Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ασία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ασία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

24 Ιουν 2006

ΤΖΑΜΑΛΠΟΥΡ-ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ. Το τίμημα της προίκας


Ο Moizuddin Miah είναι σαράντα-επτά χρόνων και γυρνάει όλη την μέρα τους δρόμους της Ντάκα μεταφέροντας ανθρώπους και υλικά με ένα χειροκίνητο ρίκ-σο. Δουλεύει σε μια εταιρία δίτροχων χειραμαξών, βγάζοντας διακόσια, σε εξαιρετικές μάλιστα φορές και τετρακόσια, taka (70 taka / ένα αμερικάνικο δολάριο) την ημέρα. Από αυτά πρέπει να συντηρηθεί, να πληρώσει νοίκι επτακόσια τάκας τον μήνα και να στείλει και στην οικογένεια του. Ο Moizuddin μένει μόνος του στην παραγκούπολη Sabujbagh στην πρωτεύουσα του Μπαγκλαντές, κάτω από μια τσίγκινη στέγη, σε μια τρώγλη μαζί με άλλους τριαντατρείς ανθρώπους που μοιράζονται δύο τουαλέτες. Το δωμάτιο του, 1,5 Χ 2,1 μέτρα μόλις και φτάνει για να ξαπλώσει το σώμα του.

Ο Moizuddin υπήρξε περισσότερο από μία φορά άτυχος. Από τα τέσσερα παιδιά του τα τρία είναι κορίτσια. Στην βόρεια επαρχία Jamalpur, διακόσια πενήντα χιλιόμετρα από την Ντάκα, ο Moizuddin αναγκάστηκε να πουλήσει όλη την περιουσία του για να τις προικίσει. Οταν παντρεύτηκε η πρώτη κόρη του, πούλησε για επτακόσια περίπου δολάρια (50 χιλιάδες taka) το καλύτερο κομμάτι της καλλιεργήσιμης γης του. Στη δεύτερη έδωσε όσο-όσο και τα υπόλοιπα κομμάτια και από τότε αποφάσισε να κατέβει στην Ντάκα για δουλειά. Τώρα στέλνει κάθε μήνα πίσω λεφτά στην οικογένεια του με την ελπίδα πως κάποτε θα καταφέρει με τις οικονομίες του να ξανά-αγοράσει ένα κομμάτι γης αφού πρώτα φυσικά παντρέψει την τελευταία κόρη του.

Παρά τη νομοθετική απαγόρευση, το έθιμο της προίκας, που στην ουσία έχει μετατραπεί -με την βοήθεια της απέραντης φτώχειας- σε κατάρα παραμένει σε πλήρη ισχύ. Τόσο η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων όσο και η μειοψηφία των Ινδουιστών, Μπενγκαλέζων, που συνωστίζονται στην πάμπτωχη πυκνοκατοικημένη χώρα, ζητάνε ή δίνουν προίκα για να παντρευτεί ένα κορίτσι, που συνήθως από την ηλικία των δέκα-τέσσερα χρονών αρχίζει να παζαρεύεται. Η προίκα ακολουθεί τη νέα γυναίκα και αποτελεί όρο για να γίνει αποδεκτή από την καινούρια οικογένειά της. Πολλές φορές οι απαιτήσεις είναι μεγάλες και γι’ αυτό η προίκα δίνεται κατά δόσεις ακόμα και ύστερα από αρκετά χρόνια γάμου, είτε με μετρητά είτε μερικές φορές με ολόκληρες γεωργικές σοδειές. Αυτό είναι το λιγότερο. Γιατί η προίκα είναι συνδεμένη με την απίστευτη ταπείνωση της γυναίκας στην κοινωνία της χώρας και τις τρομακτικές κακοποιήσεις και δολοφονίες που γίνονται όταν δεν εκτελεστούν οι συμφωνίες ή όταν προκύψουν νέες απαιτήσεις. Το καθημερινό αστυνομικό δελτίο στις διάφορες περιοχές είναι γεμάτο με τέτοια περιστατικά και εγκλήματα, ενάντια σε νεόνυμφες κυρίως γυναίκες από τους συζύγους και τις οικογένειες τους.

Παρά τις υποκριτικές αντιδράσεις του μαφιόζικου φεουδαρχικού καθεστώτος που λυμαίνεται τον πλούτο και την εργασία των ανθρώπων στο Μπανγκλαντές, για την προίκα και τις βάρβαρες μεθόδους των φτωχών ανθρώπων, η αλήθεια είναι πως αυτές δεν αποτελούν κυρίως κάποια πολιτισμική ιδιοτροπία ή είναι μόνο ένδειξη καθυστέρησης. Στη βασική πλευρά τους αυτές οι σκληρές σχέσεις υπαγορεύονται από την ανάγκη της επιβίωσης των εκατομμυρίων δύστυχων κατοίκων της χώρας που αντιμετωπίζουν συνθήκες βαθιάς φτώχειας και εξαθλίωσης.

* Σε έρευνα του BSS, του επίσημου ειδησεογραφικού πρακτορείου της χώρας, τον Μάη του 2004, σε δείγμα 2000 ερωτηθέντων σε 64 περιοχές, το 91% συμφώνησε με την ανάγκη κατάργησης της προίκας. Παρόλα αυτά όμως οι συνθήκες και οι ανάγκες αποδείχνονται για μια ακόμη φορά δυνατότερες από την ευαισθησία των ανθρώπων.

13 Μαΐ 2006

Δυτική Παπούα – Grasberg. Το ορυχείο που σκότωσε τα προγονικά πνεύματα


Η κορυφή Puncak Jaya, χάνεται στον ουρανό σε ύψος 4884 μέτρων στο κέντρο της Δυτικής Παπούα, στο νησί της Νέας Γουινέα. Τμήμα της οροσειράς Surdirman, η κορυφή για την κοσμολογία των αυτόχθονων της φυλής Amungme συμβολίζει το ιερό κεφάλι της μητέρας τους ενώ το βουνό την καρδιά της. Στους κρατήρες της οροσειράς κατοικούν τα προγονικά πνεύματα που συνόδευσαν για πάνω από πέντε χιλιάδες χρόνια την ανθρώπινη διαδρομή σε αυτήν την εξωτική περιοχή, στο δεύτερο μεγαλύτερο νησί του κόσμου.

Ακριβώς στην σκιά της μεγάλης κορυφής, κοντά στην πόλη Τεμπαγκαπούρα, το ορυχείο Grasberg εδώ και τρεις δεκαετίες τρώει τα σπλάχνα του βουνού. Το ορυχείο, που εκτείνεται σε μια περιοχή 2,5 εκατομμυρίων, είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο σε παραγωγή χρυσού και το τρίτο σε παραγωγή χαλκού. Ξεκίνησε την λειτουργία του το 1973, την περίοδο της σκληρής δικτατορίας Σουχάρτο από την εταιρία «Φρήπορτ Μακ- Μόραν» θυγατρική του αμερικάνικου γίγαντα ορυχείων Μακ-Μόραν που έχει έδρα την Νέα Ορλεάνη. Η Μακ-Μόραν ήταν η πρώτη πολυεθνική που ένα μήνα μετά το αιματηρό πραξικόπημα του 1966, υπέγραψε συμφωνία επένδυσης με το στρατιωτικό καθεστώς και από τότε λειτουργεί με την πλήρη στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη της Τζακάρτα.

Το ορυχείο έχει γίνει ένα από τα επίκεντρα του αγώνα των αυτοχθόνων ενάντια στην ινδονησιακή κατοχή και σύμβολο της ληστρικής αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Η περιοχή, στόχος των επιθέσεων του ένοπλου αυτονομιστικού κινήματος παλιότερα, έχει μετατραπεί σε μια από τις πιο στρατοκρατούμενες περιοχές της Ινδονησίας. Λειτουργώντας σε 24ωρη βάση, συνέχεια για 365 ημέρες το χρόνο το ορυχείο παράγει 110 χιλιάδες τόνους απόβλητα την ημέρα, τα περισσότερα τοξικά που έχουν μολύνει όλο τον υδροφόρο ορίζοντα και το σύστημα των ποταμών που κατευθύνονται προς την θάλασσα της Αραφούρα νότια. Πρόσφατες φωτογραφίες από δορυφόρους πιστοποιούν την τεράστια οικολογική καταστροφή από τα μεγάλα φορτία αποβλήτων που εναποτίθονται σε διπλανές κοιλάδες, ενώ υπολογισμοί ανεβάζουν τον όγκο τους σε διπλάσιο μέγεθος από αυτό των χωμάτινων όγκων που μετακινήθηκαν για να ανοίξει η διώρυγα του Παναμά! Πλήθος επιδημιολογικών ερευνών αλλά και εμπειρικές ιατρικές καταγραφές αναφέρουν κατακόρυφη αύξηση των ασθενειών και των μολύνσεων στους αυτόχθονες πληθυσμούς.

Οι τελευταίοι, και ειδικά η φυλή των Αmungme, που έχει αποδεκατιστεί πρώτα από τους Ολλανδούς αποικιοκράτες και ύστερα από τους Ινδονήσιους συνεχίζουν να αντιστέκονται. Γι’ αυτούς το ορυχείο είναι απόλυτη καταστροφή. Ακόμη και από την εργασία στο ορυχείο είναι αποκλεισμένοι. Από τους 7500 εργαζόμενους σε αυτό μόνο 150 είναι αυτόχθονες ενώ η βία, οι δολοφονίες και οι εξαφανίσεις από τον στρατό και την ABRI, την περιβόητη Ινδονησιακή μιλίτσια που πληρώνεται αδρά από την εταιρία είναι συχνά φαινόμενα. Η δυτική Παπούα, ένας πραγματικός φυσικός παράδεισος με 245 φυλές αυτόχθονων και με το 20% των γνωστών γλωσσών παγκοσμίως να μιλιούνται εκεί, συνεχίζει να αιμορραγεί και να καταστρέφεται.

* Τον περασμένο Φλεβάρη και Μάρτη η οργή των νεαρών αυτόχθονων και των φοιτητών ενάντια στο ορυχείο ξέσπασε και οδήγησε σε σκληρές συγκρούσεις με τον στρατό και την αστυνομία γύρω από το ορυχείο αλλά και στην πρωτεύουσα Τιμίκα. Σκοτώθηκαν τρεις αστυνομικοί και τραυματίστηκαν πολλοί διαδηλωτές. Χίλιοι φοιτητές επιτέθηκαν στα γραφεία της εταιρίας στην Τζακάρτα ενώ η παραγωγή του ορυχείου σταμάτησε για μερικές ημέρες για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.

5 Νοε 2005

Τζακάρτα-Ινδονησία. Τα εργοστάσια του ιδρώτα


Η εταιρεία κατασκευής παπουτσιών «PT Tong Yang», βρίσκεται στην βόρεια πλευρά της Τζακάρτα. Η Τοng Yang, είναι πολύ γνωστή όχι μόνο στην πρωτεύουσα της Ινδονησίας αλλά και έξω από τα σύνορα της χώρας, γιατί αποτελεί έναν από τους μεγάλους πάρτνερς της αμερικάνικης πολυεθνικής Ρήμποκ. Σε μια έκταση σαράντα χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων οκτώμισι χιλιάδες εργαζόμενοι, οι περισσότεροι γυναίκες, κατασκευάζουν αθλητικά παπούτσια για λογαριασμό της Ρήμποκ. Η εταιρία είναι η μια από τις δύο επιχειρήσεις στην Ινδονησία που δουλεύει για την αμερικάνικη φίρμα με εκατό εκατομμύρια ετήσιο τζίρο και μια από τις πολλές εκατοντάδες στους κλάδους της ένδυσης, της υφαντουργίας και της πληροφορικής που παράγουν κύρια για τις αμερικάνικες πολυεθνικές.

Η Tong Yang βρέθηκε πριν λίγα χρόνια στο επίκεντρο συντονισμένων καταγγελιών για τις άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες εργασίας που υπήρχαν στις μονάδες παραγωγής. Η Ρήμποκ αναγκάστηκε να δώσει μερικές χιλιάδες δολάρια για να γίνουν βελτιώσεις και πίεσε τα αφεντικά να πάρουν ορισμένα μέτρα. Ολα αυτά, φυσικά για να αποφευχθούν οι ανταγωνιστικές καταγγελίες που στις ΗΠΑ αλλά και στην Δυτική Ευρώπη, χρησιμοποιούνται ανάμεσα στις εταιρίες για να κερδηθούν μερίδια στην αγορά. Στην πραγματικότητα όμως οι βελτιώσεις αφορούν την βιτρίνα και τον περιορισμό μόνο ακραίων καταστάσεων. Γιατί η Ρήμποκ, όπως και οι υπόλοιπες πολυεθνικές θέλουν να υπάρχουν και να λειτουργούν αυτά τα μεγάλα εργοστάσια ιδρώτα, συνώνυμα της καταναγκαστικής και φθηνής εργασίας, αληθινά κάτεργα και κολαστήρια.

Διαφορετικά δεν θα μπορούν να αγοράζουν ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που στις αμερικάνικες αλυσίδες λιανικού εμπορίου πωλείται εξήντα και εβδομήντα δολάρια, στο 1/6 της τελικής τιμής. Δέκα και δώδεκα δολάρια το ζευγάρι αγοράζει η Ρήμποκ το ζευγάρι από τα Ινδονησιακά κάτεργα, από τα οποία μόνο το 10% αντιστοιχεί στην εργατική αμοιβή.

Ακόμα και αυτός ο επίσημος κατώτατος μισθός του ενάμισι έως δύο δολαρίων την ημέρα δεν δίνεται στους εργάτες σε αυτά τα εργοστάσια του ιδρώτα. Για οκτάωρο και υπερωρίες ούτε λόγος. Δεκατέσσερις και δεκαέξι ώρες την ημέρα μέσα σε άθλια κτίρια, με αναθυμιάσεις και μεγάλες θερμοκρασίες, κυρίως γυναίκες αντιμετωπίζουν την βαναυσότητα, την εξοντωτική εντατικοποίηση, τις ποινές και την καταπίεση. Σύμφωνα με πολλές εκθέσεις και μελέτες οι περισσότερες παρότι νέες αντιμετωπίζουν αναιμία, απώλεια ακοής, βρογχίτιδες, και εμμηνορροϊκές διαταραχές. Σε αρκετές περιπτώσεις, μιας και προέρχονται από την επαρχία, κοιμούνται σε κοιτώνες στρατιωτικού τύπου κατά ομάδες δέκα ή δώδεκα γυναικών, σε άθλιες συνθήκες, χωρίς πόσιμο νερό, αποχέτευση και ηλεκτρικό. Αδειες ή αποζημιώσεις για τα ατυχήματα είναι σχεδόν άγνωστα πράγματα.

Η Ινδονησία πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες μέσα από ένα σκοτεινό τούνελ που επέβαλλε το σκληρό στρατιωτικό καθεστώς, αφού πρώτα τσάκισε ένα ισχυρό αριστερό κίνημα. Τα τελευταία χρόνια όμως η αφύπνιση μεγαλώνει συνεχώς. Εκατοντάδες απεργίες έχουν καταγραφτεί, συνδικάτα έχουν ιδρυθεί και αγώνες ξεσπάνε όλο και πιο συχνά παρά την συνεχιζόμενη τρομοκρατία, τις διώξεις και τις δολοφονίες συνδικαλιστών.

* takut dan malu“ είναι μια διαδεδομένη έκφραση στα εργοστάσια ιδρώτα στην ινδονησιακή γλώσσα. Υποδεικνύει πώς πρέπει να είναι ο εργαζόμενος σε αυτά. Τρομοκρατημένος και με σκυμμένο το κεφάλι. Για τα αφεντικά και τις μεγάλες δυτικές πολυεθνικές αποτελεί προϋπόθεση για να πηγαίνουν καλά τα πράγματα και να μην χρειαστεί να μετακομίσουν…

15 Οκτ 2005

Μπαλουρμάθ-Ντάκα Η είσοδος στον Τέταρτο Κόσμο.


Η περιοχή με τις τρώγλες στο Μπαλουρμάθ βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της Ντάκα. Για τους δυτικούς δημοσιογράφους και ερευνητές είναι μια καλή και ξεκούραστη  λύση η επίσκεψη στο Μπαλουρμάθ παρά το τρέξιμο σε άλλες πιο απομακρυσμένες περιοχές της πόλης  εκεί που  βρίσκονται οι μεγάλες παραγκουπόλεις και οι απέραντες εκτάσεις με τις τρώγλες. Έτσι η τρώγλο-συνοικία , που δεν είναι από τις χειρότερες στην Ντάκα, με πέντε χιλιάδες περίπου ανθρώπινες ψυχές, αποτελεί το δείγμα μιας πραγματικότητας, την έκταση της οποίας  δύσκολα μπορεί να συλλάβει ο νους του δυτικού επισκέπτη.
Για να μπεις στο Μπαλουρμάθ ο καλύτερος τρόπος είναι μια γέφυρα από μπαμπού, που ενώνει τις πλευρές μιας μεγάλης τάφρου που την περιβάλλει, πλάτους επτά μέτρων. Η τάφρος είναι ταυτόχρονα  αποχέτευση  αλλά και η προστασία από τις συχνές πλημμύρες. Γεμάτη ακαθαρσίες, σκουπίδια και πλαστικές σακκούλες , αναδίνει μια βαριά ανυπόφορη μυρωδιά που σκεπάζει όλη την περιοχή. Το Μπαλουρμάθ είναι η είσοδος στην κόλαση της Ντάκα, στην πόλη που με διαφορά συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο και αθλιότερο αριθμό από ανθρώπινες τρώγλες σε όλο τον πλανήτη.
Η Ντάκα μεγαλώνει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, πιο γοργά από κάθε άλλη αστική συγκέντρωση στον Τρίτο Κόσμο. Από 3,5 εκατομμύρια που ήταν το 1981, έφτασε στα 6,95 το 1991, πέρασε τα 9 εκατομμύρια το 2001 και οι υπηρεσίες του ΟΗΕ υπολογίζουν πως θα φτάσει στα 16 εκατομμύρια το 2010 και θα πλησιάσει –εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση-τα  25 εκατομμύρια το 2025! Διπλασιάζεται, δηλαδή, σχεδόν κάθε ένδεκα χρόνια από ένα απελπισμένο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης που παρασύρει μυριάδες ανθρώπους από την ύπαιθρο στις μεγάλες παραλιακές πόλεις του Μπαγκλαντές με σκοπό την αναζήτηση δουλειάς. Ήδη πάνω από το 60% του πληθυσμού της πρωτεύουσας έιναι εσωτερικοί μετανάστες που καταλήγουν στις τρωγλοσυνοικίες . Όσο μεγαλώνει η πόλη άλλο τόσο μεγαλώνουν και τα απέραντα σλάμς στις παρυφές της. Ένας στους τρεις κατοίκους της Ντάκα ζει στα τρεις χιλιάδες σλάμς όπως αυτό του Μπαλουρμάθ , αγκαλιασμένος με την τις ασθένειες, χωρίς ηλεκτρικό, νερό και αποχέτευση. Όχι λίγες φορές μεγάλες φωτιές καίνε τις τρώγλες που είναι από πλαστικό, ξύλο και τσουβάλια  μαζί με τους ανθρώπους .Άλλες φορές τα ίδια τραγικά αποτελέσματα φέρνουν οι πλημμύρες. Ούτε λόγος φυσικά για ιατρική η άλλη κοινωνική υποστήριξη, εκπαίδευση κλπ. Αυτά είναι πολυτέλειες και το πιο επείγον πρόβλημα είναι αυτό του πόσιμου νερού.
Στο Μπαγκλαντές συμβαίνει και αυτό το απίστευτο εκ πρώτης όψης. Ενώ είναι μια χώρα γεμάτη ποτάμια, λειτουργώντας σαν λεκάνη απορροής των μεγάλων ορεινών ορεινών όγκων στον βορρά και πνίγεται από πλημμύρες, μουσώνες και συνεχείς βροχές  υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Η πραγματική  δυστυχία της χώρας όμως είναι πως, από την αρχή της υποτιθέμενης ανεξαρτησίας της, την κυβερνά μια μαφιόζικη ελίτ , χωρίς ίχνος ενδιαφέροντος για το μέλλον του λαού της. Άλλοτε με στρατιωτικά μέσα και άλλοτε με κοινοβουλευτικό μανδύα το Μπαγκλαντές παράγει φτώχεια, φθηνούς εργάτες- μετανάστες και τρομακτική απελπισία. Στο Μπαλουρμάθ, όπως και στα υπόλοιπα σλαμς, οι έρευνες των διεθνών οργανισμών δείχνουν πως η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, που κατέληξε εκεί αναγκαστικά ύστερα από την ερημοποίηση της υπαίθρου και την καταστροφή της αγροτικής παραγωγής, το μετάνιωσε σκληρά. Οκτώ στους δέκα , σε μια μελέτη που έγινε το 2002, δήλωναν πως θέλουν αλλά δεν μπορούν πια να γυρίσουν πίσω στα χωριά τους. Όχι μόνο δεν βρήκαν δουλειά και βελτίωση της ζωής τους αλλά παγιδεύτηκαν σε μια απίστευτη αθλιότητα.


* Την Κυριακή στις 16 του φετινού  Οκτώβρη τα καθεστωτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης , ανακοίνωναν την ειδική συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. Η πρωθυπουργός Καλέντα  Ζία αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο ενάντια στην φτώχεια με στόχο –όπως είπε-να πιάσει η χώρα τους στόχους της Χιλιετίας που έθεσε ο ΟΗΕ, μέσα σε δέκα χρόνια. Μαύρο χιούμορ, σε μαύρες συνθήκες.

8 Οκτ 2005

Παγιάτας-Μανίλα. Το βουνό που καπνίζει


Το Λουπάνγκ Παγκάνο, όπως ονομάζεται η γη της Επαγγελίας στα Φιλιππινέζικα, βρίσκεται στην περιφέρεια της πόλης Κεζόν, στα βορειοανατολικά της Μανίλα. Η Κεζόν, στην πραγματικότητα είναι δορυφορική πόλη της μητροπολιτικής πρωτεύουσας των Φιλιππίνων, μια πόλη-τέρας, με πάνω από δέκα εκατομμύρια κατοίκους, η δεύτερη σε μέγεθος στη ΝΑ Ασία, μετά την Τζακάρτα. Περίπου το 12% από τα 81,4 εκατομμύρια των Φιλιππινέζων κατοικούν στην Μανίλα, οι περισσότεροι σε συνθήκες απίστευτης φτώχειας, ανάμεσα σε μικρές νησίδες πλούσιων περιοχών, συνθέτοντας μια εικόνα μεγάλων ανισοτήτων. Το Λουπάνγκ Παγκάνο, φιλοξενεί την μεγαλύτερη χωματερή της Μανίλα, η οποία είναι φημισμένη για την πολυάνθρωπη κοινότητα των κατοίκων της.

Η χωματερή Παγιάτας, δέχεται κάθε μέρα πάνω από το 25% των σκουπιδιών της πρωτεύουσας, που υπολογίζονται σε πέντε χιλιάδες τόνους συνολικά. Η Παγιάτας, είναι ένα από τα πολλά «βουνά που καπνίζουν» νυχθημερόν στην περιφέρεια αλλά και στο κέντρο της πόλης. Τα βουνά αυτά είναι το σήμα κατατεθέν της ανθρώπινης εξαθλίωσης στις Φιλιππίνες. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου ζούνε μέσα και γύρω από αυτά, γεννιούνται και πεθαίνουν συντροφιά με τα σκουπίδια. Δεν είναι Φιλιππινέζικη ιδιομορφία αυτό. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2% του πληθυσμού στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες, ζούνε από τα σκουπίδια!!

Στην Παγιάτας οι τοπικές αρχές υπολογίζουν πως κατοικούν εξήντα χιλιάδες άνθρωποι, αν και ανεξάρτητες οργανώσεις εκτιμούν πως ο αριθμός φτάνει τις τριακόσιες χιλιάδες. Ζούνε σε τρώγλες και παράγκες, φτιαγμένες από τα υλικά της χωματερής δίχως ηλεκτρικό, νερό και αποχέτευση. Από αυτούς, το 70% δουλεύουν αποκλειστικά ή περιστασιακά στην χωματερή, κερδίζοντας κατά μέσο όρο 4 δολάρια την ημέρα. Υπολογίζεται πως το ένα τρίτο του εισοδήματος της παραγκούπολης προέρχεται από τα σκουπίδια, το εμπόριο των ανακυκλώσιμων υλικών και την ιδιοχρησιμοποίηση. Η παιδική εργασία, οι αρρώστιες και η ποικιλόμορφη εκμετάλλευση είναι καθημερινές καταστάσεις στην χωματερή. Δεν λείπουν και οι καταστροφές από τις μετακινήσεις των στοιβαγμένων σκουπιδιών που προκαλούν οι βροχές και η διάβρωση του εδάφους. Η πιο μεγάλη κατολίσθηση καταγράφτηκε το πρωινό της 10ης Ιουλίου του 2000, με αποτέλεσμα πάνω από 200 νεκρούς που θάφτηκαν κάτω από τα σκουπίδια γεγονός που συγκλόνισε όλη την χώρα.

Οι Φιλιππίνες, είναι μια τυπική περίπτωση Τριτοκοσμικής κατάστασης, αποτέλεσμα της αποικιοκρατικής και ιμπεριαλιστικής λεηλασίας και της μαφιόζικης εκμεταλλευτικής πολιτικής της ντόπιας ελίτ. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές το 40% των Φιλιππινέζων ζούνε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Το 90% των κρατικών εσόδων πηγαίνει κάθε χρόνο για την μισθοδοσία της κρατικής γραφειοκρατίας και την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, με αποτέλεσμα να μένουν ψίχουλα για την κοινωνική πολιτική. Οι Φιλιππίνες βρίσκονται σε μια παγίδα υπανάπτυξης και φτώχειας από την αρχή της περιόδου της λεγόμενης ανεξαρτησίας τους, η ταξική πόλωση είναι απίστευτη και τα «βουνά που καπνίζουν» αποτελούν μια από τις συμβολικότερες εικόνες αυτής της κατάστασης.

* Οι προηγούμενες κυβερνήσεις Ράμος και Εστράντα, με την συνδρομή της Παγκόσμιας Τράπεζας και ορισμένων ΜΚΟ, είχαν υποσχεθεί να στεγάσουν σε ανθρώπινες φτηνές κατοικίες τους κατοίκους στα βουνά που καπνίζουν. Οπως ήταν αναμενόμενο δεν έγινε σχεδόν τίποτε και τα χρήματα -όπως κατήγγειλε πέρυσι το καλοκαίρι σε μια έρευνα της η εφημερίδα «Μanila Times»- λεηλατήθηκαν από τους εργολάβους και τους κρατικούς υπαλλήλους.

2 Ιουλ 2005

Λαμποούκ- Βόρεια Σουμάτρα. Το τσουνάμι …σκοτώνει ακόμη


Το Λαμποούκ βρίσκονταν μέχρι τον περασμένο Δεκέμβρη στα δυτικά παράλια του Ατσεχ, ανάμεσα σε καταπράσινους λόφους πάνω σε μια εύφορη κοιλάδα στην βόρεια Σουμάτρα. Υστερα από τον μεγάλο σεισμό και τα παλιρροϊκά κύματα στην θέση του χωριού υπάρχει πλέον μια ακάλυπτη έκταση. Εκτός από το κεντρικό τζαμί όλα τα υπόλοιπα κτίσματα καταστράφηκαν και από τους έξι χιλιάδες κατοίκους σώθηκαν μόνο χίλιοι. Τώρα μόνο ελάχιστες σκηνές γύρω από το μοναδικό κτίριο θυμίζουν την ύπαρξη του χωριού και περίπου τριακόσιοι άνθρωποι επιμένουν να προσπαθούν να ξαναρχίσουν να ζούνε εκεί, μέσα σε αντίξοες συνθήκες και αβοήθητοι.

Και πριν τον σεισμό που κτύπησε στα ανοιχτά της Σουμάτρα, το Λαμποούκ ήταν μια φτωχική περιοχή και απομονωμένη, εκτός των άλλων και γιατί βρίσκεται κοντά στις βάσεις των αυτονομιστών ανταρτών του «Απελευθερωτικού Κινήματος του Ατσεχ». Τώρα όμως η κατάσταση είναι τραγική. Το αλμυρό νερό κατέστρεψε τη γη των ορυζώνων του χωριού, που εκτείνονται σε 160 εκτάρια και οι ειδικοί προβλέπουν πως πρέπει να περάσουν ακόμη έξι ή και δώδεκα μήνες για να ξανά-καλλιεργηθούν. Οι αντάρτες προσπάθησαν να βοηθήσουν τις πρώτες μέρες τους κατοίκους του χωριού μεταφέροντας ρύζι και φάρμακα. Μετά από πέντε μέρες όμως εμφανίστηκε ο Ινδονησιακός στρατός και ανάγκασε τους κατοίκους να μετακομίσουν στην πρωτεύουσα της επαρχίας, την Μπάντα Ατσεχ και από τότε η περιοχή στρατοκρατείται, η κίνηση των κατοίκων ελέγχεται με ειδικές άδειες και η ανοικοδόμηση είναι ανύπαρκτη. Οπως καταγγέλλεται τώρα από παρά πολλές πλευρές, η περίφημη ανθρωπιστική βοήθεια από την Δύση και τους διεθνείς οργανισμούς εκτός από ελάχιστη ήταν και άνιση. Μοιράστηκε στις πλούσιες ομάδες και περιοχές, ληστεύτηκε από τα διεφθαρμένα καθεστώτα και τίποτε σχεδόν δεν πήγε σε αυτούς που την είχαν πραγματικά ανάγκη.

Το Ατσεχ κτυπήθηκε βαριά από το σεισμό και το τσουνάμι. Σχεδόν οι δύο στους τρεις νεκρούς από τους 150.000 Ινδονήσιους, θύματα της καταστροφής, προέρχονταν από αυτήν την περιοχή. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες κρατικές στατιστικές, που αναφέρονται στο 2002, το Ατσεχ είναι μια από τις πιο φτωχές περιοχές της Ινδονησίας. Το 48% των κατοίκων δεν είχαν πρόσβαση σε πόσιμο νερό και το 38% σε στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη. Ανάμεσα στο 1999 και το 2002 η φτώχεια είχε διπλασιαστεί και η παιδική θνησιμότητα γνώρισε μεγάλη άνοδο. Ετσι ο σεισμός συμπλήρωσε μια ήδη τραγική εικόνα. Η κυβέρνηση της Τζακάρτα, αρπάζοντας την ευκαιρία, έστειλε πιο πολλούς στρατιώτες παρά χρήματα στο Ατσεχ, με στόχο την καταστολή του αυτονομιστικού κινήματος σε μια στιγμή που η καταστροφή των χωριών του στερούσε τις βάσεις στήριξης. Η βοήθεια σταματούσε τις πιο πολλές φορές στα σύνορα της περιοχής με το πρόσχημα πως υπήρχε κίνδυνος να καταλήξει στα χέρια των ανταρτών. Την ίδια στιγμή ο στρατός συνέχιζε τις επιχειρήσεις και αναφέρθηκαν αρκετά περιστατικά μαζικών δολοφονιών χωρικών που -σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του καθεστώτος- ήταν υποστηρικτές των αυτονομιστών. Οι τελευταίοι έχουν πάρει τα όπλα από το 1976, διεκδικώντας ανεξαρτησία σε μια περιοχή με πλούσιο υπέδαφος που κατοικείται από 4,5 εκατομμύρια ανθρώπους. Στα τριάντα, σχεδόν, χρόνια που κρατάει η σύγκρουση πάνω από δέκα χιλιάδες έχουν σκοτωθεί κύρια από τον ντόπιο πληθυσμό.

* Στην δεκασέλιδη έκθεσή της, που δημοσιεύτηκε στα τέλη του Ιούνη, η γνωστή μεγάλη δυτική ΜΚΟ «Οξφαμ», καταγγέλλει πως σε όλες τις πληγείσες χώρες, έξι μήνες μετά το τσουνάμι, οι φτωχοί πήραν μόνο ψίχουλα για βοήθεια και συνεχίζουν να ζούνε σε καταυλισμούς μέσα σε άθλιες συνθήκες. Η ανοικοδόμηση έχει μείνει απλή υπόσχεση και σχέδιο στα χαρτιά.

4 Ιουν 2005

Καμπότ- Καμπότζη. Παιδικά χέρια…και φθηνό φυσικό αλάτι


Η Καμπότ είναι η νοτιότερη στα δυτικά επαρχία της Καμπότζης, στον κόλπο της Ταυλάνδης , γύρω στα 150 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Πνομ-Πενχ. Εκτείνεται δυτικά ως τα βουνά των Ελεφάντων από τα οποία η ψηλότερη κορυφή, το Μποκόρ στα 1080 μέτρα, «βλέπει» όλη την πεδινή περιοχή της επαρχίας ως την θάλασσα. Τα τελευταία χρόνια τα παράλια έχουν γίνει δημοφιλής τουριστικός προορισμός και όχι άδικα. Η φυσική ομορφιά της περιοχής και οι φθηνές υπηρεσίες των ντόπιων βοήθησαν μεγάλες τουριστικές αλυσίδες να έρθουν και να επενδύσουν. Αυτή είναι η μια όψη της επαρχίας που μπορεί να την ανακαλύψει κανείς σε τουριστικούς οδηγούς, ιστοσελίδες και καρτ-ποστάλ.

Η άλλη είναι η πραγματική ζωή της πλειοψηφίας του πληθυσμού που υπολογίζεται σε 580 χιλιάδες ψυχές σε όλη την Καμπότ. Αναμεσά τους περίπου πενήντα χιλιάδες ζούνε γύρω από τις φημισμένες αλυκές της επαρχίας «καλλιεργώντας» μια έκταση 3,3 εκ. εκταρίων για να βγάλουν ογδόντα χιλιάδες τόνους κατά μέσο όρο φυσικό θαλασσινό αλάτι τον χρόνο. Το αλάτι της Καμπότ θεωρείται πολύ καλής ποιότητας μιας και παράγεται σε όλα τα στάδια με τα χέρια και φυσικά μέσα.

Για νάναι όμως φτηνό το αλάτι πρέπει νάναι και φτηνά τα χέρια που το μαζεύουν. Ετσι στις αλυκές η παιδική εργασία από πολύ μικρή ηλικία είναι αρκετά διαδεδομένη κάτω από ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες.Το θαλασσινό νερό πρέπει να οδηγηθεί σε περιφραγμένες εκτάσεις διαδοχικά και αυτό απαιτεί σκληρή χειρωνακτική δουλειά. Εκθεση στον ήλιο όλη την ημέρα, μεταφορές μεγάλων φορτίων, υγρασία και ασθένειες συνθέτουν μια εικόνα που ακόμη και για τα Καμποτζιανά δεδομένα – που η παιδική εργασία είναι κάτι το συνηθισμένο- είναι αρκετά ακραία. Πάνω από 1500 παιδιά κάτω των δέκα ετών θα συναντήσει κανείς καθημερινά στις αλυκές της Καμπότ.

Σε περίπου ενάμισι εκατομμύριο ανεβάζουν οι διάφορες ανθρωπιστικές οργανώσεις τα παιδιά που δουλεύουν –ενώ δεν θάπρεπε- στους διάφορους νόμιμους και παράνομους τομείς στην χώρα. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, ανθεί ιδιαίτερα ο σεξοτουρισμός και η παιδική αναγκαστική πορνεία. Αποτέλεσμα της καταστροφής και της εξαθλίωσης που ακολούθησε την ιμπεριαλιστική επέμβαση, την Βιετναμική εισβολή και τον εμφύλιο πόλεμο. Αγαπημένο «ανθρωπιστικός» στόχος η Καμπότζη για τις δυτικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, θεωρείται στην Δύση θύμα των Κόκκινων Διαβόλων του Πολ-Ποτ οι οποίοι –σύμφωνα με την διαδεδομένη άποψη- κατέστρεψαν την χώρα με τον «αγροτικό κομμουνισμό» που προσπάθησαν να επιβάλλουν.

Η αλήθεια –όπως είναι φυσικό- είναι αρκετά διαφορετική από την κατασκευασμένη εικόνα των δυτικών ΜΜΕ. Η λεηλασία της αποικιοκρατίας και τα εγκλήματα των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών ευθύνονται κατά κύριο για την σύγχρονη απελπισία των Καμποτζιανών. Και η ανθρωπιστική προσφορά των μεγάλων ΜΚΟ της Δύσης όχι μόνο δεν εξαγοράζει αυτήν την προιστορία αλλά ταυτόχρονα αποτελεί το αντίδωρο για την μετατροπή της Καμπότζης σε μια δεύτερη αθλιότερη Ταυλάνδη.


*Πρόσφατα ο γνωστός ηθοποιός Ρότζερ Μούρ, με το φιλανθρωπικό ομώνυμο ίδρυμα του που ασχολείται με την έλλειψη φυσικού ιωδίου στα παιδιά των φτωχών Ασιατικών χωρών, ενέσκηψε στην Καμπότζη για να προωθήσει την εκστρατεία αυτή. Τα παιδιά στις αλυκές εξαιρέθηκαν σαν προνομιούχα…

21 Μαΐ 2005

Σαβάρ-Μπαγκλαντές Φθηνά ρούχα… φτιαγμένα με αίμα


Ηταν περασμένα μεσάνυχτα της Κυριακής προς Δευτέρα 11 του φετινού Απρίλη όταν μια εκκωφαντική έκρηξη συντάραξε την γειτονιά του Παλασχμπάρι στην Σαβάρ, μια πόλη γεμάτη εργοστάσια και βιοτεχνίες ρούχων, τριάντα-δύο χιλιόμετρα βόρειο-δυτικά της Ντάκα. Εννιά μονάδες της εταιρίας Σπέκτρουμ τινάχτηκαν κυριολεκτικά στον αέρα, κάνοντας σωρό ερειπίων ένα τεράστιο κτιριακό συγκρότημα και θάβοντας κάτω από αυτά, εκατοντάδες εργάτες. Για μέρες τα σωστικά συνεργεία προσπαθούσαν να απεγκλωβίσουν τους θαμμένους και ο ανεπίσημος απολογισμός ξεπέρασε τους εκατό νεκρούς. Ολοι τους εργάτες και εργάτριες που δούλευαν νυκτερινή βάρδια, όταν έσκασε ένας λέβητας θέρμανσης νερού. Η Σπέκτρουμ περηφανεύονταν για την μεγάλη παραγωγική ικανότητά της και τους φημισμένους πελάτες της, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν η ισπανική Zara και το γαλλικό Carrefour. Η καταστροφή «έκλεψε» ελάχιστο από τον χρόνο των δυτικών ΜΜΕ, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των νεκρών. Ως εκεί όμως. Από τότε μέχρι τώρα οι εργατικές ενώσεις μάταια συνεχίζουν να διεκδικούν τιμωρία των ενόχων, αποζημιώσεις και καλυτέρευση των συνθηκών ασφαλείας αντιμετωπίζοντας την κρατική αδιαφορία.

Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά. Εκατοντάδες τραγωδίες έχουν συμβεί στα εργοστάσια ρούχων στο Μπαγκλαντές, από πυρκαγιές, εκρήξεις και καταρρεύσεις κτιρίων τα τελευταία χρόνια με απολογισμό πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Αποτέλεσμα ενός παραγωγικού «μπουμ» η χώρα έχει περίπου 3000 εργοστάσια ρούχων και υφασμάτων που απασχολούν περίπου 1,8 εκατομμύρια εργάτες. Η μεγάλη πλειοψηφία τους (πάνω από το 80%) είναι γυναίκες που δουλεύουν 12 έως 14 ώρες την μέρα, με ένα μισάωρο διάλειμμα επί επτά μέρες την εβδομάδα και αμείβονται με 1500-2000 τακάς, δηλαδή 20 με 30 δολάρια των μήνα. Οι περισσότερες μονάδες βρίσκονται στην περιφέρεια της πρωτεύουσας και υποδέχονται τους εξαθλιωμένους αγρότες που συρρέουν στα αστικά κέντρα για ένα μεροκάματο. Εχουν εγκατασταθεί σε ετοιμόρροπα κτίρια, χωρίς καμιά πρόνοια υγιεινής και ασφάλειας και αποτελούν κανονικά φέρετρα. Εκθέσεις διεθνών οργανισμών και των συνδικάτων περιγράφουν με μαύρα χρώματα την αθλιότητα, την εκτεταμένη παιδική εργασία, τις ασθένειες στα πνευμόνια, τις διαδεδομένες μολύνσεις, τα συχνά ατυχήματα και την βαναυσότητα που επικρατεί.

Στο Μπαγκλαντές το 1970, πριν την ανεξαρτησία, υπήρχε μόνο ένα εργοστάσιο ρουχισμού και το 1981 στον κλάδο δούλευαν περί τους 5000 εργάτες. Από τότε, όλες σχεδόν οι μεγάλες αλυσίδες και πολυεθνικές μπήκαν στην αγορά της χώρας κυνηγώντας το φτηνό εργατικό κόστος. Μεγάλα ονόματα, σαν την ADIDAS και την ΝΙΚΕ, κολλάνε τις ετικέτες τους στα ρούχα που ράβουν οι εξαθλιωμένοι εργαζόμενοι στο Μπαγκλαντές, δίνοντας για αντίτιμο εξευτελιστικές τιμές. Κρατική προστασία μηδέν. Η χώρα κυβερνάται από την αρχή της σύντομης ιστορίας της από μαφιόζικες διεφθαρμένες ομάδες που είναι έτοιμες να εξαγοραστούν ανά πάσα στιγμή. Το μόνο που ξέρουν να κάνουν καλά είναι να στέλνουν από καιρού εις καιρόν την αστυνομία να τσακίζει όσους εργαζόμενους αποφασίσουν να απεργήσουν.

Σχεδόν «μονοκαλλιέργεια» η βιομηχανία ρουχισμού, φέρνει πάνω από το 80% του εξωτερικών εσόδων της χώρας αν και τελευταία η ορμητική είσοδος της Κίνας και της Ινδίας στη διεθνή αγορά, δημιουργεί και άλλα προβλήματα στους δύστυχους Μπαγκλαντέζους. Οι πολυεθνικές έχουν αρχίσει να μετακομίζουν και η ανεργία να μεγαλώνει. Καμιά διαφυγή. Δυστυχία να δουλεύεις και διπλή δυστυχία να γυρνάς χωρίς δουλειά στις μεγάλες παραγκοσυνοικίες της Ντάκα.

*Σε επείγουσα ανακοίνωση που κυκλοφόρησε πρόσφατα στο διαδίκτυο ο γραμματέας της Εθνικής Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Ιματισμό, Αμιρούλ Αμίν, ενημερώνει για τις κινητοποιήσεις που συνεχίζονται για τη δικαίωση των θυμάτων στην Σαβάρ και ζητά τη διεθνή εργατική υποστήριξη.

26 Φεβ 2005

Φιλιππίνες- Χανσιέντα Λουιζίτα. Πικρή ....ζάχαρη


Η φυτεία ζαχαροκάλαμου στην Χανσιέντα Λουιζίτα, θεωρείται ότι είναι η μεγαλύτερη σε όλη την Ασία. Βόρεια της Μανίλα, στο κέντρο περίπου του νησιού Λουζόν, στην επαρχία Ταρλάκ, η φυτεία εκτείνεται σε μια επιφάνεια 6.500 εκταρίων, πολύ κοντά στον μεγάλο αυτοκινητόδρομο Μακ-Αρθουρ που συνδέει τον βορρά με την πρωτεύουσα. Γύρω στους 5.500 αγρότες δουλεύουν στην συγκομιδή του ζαχαροκάλαμου και 700 εργάτες στους μύλους που το αλέθουν. Γύρω από την Χανσιέντα Λουιζίτα, ένδεκα "δορυφορικά" χωριά στεγάζουν σε ξύλινες -επί το πλείστον- καλύβες τις οικογένειες των εργαζόμενων. Υπολογίζεται σε 35.000, ο συνολικός πληθυσμός, που εξαρτάται από τις εργασίες της εταιρίας που έχει στην ιδιοκτησία της την έκταση της φυτείας. Κληρονομιά από τους Ισπανούς αποικιοκράτες η γη πέρασε στον έλεγχο μιας γνωστής οικογένειας γαιοκτημόνων, και αργότερα στην εταιρία που από πίσω της συνεχίζει να βρίσκεται η οικογένεια των Κοχουάνγκος. Η οικογένεια εκτός των άλλων ευτύχησε να δει και ένα μέλος της-την Κορασόν Ακίνο- να καταλαμβάνει τον προεδρικό θώκο των Φιλιππίνων.

Κλείνουν πενήντα χρόνια, από τότε που οι εργαζόμενοι και οι αγρότες πρωτοξεκίνησαν τους αγώνες διεκδικώντας να πάρουν στα χέρια τους την γη που δουλεύουν. Η Χανσιέντα Λουιζίτα, όπως και άλλες πλούσιες περιοχές, εξαιρέθηκαν από την αγροτική μεταρρύθμιση και τώρα έχει αναγγελθεί ένα σχέδιο μετατροπής ενός μέρους της για εμπορική, μεταλλευτική και τουριστική χρήση. Η εταιρία άρχισε να απολύει εργαζόμενους και ειδικά συνδικαλιστές που αντιδρούν στα σχέδια ξεκληρίσματος του αγροτικού πληθυσμού. Ταυτόχρονα οι όροι εργασίας συνεχώς χειροτερεύουν. Επισήμως ο ημερήσιος μισθός είναι 190 πέσος περίπου (3,4 δολάρια), αλλά πολλοί είναι αυτοί που περνούν στα χέρια τους μόνο 10 πέσος μιας και η εταιρία κρατά με το παραπάνω τα δάνεια που αναγκαστικά πρέπει να πάρουν για να επιβιώσουν.

Στις αρχές του περασμένου Νοέμβρη οι δυο μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις της φυτείας κήρυξαν απεργία και οι εργαζόμενοι κατέλαβαν τις εγκαταστάσεις της εταιρίας και μπλοκάρισαν τις εισόδους στα εργοστάσια ζάχαρης. Υστερα από λίγες μέρες χίλιοι περίπου στρατιώτες και αστυνομικοί, με στρατιωτικά οχήματα και εκτοξευτήρες νερού, επιτέθηκαν στους απεργούς. Στις 16 του Νοέμβρη στην προσπάθειά τους να απελευθερώσουν τις εισόδους, άνοιξαν πυρ και κτύπησαν στο ψαχνό. Οκτώ επισήμως και δεκατέσσερις ανεπισήμως απεργοί σκοτώθηκαν επί τόπου, αρκετοί τραυματίστηκαν και πάνω από τριακόσιοι συνελήφθησαν . Η κυβέρνηση δικαιολόγησε την εγκληματική επίθεση υποστηρίζοντας ότι αυτή έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας!!! Γι’ αυτήν η απεργία υποκινήθηκε από τους παράνομους αντάρτες του Νέου Λαϊκού Στρατού.

Η σφαγή συγκλόνισε όλη την χώρα και δημιούργησε ένα μεγάλο κύμα αλληλεγγύης. Στις κηδείες των θυμάτων, όλοι νεαροί αγρότες και εργάτες από τα γύρω χωριά, χιλιάδες κόσμου παραβρέθηκε με αισθήματα αγανάκτησης. Οι έρευνες που διατάχθηκαν παραμένουν ανενεργές ουσιαστικά. Από τότε ως και σήμερα στην Χανσιέντα Λουιζίτα η αντίσταση συνεχίζεται αδιάκοπη και παρά το βαρύ κλίμα τρομοκρατίας από τον στρατό και τις ένοπλες ομάδες της εταιρίας.

Ολη η περιοχή στο κεντρικό Λουζόν διαφεντεύεται από οικογένειες μεγάλων γαιοκτημόνων που σε συνεργασία με την κρατική γραφειοκρατία και τον στρατό έχουν καταφέρει να εξαιρεθούν από την αγροτική μεταρρύθμιση. Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι Φιλιππινέζοι μετανάστες προέρχονται από αυτήν την περιοχή. Φτωχοί, άκληροι και σε συνθήκες απόγνωσης αναγκάζονται να φύγουν από την πατρίδα τους για να επιβιώσουν.

27 Νοε 2004

ΝΕΠΑΛ Χωριά που εξάγουν ...ανθρώπινα νεφρά


Οχι πολύ μακριά από το Κατμαντού, στα ανατολικά της μεγάλης κοιλάδας, μια ομάδα χωριών έχει παραδοθεί τα τελευταία χρόνια στους εμπόρους ανθρώπινων μελών. Τουλάχιστον ένας στους πέντε κατοίκους έχει πουλήσει ένα από τα νεφρά του, για να κερδίσει ένα μικρό αντίτιμο για την επιβίωση της οικογένειας του. Παρότι τυπικά παράνομο αυτό το εμπόριο ανθεί, κάτω από την εξουσία του αντιδραστικού Νεπαλέζικου καθεστώτος που έχει οδηγήσει την πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας στην έσχατη εξαθλίωση και απόγνωση. Οι έμποροι που έρχονται από την πρωτεύουσα, διαλέγουν τους δοτές με κριτήριο την ηλικία και την ομάδα αίματος και τους στέλνουν στο Μαντράς της γειτονικής Ινδίας για την χειρουργική επέμβαση και την εξαγωγή. Η τιμή φτάνει τις 160.000 ρουπίες που αντιστοιχούν σε 2100 δολάρια, αλλά τις πιο πολλές φορές οι άτυχοι Νεπαλέζοι καταφέρνουν να πάρουν μόνο 1000 δολάρια από τους μεσίτες που συνήθως αθετούν την συμφωνία.

Οι δοτές μετά την επέμβαση αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας και ουσιαστικά αχρηστεύονται σε μια περιοχή όπου η αγροτική και κτηνοτροφική εργασία είναι σκληρή και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της καθημερινής εργασίας. Μπορεί τα χίλια δολάρια για τους φτωχούς Νεπαλέζους, που ζούνε με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα, να είναι μεγάλο πόσο, γρήγορα όμως συνειδητοποιούν ότι αυτό δεν φτάνει για να αλλάξει την ζωή τους.

Στο Νεπάλ γενικά ανθεί ένα ιδιότυπο και ιστορικά κατοχυρωμένο από τους Αγγλους αποικιοκράτες εμπόριο ανθρώπων. Ακόμα και τώρα απεσταλμένοι του βρετανικού στρατού αναζητούν σκληροτράχηλους ορεσίβιους Γκούρκας για να τους στρατολογήσουν ενώ τελευταία πλήθος αμερικανικών και αραβικών επιχειρήσεων προσλαμβάνουν Νεπαλέζους για τις σκληρές και επικίνδυνες δουλειές στο Ιράκ και άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής. Η κυβέρνηση και το βασιλικό καθεστώς υποστηρίζουν αυτό το εμπόριο σε αντίθεση με το ισχυρό αριστερό αντάρτικο που προσπαθεί να σταματήσει αυτήν την απάνθρωπη κατάσταση.

Προς το παρόν όμως τα χωριά στην κοιλάδα παραμένουν κάτω από την εξουσία του βασιλικού στρατού και έτσι οι άτυχοι Νεπαλέζοι χωρικοί γίνονται εύκολα λεία στους σύγχρονους δουλεμπόρους, παρότι η ηγεσία του αντάρτικου και ειδικά με αφορμή την σφαγή μιας ντουζίνας Νεπαλέζων πρόσφατα στο Ιράκ, διακήρυξε την κατηγορηματική αντίθεση της σε αυτά τα φαινόμενα και απείλησε με σκληρές κυρώσεις τους έμπορους και στρατολόγους.