11 Μαρ 2017

Κολομβία, Κάουκα
Ποιος οπλίζει τα χέρια των σικάριος;

Ο Φαιβέρ Σερόν Γκομές, πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Δράσης στην Εσμεράλντας, ένα χωριό στον δήμο Μερκαδέρες στην Κάουκα το απόγευμα του Σαββάτου 18 Φεβρουαρίου μόλις είχε τελειώσει μια συνάντηση με τον δήμαρχο και τον διοικητή της περιφέρειας στο δημοτικό κτίριο. Επιστρέφοντας στο σπίτι του δύο ένοπλοι που παραμόνευαν τον πυροβόλησαν πολλές φορές. Ο Σερόν Γκομέζ ήταν ηγετικός στέλεχος του κινήματος ενάντια στις παράνομες εξορύξεις στην περιοχή και στην καταστροφή του ποταμού Σαμπίνγκο. Επίσης συμμετείχε στους αγώνες των αγροτών που ζητάνε οικονομική στήριξη και προγράμματα ενίσχυσης για την υποκατάσταση των καλλιεργειών κόκας. Ο νεαρός ήταν ο εικοστός νεκρός στην σειρά από την ημέρα της επίσημης έναρξης της δεύτερης ειρηνευτικής συμφωνίας που υπογράφτηκε τον Νοέμβριο του 2016. Προστέθηκε σε μια μακάβρια λίστα δολοφονιών κοινωνικών αγωνιστών της αριστεράς στην Κολομβία που έχουν διαπράξει παραστρατιωτικές και παρακρατικές ομάδες τον τελευταίο καιρό. Η περιφέρεια της Κάουκα, στην νοτιοδυτική Κολομβία είναι πρώτη και με διαφορά σε τέτοια ή ανάλογα βίαια επεισόδια αφότου ξεκίνησε η εφαρμογή των συμφωνιών ειρήνης και αφοπλισμού ανάμεσα στην κυβέρνηση και την ηγεσία του αντάρτικου FARC-EP. Ο Φαιβέρ Σερόν Γκομές ήταν στέλεχος της Πατριωτικής Πορείας, ένα αριστερό κοινωνικό-πολιτικό κίνημα που συνασπίζει εργατικά συνδικάτα, αγροτικές οργανώσεις και φοιτητικές ενώσεις και επιδιώκει την ανεξαρτησία, την ειρήνευση και την εφαρμογή πολιτικών κοινωνικής δικαιοσύνης στην χώρα. Ξεκίνησε την δράση της το 2009 και πρωταγωνίστησε στην κίνημα υποστήριξης της ειρήνης ειδικά όταν ξεκίνησαν οι τετράχρονες διαπραγματεύσεις στην Αβάνα.

25 Φεβ 2017

Περού
Μια άγνωστη γενοκτονία

Η τριαντατριάχρονη ιθαγενής αγρότισσα Μαρία Μαμέριτα Μεστάνσα Τσάβες ζούσε μαζί με τον άνδρα της, τον Χασίντο Σαλασάρ Χουάρες και τα επτά παιδιά της στο χωριό Άλτο Σορογκόν, της επαρχίας Ενκανιάδα στην περιφέρεια της Καχαμάρκα στην βόρεια περουβιανή Σιέρρα. Φτωχή και αγράμματη, ήταν μια από τις ιδανικές περιπτώσεις γυναικών τις οποίες οι τοπικές κυβερνητικές υπηρεσίες τοποθετούσαν στον κατάλογο ως υποψήφιες για στείρωση. Από το 1996 μπήκε παρά την θέληση της στην λίστα και από εκείνη την ημέρα για δύο χρόνια αντιμετώπιζε αφόρητες πιέσεις στις συχνές απρόσκλητες επισκέψεις στο σπίτι της από τις ομάδες για το Εθελοντικό (!) Πρόγραμμα Χειρουργικής Αντισύλληψης. Ύστερα από εκβιασμούς και απειλές η Μαμερίτα και ο άνδρας της υπέκυψαν και δέχτηκαν να πάνε στο νοσοκομείο της Καχαμάρκα. Στις 27 Μαρτίου 1998 υποβλήθηκε σε επέμβαση στείρωσης με την μέθοδο της απολίνωσης σαλπίγγων. Σε αυτήν την περίπτωση ο χειρουργός κόβει και κλείνει τις σάλπιγγες της γυναίκας έτσι ώστε τα ωάρια να μην μπορούν να κατέβουν και τα σπερματοζωάρια να ανέβουν. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, όταν γύρισε στο σπίτι της μετά την επέμβαση ένιωσε ζαλάδες και έκανε εμετό. Την επόμενη ημέρα επέστρεψε στο νοσοκομείο αλλά οι γιατροί την καθησύχασαν αποδίδοντας τα συμπτώματα στην δόση αναισθησίας και την έστειλαν πίσω στο σπίτι της. Από τότε η κατάσταση της άρχισε να επιδεινώνεται, ο πυρετός δεν έπεφτε, τα άκρα της άρχισαν να παραλύουν αλλά οι γιατροί συνέχισαν να αδιαφορούν στις εκκλήσεις για βοήθεια. Στις 4 Απριλίου η Μαμέριτα πέθανε αβοήθητη αφήνοντας πίσω επτά ορφανά. Την Πασκουάλα, την Μαβίλα, την Αλινδόρ, τον Ναπολέων, τον Αμάνθιο, την Ντέλια και την Αλμανσόρ, ηλικίας από δεκαπέντε χρόνων έως τεσσάρων μηνών.

10 Φεβ 2017

Τουρκία - Γκρουπ Γιορούμ
Θα τραγουδάμε και μέσα στα κελιά μας!

Κατά πάσα πιθανότητα πρέπει να είναι το πιο πολύ-κυνηγημένο από κρατικές διωκτικές αρχές μουσικό συγκρότημα στον κόσμο. Σίγουρα όμως στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια δεν έχει ταίρι! Με τετρακόσιες τουλάχιστον δικαστικές διώξεις και συλλήψεις το Γκρουπ Γιορούμ στην υπέρ- τριαντάχρονη παρουσία του στην μουσική σκηνή της γειτονικής χώρας είναι η ζωντανή απόδειξη της διαρκούς μάχης για ελευθερία και δικαιοσύνη, μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Η τελευταία περιπέτεια ξεκίνησε στις 23 του περασμένου Νοέμβρη. Εκείνη την ημέρα έγινε η δεύτερη στην σειρά αστυνομική επιδρομή στο πολιτιστικό κέντρο Ιντίλ, στην συνοικία Ορτάκιοι της Πόλης, μια από τις βάσεις και τις μουσικές σκηνές του συγκροτήματος. Αυτήν την φορά οι μαινόμενοι αστυνομικοί δεν κατέστρεψαν τα υπόλοιπα μουσικά όργανα στο κέντρο όπως είχαν κάνει στην πρώτη επιδρομή τους όταν πήραν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, περιοδικά και χειρόγραφα. Σκοπός τους ήταν να αρπάξουν ανθρώπους. Έτσι τόσο στο Ορτάκιοι όσο και σε σπίτια και λέσχες στο Οκμειντάν έκαναν οκτώ προσαγωγές που αργότερα μετατράπηκαν σε επτά συλλήψεις. Και οι επτά, κορυφαία μέλη του γκρουπ, στην κυριολεξία η ραχοκοκκαλιά του. Οι κατηγορίες δεν προξένησαν καμία έκπληξη! Όπως και στις προηγούμενες φορές οι συλληφθέντες θεωρήθηκαν συνεργάτες και υποστηρικτές τρομοκρατικής οργάνωσης, όπως ονομάζουν οι φασιστικές αρχές την αριστερή οργάνωση Επαναστατικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Κόμμα - Μέτωπο γνωστή με το ακρωνύμιο DHKP-C. Πειστήρια του εγκλήματος μερικά περιοδικά, οι ομοιόμορφες στολές του συγκροτήματος και περίπου δύο χιλιάδες τουρκικές λίρες! Το κατηγορητήριο συμπληρώθηκε με τα συνηθισμένα σε τέτοιες περιπτώσεις. Προσβολή της αστυνομίας, αντίσταση κατά της αρχής και παράνομος έρανος!

14 Ιαν 2017

Ιαπωνία, Καρόσι
Εργασία... μέχρι θανάτου!

Η Ντεντσού, ένας ιαπωνικός επιχειρηματικός γίγαντας στον κλάδο της διαφήμισης και των επικοινωνιών, έχει μια υπέρ-εκατονταετή ιστορία. Ξεκίνησε το 1905 ως γραφείο διαφημιστικών αγγελιών και πρακτορείο ειδήσεων. Eνόψει του πολέμου, το πρακτορείο αναγκάστηκε να συγχωνευτεί με τις κρατικές υπηρεσίες και η εταιρία αποσύρθηκε απρόθυμα για να συνεχίσει στον τομέα της διαφήμισης. Το κτίριο των γραφείων της γλίτωσε από τους αμερικάνικους βομβαρδισμούς και μετά τον πόλεμο αναπτύχθηκε ως μονοπώλιο, φέρνοντας στη χώρα τις αμερικανικές τεχνικές επικοινωνίας. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκιο στα 1964 ήταν μεγάλη επιτυχία για την Ντεντσού. Έκτοτε συνέχισε ως προνομιακός κρατικός διαφημιστής και χωρίστηκε σε τμήματα για να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ιαπωνικών εξαγωγικών μονοπωλίων. Από το 1925 η Ντεντσού συνεχίζει μια παράδοση. Κάθε Ιούλιο όλοι οι εργαζόμενοι με επικεφαλής τα στελέχη πραγματοποιούν ανάβαση στην κορυφή του ιερού βουνού Φούτζι. Εκεί, ύστερα από μια κοπιαστική ημέρα, προσεύχονται στο ναό Σίντο για την ευημερία της εταιρίας και των πελατών της. Παρά τις προσευχές όμως η Ντεντσού είναι μια καταραμένη επιχείρηση εξαιτίας της πολιτικής της απέναντι στους επτά και πλέον χιλιάδες εργαζόμενούς της.