Ο Moizuddin Miah είναι σαράντα-επτά χρόνων και γυρνάει όλη την μέρα τους δρόμους της Ντάκα μεταφέροντας ανθρώπους και υλικά με ένα χειροκίνητο ρίκ-σο. Δουλεύει σε μια εταιρία δίτροχων χειραμαξών, βγάζοντας διακόσια, σε εξαιρετικές μάλιστα φορές και τετρακόσια, taka (70 taka / ένα αμερικάνικο δολάριο) την ημέρα. Από αυτά πρέπει να συντηρηθεί, να πληρώσει νοίκι επτακόσια τάκας τον μήνα και να στείλει και στην οικογένεια του. Ο Moizuddin μένει μόνος του στην παραγκούπολη Sabujbagh στην πρωτεύουσα του Μπαγκλαντές, κάτω από μια τσίγκινη στέγη, σε μια τρώγλη μαζί με άλλους τριαντατρείς ανθρώπους που μοιράζονται δύο τουαλέτες. Το δωμάτιο του, 1,5 Χ 2,1 μέτρα μόλις και φτάνει για να ξαπλώσει το σώμα του.
Ο Moizuddin υπήρξε περισσότερο από μία φορά άτυχος. Από τα τέσσερα παιδιά του τα τρία είναι κορίτσια. Στην βόρεια επαρχία Jamalpur, διακόσια πενήντα χιλιόμετρα από την Ντάκα, ο Moizuddin αναγκάστηκε να πουλήσει όλη την περιουσία του για να τις προικίσει. Οταν παντρεύτηκε η πρώτη κόρη του, πούλησε για επτακόσια περίπου δολάρια (50 χιλιάδες taka) το καλύτερο κομμάτι της καλλιεργήσιμης γης του. Στη δεύτερη έδωσε όσο-όσο και τα υπόλοιπα κομμάτια και από τότε αποφάσισε να κατέβει στην Ντάκα για δουλειά. Τώρα στέλνει κάθε μήνα πίσω λεφτά στην οικογένεια του με την ελπίδα πως κάποτε θα καταφέρει με τις οικονομίες του να ξανά-αγοράσει ένα κομμάτι γης αφού πρώτα φυσικά παντρέψει την τελευταία κόρη του.
Παρά τη νομοθετική απαγόρευση, το έθιμο της προίκας, που στην ουσία έχει μετατραπεί -με την βοήθεια της απέραντης φτώχειας- σε κατάρα παραμένει σε πλήρη ισχύ. Τόσο η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων όσο και η μειοψηφία των Ινδουιστών, Μπενγκαλέζων, που συνωστίζονται στην πάμπτωχη πυκνοκατοικημένη χώρα, ζητάνε ή δίνουν προίκα για να παντρευτεί ένα κορίτσι, που συνήθως από την ηλικία των δέκα-τέσσερα χρονών αρχίζει να παζαρεύεται. Η προίκα ακολουθεί τη νέα γυναίκα και αποτελεί όρο για να γίνει αποδεκτή από την καινούρια οικογένειά της. Πολλές φορές οι απαιτήσεις είναι μεγάλες και γι’ αυτό η προίκα δίνεται κατά δόσεις ακόμα και ύστερα από αρκετά χρόνια γάμου, είτε με μετρητά είτε μερικές φορές με ολόκληρες γεωργικές σοδειές. Αυτό είναι το λιγότερο. Γιατί η προίκα είναι συνδεμένη με την απίστευτη ταπείνωση της γυναίκας στην κοινωνία της χώρας και τις τρομακτικές κακοποιήσεις και δολοφονίες που γίνονται όταν δεν εκτελεστούν οι συμφωνίες ή όταν προκύψουν νέες απαιτήσεις. Το καθημερινό αστυνομικό δελτίο στις διάφορες περιοχές είναι γεμάτο με τέτοια περιστατικά και εγκλήματα, ενάντια σε νεόνυμφες κυρίως γυναίκες από τους συζύγους και τις οικογένειες τους.
Παρά τις υποκριτικές αντιδράσεις του μαφιόζικου φεουδαρχικού καθεστώτος που λυμαίνεται τον πλούτο και την εργασία των ανθρώπων στο Μπανγκλαντές, για την προίκα και τις βάρβαρες μεθόδους των φτωχών ανθρώπων, η αλήθεια είναι πως αυτές δεν αποτελούν κυρίως κάποια πολιτισμική ιδιοτροπία ή είναι μόνο ένδειξη καθυστέρησης. Στη βασική πλευρά τους αυτές οι σκληρές σχέσεις υπαγορεύονται από την ανάγκη της επιβίωσης των εκατομμυρίων δύστυχων κατοίκων της χώρας που αντιμετωπίζουν συνθήκες βαθιάς φτώχειας και εξαθλίωσης.