«Παρατηρούσα τις γυναίκες που περπατούσαν στον δρόμο και κινούνταν σαν χορεύτριες. Βαδίζουν με χάρη και έχουν ωραία κορμοστασιά. Πολλές είναι πανέμορφες. Μεγάλο μέρος των δεινών που έχει υποστεί αυτός ο λαός οφείλεται στο γεγονός ότι η γη τους είναι εύφορη και γόνιμη, οπότε πολλοί κατακτητές την έχουν βάλει κατά καιρούς στο μάτι. Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καταστραφεί ολοσχερώς από τη Νέα Υόρκη ως το Κάνσας, θα είχαμε περίπου την έκταση της καταστροφής που υπέστη η Ουκρανία. Αν είχαν σκοτωθεί έξι εκατομμύρια άνθρωποι, μη συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτών, δηλαδή το 15% του πληθυσμού, θα παίρναμε μια ιδέα για τις απώλειες των Ουκρανών.
Αν συνυπολογίσουμε τους στρατιώτες, οι απώλειες είναι πολύ μεγαλύτερες, ωστόσο έχουν σκοτωθεί έξι εκατομμύρια από τα σαράντα πέντε εκατομμύρια των αμάχων. Υπάρχουν ορυχεία που δεν θ’ ανοίξουν ποτέ, γιατί οι Γερμανοί έχουν ρίξει χιλιάδες πτώματα στους αεραγωγούς. Τα εξαρτήματα όλων των μηχανημάτων στην Ουκρανία έχουν καταστραφεί ή αφαιρεθεί, οπότε, μέχρι να φτιαχτούν καινούργια, τα πάντα γίνονται με τα χέρια. Τα συνεργεία είναι υποχρεωμένα να σηκώνουν την κάθε πέτρα και το κάθε τούβλο της ερειπωμένης πόλης και να τα κουβαλάνε με τα χέρια, γιατί δεν υπάρχουν μπουλντόζες. Επίσης, ταυτόχρονα με την ανοικοδόμηση, η Ουκρανία πρέπει να παράγει τρόφιμα, γιατί είναι ο μεγάλος σιτοβολώνας του έθνους. (...) Διασχίσαμε το γκρεμισμένο και κατεστραμμένο κέντρο της πόλης και περάσαμε από τη γωνιά όπου κρέμασαν τους Γερμανούς σαδιστές μετά τον πόλεμο.»
Η περιγραφή ανήκει στον Τζον Στάινμπεκ που μαζί με τον φωτογράφο Ρόμπερτ Κάπα ταξίδεψαν στην Σοβιετική Ένωση το 1947. Από εκείνο το ταξίδι προέρχεται το «Ρωσικό Ημερολόγιο» του μεγάλου αμερικάνου συγγραφέα και το κομμάτι αφορά την επίσκεψη στο Κίεβο. Συμπτωματικά το βιβλίο κυκλοφόρησε τις τελευταίες ημέρες στην Ελλάδα από το εκδοτικό του Κέδρου, αποτελώντας εκτός των άλλων και μια απάντηση γιατί προξένησε τόσο συγκίνηση στους Ουκρανούς η νεαρή Ξένια Σιμόνοβα.
Η εικοσιτετράχρονη Ουκρανή από την Κριμαία, έγινε γρήγορα γνωστή σε όλο τον κόσμο, όταν παρουσίασε σε οκτώ λεπτά περίπου την περιπέτεια της χώρας και των ανθρώπων της, την περίοδο της Γερμανική εισβολής και κατοχής, ζωγραφίζοντας με τα δάκτυλα της και με εκπληκτικό τρόπο, εικόνες με υλικό την άμμο. Κέρδισε έναν διαγωνισμό ταλέντων στην ουκρανική τηλεόραση και πήρε ένα αξιοσέβαστο ποσό, που όπως είπε η ίδια, ένα μέρος του, θα διαθέσει για ένα άρρωστο παιδί στην γειτονιά της.
Όπως έγραψε εύστοχα η Μαριάννα Τζιαντζή στην Καθημερινή, «…με δάκρυα στα μάτια παρακολουθούσε το κοινό στο στούντιο την πρόοδο του έργου, το ξετύλιγμα της ιστορίας ενός ερωτευμένου ζευγαριού στα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο ειδυλλιακός έναστρος ουρανός γίνεται μια κόλαση φωτιάς, καθώς τα γερμανικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν τη χώρα, μια χαμογελαστή κοπέλα μεταμορφώνεται σε μαντιλοφορεμένη γριά που θρηνεί, ένα μωρό γεννιέται μες στον πόλεμο, ένα μνημείο των πεσόντων, το πρόσωπο ενός Ουκρανού στρατιώτη πίσω από το τζάμι όπου έχει κολλήσει το μουτράκι του το παιδί. Είναι ο πατέρας που επιστρέφει, το φάντασμα του πατέρα ή ο Άγνωστος Στρατιώτης; «Θα είσαι πάντα κοντά μας», γράφει η Ξένια πάνω στην τελευταία εικόνα.
Στο βασίλειο του λάιφ στάιλ και της χαζοχαρούμενης αφασίας, μια πολύ όμορφη νέα γυναίκα με αέρινες κινήσεις μιλάει, σε μια παγκόσμια γλώσσα, για τα μεγάλα ζητήματα: τον έρωτα, τον θάνατο, την απώλεια, την ελπίδα, τον πόλεμο και την ειρήνη»
Θα προσθέταμε επίσης πως η συγκίνηση που προκάλεσε η Ξένια Σιμόνοβα, ζωγραφίζοντας, εκτός των άλλων, το μνημείο του Άγνωστου Σοβιετικού Στρατιώτη με το αστέρι στην κορυφή δεν είναι άσχετη με την σημερινή κατάσταση στην χώρα. Και αποτελεί μια ηχηρή απάντηση σε όσους θεωρούν πως οι λαοί της διαλυμένης πια Σοβιετικής Ένωσης έπαθαν μαζική αμνησία η αρνήθηκαν οριστικά το σχετικά πρόσφατο παρελθόν τους.