13 Δεκ 2014

Ινδία-Μποπάλ
Λίμνες από δάκρυα

Ο Γκας Μουχαμάντ στις 3 Δεκέμβρη είχε γενέθλια. Έγινε 30 χρόνων. Είναι ένα από τα τυχερά-άτυχα παιδιά που γεννήθηκαν την ημέρα της μεγάλης καταστροφής στο Μποπάλ. Τυχερά, γιατί επέζησαν. Και δύστυχα, γιατί έμειναν σημαδεμένα από σοβαρές ασθένειες, δυσπλασίες και αναπηρίες. Ο Γκας υποφέρει από χρόνια αδυναμία και δύσπνοια, δεν μπορεί να εργαστεί και επιβιώνει κάνοντας θελήματα. Στις παραγκουπόλεις όπως η Τζαϊπρακάς Ναγκάρ, η Αρίφ Ναγκάρ και το Καζί Καμπ, εκεί όπου το τοξικό σύννεφο που βγήκε από τα σπλάχνα του εργοστασίου της Γιούνιον Κάρμπαϊτ σκότωσε τους περισσότερους, το όνομα Γκας είναι πολύ διαδεδομένο σε αυτές τις ηλικίες. Είναι τα παιδιά που ήρθαν στη ζωή παρέα με το αέριο και τον θάνατο.


Το εργοστάσιο της αμερικανικής πολυεθνικής πρωτοχτίστηκε το 1969 στην πρωτεύουσα του Μάντια Πραντές, σε μια έκταση 60 στρεμμάτων, σχεδόν στο κέντρο του Μποπάλ. Η πόλη των λιμνών, όπως είναι γνωστή, βρίσκεται στην καρδιά της αγροτικής Ινδίας, γι’ αυτό και επελέγη ως τόπος εγκατάστασης. Σκοπός, η παραγωγή εντομοκτόνων και φυτοφαρμάκων για τον ινδικό γεωργικό τομέα. Το 1980 ξεκίνησε η παραγωγή του Σεβίν, ενός ισχυρού εντομοκτόνου με βάση το ισοκυανικό μεθύλιο. Οι προδιαγραφές ασφαλείας και τα μέτρα προστασίας σχεδόν ανύπαρκτα. Η Γιούνιον Κάρμπαϊτ Ίντια, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα από έγγραφα του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, ήταν υπό την διαρκή προστασία της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Έτσι ώστε να υπερπηδήσει εύκολα και με το λιγότερο κόστος τους κανόνες και τους ελέγχους ασφαλείας των κρατικών αρχών. Από τον πρώτο καιρό της παραγωγής είχαν καταγραφεί αλλά είχαν αποκρυφτεί διαρροές και προειδοποιητικά ατυχήματα για την επερχόμενη καταστροφή.

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα ανάμεσα στην 2η και στην 3η Δεκέμβρη του 1984, όταν οι σειρήνες του εργοστασίου άρχισαν να ουρλιάζουν απεγνωσμένα. Στην δεξαμενή 610 η θερμοκρασία του νερού που εισέρρευσε έφτασε στο εσωτερικό της στους 200 βαθμούς, με αποτέλεσμα το αποθηκευμένο σε υγρή μορφή χημικό να κάνει μια ισχυρή αντίδραση. Σαράντα τόνοι δηλητηριώδους αερίου βρήκαν τρόπο να ξεφύγουν και να απλωθούν σε πολλές γειτονιές της πόλης των 900.000 κατοίκων τότε, άνθρωποι που στην πλειονότητά τους κοιμούνταν. Υπολογίστηκε αργότερα πως πάνω από 600.000 κάτοικοι της πόλης ανέπνευσαν το τοξικό νέφος και αντιμετώπισαν προβλήματα στη διάρκεια των επόμενων χρόνων. Ακόμα και σήμερα είναι άγνωστο πόσοι ακριβώς πέθαναν τις πρώτες ώρες και τις επόμενες ημέρες. Η τοπική κυβέρνηση ανακοίνωσε 4.000 θανάτους, αλλά ο αριθμός ήταν σίγουρα πάνω από 7.000 και στη συνέχεια, τους επόμενους μήνες, έφτασε στις 20.000. Δεκάδες χιλιάδες έμειναν ανάπηροι, και τα αποτελέσματα συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να δημιουργούν ασθένειες, καρκίνους, αποβολές εμβρύων και αναπηρίες. Το Μποπάλ έγινε ο τόπος μιας από τις μεγαλύτερες και πιο θανατηφόρες βιομηχανικές καταστροφές του 20ού αιώνα. Το εγκαταλειμμένο εργοστάσιο και ο γύρω χώρος συνεχίζουν να μολύνουν.

Οι πληγέντες στο Μποπάλ έγιναν το σύμβολο ενός αδιάκοπου αλλά αδικαίωτου αγώνα με σκοπό την τιμωρία της αμερικανικής πολυεθνικής και την καταβολή, όσο γίνεται αναλόγων της καταστροφής, αποζημιώσεων για τους νεκρούς και τους σημαδεμένους ζωντανούς. Η μητρική εταιρεία προσπάθησε να αποποιηθεί την ευθύνη, ρίχνοντας το φταίξιμο στα τοπικά στελέχη και στους εργαζομένους, μιλώντας μέχρι και για σαμποτάζ. Πολύ αργότερα και ύστερα από ισχυρές πιέσεις και διαρκείς κινητοποιήσεις αποφάσισε να συμβιβαστεί ακόμα και με αυτή τη φτηνή πρόταση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ινδίας στο ποσό των 470 εκατ. δολαρίων. Αυτό αντιστοιχούσε σε 50 σεντς κόστος ανά μετοχή για τους ιδιοκτήτες του αμερικανικού ομίλου και όταν άρχισαν να μοιράζονται με μεγάλη καθυστέρηση τα χρήματα στους πληγέντες, αποδείχτηκαν εντελώς εξευτελιστικά. Μέσος όρος, 1.500 δολάρια, και για τους περισσότερους όχι παραπάνω από 500 αποζημίωση. Στο ποινικό σκέλος, μόλις το 2010 το επαρχιακό δικαστήριο της πόλης εξέδωσε την τελεσίδικη απόφαση για επτά τοπικά στελέχη του εργοστασίου και της θυγατρικής, όλοι τους Ινδοί, που είχαν καταδικαστεί πρωτόδικα σε θάνατο. Η ποινή, δύο χρόνια φυλάκιση! Με μικρή χρηματική εγγύηση, κυκλοφορούν ελεύθεροι. Το μεγάλο ψάρι, ο επικεφαλής της αμερικανικής Γιούνιον Κάρμπαϊτ, ο Γουόρεν Άντερσον, δεν δικάστηκε καν! Πέθανε ήσυχα στα 92 του, σε ένα γηροκομείο της Βέρο Μπιτς, στη Φλόριντα, τον φετινό Σεπτέμβρη. Η Γιούνιον Κάρμπαϊτ το 2001 αγοράστηκε από την επίσης αμερικανική χημική Ντάου. Υπεύθυνη για την παραγωγή των ναπάλμ και του πορτοκαλί παράγοντα, με τα οποία ο αμερικανικός στρατός δολοφόνησε και μόλυνε στον πόλεμο του Βιετνάμ, η εταιρεία έχει παρουσία σε 160 χώρες του κόσμου. Στην Ινδία, με έδρα το Μουμπάι, δραστηριοποιείται σε πλήθος τομείς. Συνεχίζει να αρνείται πως ευθύνεται για την παλιά καταστροφή και δεν δέχεται να χρηματοδοτήσει τον καθαρισμό των εγκαταστάσεων του εργοστασίου που σκόρπισε τον θάνατο και ο σκελετός του στέκει ακόμη απειλητικός. Όπως κάθε χρόνο στο Μποπάλ, έξω από τον περίβολο, δίπλα στο πέτρινο μνημείο με τη μορφή της μάνας που κρατά το νεκρό παιδί της, που φιλοτέχνησε η Ολλανδέζα Ρουθ Γουότερμαν, οι επιζώντες συγκεντρώθηκαν για να καταγγείλουν το μεγάλο μαζικό έγκλημα που έγινε για το κέρδος μιας χούφτας αρπακτικών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ιστορίες για την καταστροφή bhopale.blogspot.gr και μια επιστημονική παρουσίαση http://www.chem.uoa.gr/chemicals/chem_methylisocyanate.htm

ΔΕΙΤΕ μια σειρά από εικόνες youtube.com/watch?v=329X67w9aZo

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου