισμένων στην τσαρική Ρωσία (Ο Τσέχοφ συγκλονίστηκε από τα βάσανά τους όταν επισκέφτηκε το νησί το 1890) υπήρξε διαχρονικό μήλο της έριδος ανάμεσα στους Ρώσους, τους Κινέζους και τους Γιαπωνέζους ως το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Από τότε αποτελεί ρωσικό ομπλάστ μαζί με τις Κουρίλες με πρωτεύουσα την Γιούζνο-Σακχαλίνσκ, στην οποία κατοικούν σήμερα πάνω από διακόσιες χιλιάδες ψυχές.

Παλιότερα οι ανάγκες και η προσφορά εργασίας στην αλιεία και αργότερα στην εξόρυξη πετρελαίου έφερε στο νησί, που για τους περισσότερους μήνες του χρόνου είναι σκεπασμένο με χιόνια και πάγους, πολλούς, κυρίως Ρώσους μετανάστες. Σήμερα από τους επτακόσιες χιλιάδες κατοίκους το 83% είναι Ρώσοι, με δεύτερη μεγαλύτερη κοινότητα τους Κορεάτες (5,5%). Πριν από αυτούς για αιώνες η Σαχαλίνη ήταν αραιοκατοικημένη από αυτόχθονες φυλές ψαράδων και κυνηγών, οι οποίες, ακόμη και σήμερα, διατηρούν τον τρόπο ζωής και τις κοινότητές τους κυρίως στο βόρειο τμήμα του νησιού. Οι Ainu, οι Nivks, οι Oroks και οι Evenks είναι οι κυριότερες ιθαγενικές ομάδες σήμερα με πληθυσμούς από λίγες χιλιάδες έως μερικές εκατοντάδες.

Η κύρια ασχολία τους είναι το ψάρεμα του σολομού αλλά και γαρίδων και καβουριών που αγοράζονται από τους Γιαπωνέζους. Αρκετοί από αυτούς συνεχίζουν να χρησιμοποιούν παραδοσιακούς τρόπους, ιδιαίτερα την περίοδο του μακρύ χειμώνα, κάνοντας τρύπες στους πάγους για να ρίξουν τα δίχτυα και τα αγκίστρια. Οχι λίγες φορές κινδυνεύουν όταν μεγάλα κομμάτια πάγου σπάνε στις ακτές και παρασύρονται στα ανοιχτά. Η Σαχαλίνη στην σοβιετική περίοδο κάλυπτε το 7% των αναγκών της χώρας σε ψάρια και ανέπτυξε μια σημαντική βιομηχανία επεξεργασίας, η οποία όμως διαλύθηκε ύστερα από το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων. Ακόμη και σήμερα όμως το ένα τρίτο των κατοίκων ζούνε φτωχικά από το ψάρεμα. Τώρα οι ψαράδες κινδυνεύουν με αφανισμό, ιδιαίτερα από τότε που η Μόσχα αποφάσισε σε συνεργασία με δυτικές πολυεθνικές να αναπτύξει τα πετρελαιοφόρα πεδία στην βορειοανατολική άκρη. Δυο μεγάλοι αγωγοί που κουβαλούν το πετρέλαιο από τον βορρά στα λιμάνια του νότου (το πρόγραμμα Σαχαλίνη 1 και 2) απειλούν με καταστροφή όχι μόνο τους ψαρότοπους αλλά και σημαντικά τμήματα του φυσικού περιβάλλοντος.

Το πετρέλαιο και η μυρωδιά του κέρδους έφεραν μαζί με τις πολυεθνικές και τους ρώσους μάνατζερ ένα κύμα επενδύσεων σε κατασκευές, ξενοδοχεία, καζίνο, και διάφορες υπηρεσίες. Από πίσω τους και αρκετές δυτικές ΜΚΟ που ενεπλάκησαν στον ανταγωνισμό των εταιριών και χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και από τον Πούτιν για να αρπάξει η Γκαζπρόμ ποσοστά από την Shell. Αυτά όμως όχι μόνο δεν άλλαξαν την ζωή των αυτοχθόνων ψαράδων αλλά την έκαναν πιο δύσκολη.

* Το Σάββατο 3 του Φλεβάρη 442 ψαράδες σώθηκαν ύστερα από μια τεράστια επιχείρηση διάσωσης, όταν αποκόπηκε ένα μεγάλο τμήμα πάγου 25 τετραγωνικών χιλιομέτρων, πάνω στο οποίο ψάρευαν. Ογδόντα από αυτούς αρνούνταν επί ώρες να ανεβούν στα ελικόπτερα για να μην αποχωριστούν τα εργαλεία τους. Οι διασώστες με έκπληξη διαπίστωσαν πως σχεδόν όλοι ήταν μεθυσμένοι από τις μεγάλες ποσότητες αλκοόλ που κατανάλωσαν για να επιβιώσουν. Οι παγιδευμένοι ψαράδες που βρέθηκαν σε κομμάτια πάγου ακόμα και δύο χιλιόμετρα στα ανοικτά ήταν τμήμα τριών χιλιάδων ανδρών, γυναικών και παιδιών που πήγαν για ομαδικό ψάρεμα στις ανατολικές ακτές της Σαχαλίνης, παρά τις προειδοποιήσεις πως ο φετινός ήπιος χειμώνας ελάττωσε επικίνδυνα τα στρώματα του πάγου.

3 Φεβ 2007

Χάρμπελ-Λιβερία. Σκλάβοι στις φυτείες καουτσούκ



Μερικά χιλιόμετρα έξω από την Μονροβία, νοτιότερα κατά μήκος της ακτής, το Χάρμπελ, είναι μια πόλη που στην κυριολεξία έχει συνδεθεί με την ιστορία της μεγάλης πολυεθνικής Firestone, γνωστής στην παραγωγή ελαστικών σε όλο τον κόσμο, όταν αυτή κατέφτασε πριν ογδόντα χρόνια στην Λιβερία. Το Χάρμπελ όχι μόνο ιδρύθηκε από την πολυεθνική, αφότου αυτή νοίκιασε, το 1926, για 99 χρόνια μια τεράστια έκταση, αλλά πήρε και το όνομά του από τον ιδρυτή της εταιρίας. Ο Αμερικάνος Harvey S. Firestone και η γυναίκα του Idabelle, σχημάτισαν από τα μικρά ονόματα τους, την ονομασία της πόλης και της μεγάλης φυτείας δένδρων καουτσούκ που την περιβάλλει, σε έκταση διακοσίων τετραγωνικών μιλίων.

Στη φυτεία, όπου υπολογίζονται σε πάνω από οκτώ εκατομμύρια τα καουτσουκόδεντρα, δουλεύουν σε συνθήκες που λίγο απέχουν από την παλιά αποικιοκρατική σκλαβιά, δέκα χιλιάδες άνθρωποι, αρκετοί από αυτούς παιδιά. Από τις τέσσερις τα χαράματα, για να προλάβουν τον ήλιο, οι συλλέκτες χάνονται με τα μικρά φαναράκια τους μέσα στην τεράστια φυτεία, για να καταφέρουν να χαράξουν όχι πάνω από εξακόσια πενήντα δένδρα ολημερίς και να κουβαλήσουν με τα χέρια σε μεγάλη απόσταση το παχύρρευστο υγρό, στα σημεία συγκέντρωσης. Από την χάραξη του κάθε κορμού πρέπει να μεσολαβήσουν τουλάχιστον πέντε ώρες για να γεμίσει το ξύλινο μαύρο δοχείο Ετσι μόνο θα καταφέρουν να βγάλουν το πολύ τέσσερα δολάρια την ημέρα ενώ το μέσο μεροκάματο δεν ξεπερνά τα δύο δολάρια συνήθως, μιας και ο κάθε συλλέκτης με δυσκολία φτάνει τους έξι κάδους. Αυτό είναι το αντάλλαγμα μιας σκληρής ημέρας κάτω από τον καυτό ήλιο, με το σώμα τους να βασανίζεται από τα φυτοφάρμακα και τους χημικούς διαλύτες και να διπλώνεται από το βάρος των δοχείων που μεταφέρουν, για μια διαδρομή πάνω από μία ώρα.

Οι πιο πολλοί από τους συλλέκτες ζούνε με τις οικογένειές τους στα παραπήγματα που έχτισε η εταιρία και τα οποία χρησιμοποιούνται από το 1926 χωρίς καμία συντήρηση η ανακαίνιση. Η Division 44 είναι ένας από αυτούς τους οικισμούς, στον οποίο ζούνε επτακόσιοι άνθρωποι, σε συνθήκες αθλιότητας με μια μόνο παροχή νερού, δίχως ηλεκτρικό και καμία άλλη υποδομή.

Η Firestone που από το 1988 πουλήθηκε στην γιαπωνέζικη Bridgestone και από τότε έχει ενταχθεί στον ενιαίο όμιλο, με έδρα των επιχειρήσεων το Νάσβιλ του Τενεσί και κεντρική διοίκηση στο Τόκιο, έχει επιβάλλει στους δύστυχους Λιβεριανούς συλλέκτες ένα σκληρό σύστημα αμοιβών με το κομμάτι, με ποινές, με αποτέλεσμα να πληρώνει πολύ κάτω και από αυτές ακόμη τις εξευτελιστικές αμοιβές που προβλέπουν οι αρχικές συμβάσεις. Φορτώνει επίσης το κόστος συλλογής και καλλιέργειας των δένδρων στους ίδιους με αποτέλεσμα να φέρνει στις ΗΠΑ την πρώτη ύλη με πολύ φτηνή τιμή και να έχει μεγάλα περιθώρια κέρδους, ειδικά την τελευταία περίοδο, που εξαιτίας της ανόδου των τιμών του πετρελαίου παρατηρείται μια στροφή της αγοράς προς το φυσικό ελαστικό.

Η Λιβερία, η υποτιθέμενη γη της ελευθερίας, που ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη από ομάδες απελευθερωμένων σκλάβων που ήρθαν από την Αμερική, το 1847, ύστερα από μια μακρά περίοδο νέο-αποικιοκρατίας, εμφυλίων πολέμων και εξωτερικών επεμβάσεων, με 80% ανεργία και απίστευτη φτώχεια, παραμένει αιχμαλωτισμένη από την μεγάλη πολυεθνική και εξαρτημένη από τις εξαγωγές καουτσούκ. Το ίδιο και οι σύγχρονοι σκλάβοι των φυτειών.

* Η Firestone άρχισε να διαπραγματεύεται τελευταία με τη νέα κυβέρνηση της χώρας την παράταση της μίσθωσης έως το 2042, ζητώντας ταυτόχρονα να αφαιρεθούν από το ενοίκιο τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου κατά τον οποίο εμποδίστηκε τμήμα της παραγωγής, όπως ισχυρίζεται.