Μερικά χιλιόμετρα έξω από την Μονροβία, νοτιότερα κατά μήκος της ακτής, το Χάρμπελ, είναι μια πόλη που στην κυριολεξία έχει συνδεθεί με την ιστορία της μεγάλης πολυεθνικής Firestone, γνωστής στην παραγωγή ελαστικών σε όλο τον κόσμο, όταν αυτή κατέφτασε πριν ογδόντα χρόνια στην Λιβερία. Το Χάρμπελ όχι μόνο ιδρύθηκε από την πολυεθνική, αφότου αυτή νοίκιασε, το 1926, για 99 χρόνια μια τεράστια έκταση, αλλά πήρε και το όνομά του από τον ιδρυτή της εταιρίας. Ο Αμερικάνος Harvey S. Firestone και η γυναίκα του Idabelle, σχημάτισαν από τα μικρά ονόματα τους, την ονομασία της πόλης και της μεγάλης φυτείας δένδρων καουτσούκ που την περιβάλλει, σε έκταση διακοσίων τετραγωνικών μιλίων.
Στη φυτεία, όπου υπολογίζονται σε πάνω από οκτώ εκατομμύρια τα καουτσουκόδεντρα, δουλεύουν σε συνθήκες που λίγο απέχουν από την παλιά αποικιοκρατική σκλαβιά, δέκα χιλιάδες άνθρωποι, αρκετοί από αυτούς παιδιά. Από τις τέσσερις τα χαράματα, για να προλάβουν τον ήλιο, οι συλλέκτες χάνονται με τα μικρά φαναράκια τους μέσα στην τεράστια φυτεία, για να καταφέρουν να χαράξουν όχι πάνω από εξακόσια πενήντα δένδρα ολημερίς και να κουβαλήσουν με τα χέρια σε μεγάλη απόσταση το παχύρρευστο υγρό, στα σημεία συγκέντρωσης. Από την χάραξη του κάθε κορμού πρέπει να μεσολαβήσουν τουλάχιστον πέντε ώρες για να γεμίσει το ξύλινο μαύρο δοχείο Ετσι μόνο θα καταφέρουν να βγάλουν το πολύ τέσσερα δολάρια την ημέρα ενώ το μέσο μεροκάματο δεν ξεπερνά τα δύο δολάρια συνήθως, μιας και ο κάθε συλλέκτης με δυσκολία φτάνει τους έξι κάδους. Αυτό είναι το αντάλλαγμα μιας σκληρής ημέρας κάτω από τον καυτό ήλιο, με το σώμα τους να βασανίζεται από τα φυτοφάρμακα και τους χημικούς διαλύτες και να διπλώνεται από το βάρος των δοχείων που μεταφέρουν, για μια διαδρομή πάνω από μία ώρα.
Οι πιο πολλοί από τους συλλέκτες ζούνε με τις οικογένειές τους στα παραπήγματα που έχτισε η εταιρία και τα οποία χρησιμοποιούνται από το 1926 χωρίς καμία συντήρηση η ανακαίνιση. Η Division 44 είναι ένας από αυτούς τους οικισμούς, στον οποίο ζούνε επτακόσιοι άνθρωποι, σε συνθήκες αθλιότητας με μια μόνο παροχή νερού, δίχως ηλεκτρικό και καμία άλλη υποδομή.
Η Firestone που από το 1988 πουλήθηκε στην γιαπωνέζικη Bridgestone και από τότε έχει ενταχθεί στον ενιαίο όμιλο, με έδρα των επιχειρήσεων το Νάσβιλ του Τενεσί και κεντρική διοίκηση στο Τόκιο, έχει επιβάλλει στους δύστυχους Λιβεριανούς συλλέκτες ένα σκληρό σύστημα αμοιβών με το κομμάτι, με ποινές, με αποτέλεσμα να πληρώνει πολύ κάτω και από αυτές ακόμη τις εξευτελιστικές αμοιβές που προβλέπουν οι αρχικές συμβάσεις. Φορτώνει επίσης το κόστος συλλογής και καλλιέργειας των δένδρων στους ίδιους με αποτέλεσμα να φέρνει στις ΗΠΑ την πρώτη ύλη με πολύ φτηνή τιμή και να έχει μεγάλα περιθώρια κέρδους, ειδικά την τελευταία περίοδο, που εξαιτίας της ανόδου των τιμών του πετρελαίου παρατηρείται μια στροφή της αγοράς προς το φυσικό ελαστικό.
Η Λιβερία, η υποτιθέμενη γη της ελευθερίας, που ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη από ομάδες απελευθερωμένων σκλάβων που ήρθαν από την Αμερική, το 1847, ύστερα από μια μακρά περίοδο νέο-αποικιοκρατίας, εμφυλίων πολέμων και εξωτερικών επεμβάσεων, με 80% ανεργία και απίστευτη φτώχεια, παραμένει αιχμαλωτισμένη από την μεγάλη πολυεθνική και εξαρτημένη από τις εξαγωγές καουτσούκ. Το ίδιο και οι σύγχρονοι σκλάβοι των φυτειών.
* Η Firestone άρχισε να διαπραγματεύεται τελευταία με τη νέα κυβέρνηση της χώρας την παράταση της μίσθωσης έως το 2042, ζητώντας ταυτόχρονα να αφαιρεθούν από το ενοίκιο τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου κατά τον οποίο εμποδίστηκε τμήμα της παραγωγής, όπως ισχυρίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου